Θέλω να µου επιτρέψετε σήµερα να καταχραστώ την αγάπη σας και, αντί πολιτικής ανάλυσης, αποτύπωσης ρεπορτάζ ή οποιουδήποτε άλλου σχολίου, µε αφορµή τη συζήτηση γύρω από την υπόθεση των Τεµπών, να αναφερθώ σε µία αυστηρώς προσωπική ιστορία. Επειδή πρόκειται για ένα κοµµάτι από την ίδια τη ζωή µου. Το σηµαντικότερο και συνάµα πιο δύσκολο. Ήταν 1η Νοεµβρίου του 1997, και µετρούσα δύο χρόνια µετά τα είκοσι, όταν χτύπησε το τηλέφωνό µου και µου είπαν ότι είχε σκοτωθεί ο 23χρονος αδερφός µου, στον πολυσυζητηµένο και πολυµατωµένο Βόρειο Οδικό Αξονα της Κρήτης. Από εκείνη τη στιγµή, το µουντό εκείνο σαββατιάτικο απόγευµα, άλλαξαν σχεδόν τα πάντα στη δική µου ζωή. Στις 15.00 µιλούσα µε τον Αντώνη και λίγη ώρα αργότερα ηχούσε στ’ αυτιά µου η είδηση του άδικου θανάτου του.

Τα πρώτα (πολλά) χρόνια προσπαθούσα να µαζέψω τα συντρίµµια µου, µετρώντας κάθε µέρα και από µία πληγή. Ήταν δύσκολο να συµβιβαστώ κι εγώ και οι δικοί µου µε το κακό που µας είχε συµβεί. Έχοντας περάσει σχεδόν µια ζωή, δεν σας κρύβω ότι δεν πέρασε ούτε µέρα που να µη βιώσω την απουσία του Αντώνη και να µη θυµηθώ κάτι από τα παιδικά µας χρόνια. Είναι το µόνιµο σηµάδι της δικής µου µοίρας. Είναι αυτό που δεν µπορώ να ξεπεράσω και, κυρίως, είναι εκείνο που µε εφοδιάζει µε αναρίθµητα ΓΙΑΤΙ και ακόµα περισσότερα ΑΝ. Οσες φορές ακούω για το έργο του ΒΟΑΚ, σκέφτοµαι ότι, αν το ’97 είχε τελειώσει το έργο, ενδεχοµένως σήµερα να ζούσε ο αδερφός µου.

Οµως επιστρέφω και πάλι στην πραγµατικότητα και σκέφτοµαι πόσοι «Αντώνηδες» έχουν χαθεί στο συγκεκριµένο οδικό δίκτυο από τον Νοέµβριο του ’97 και ακόµη να φτιαχτεί ο δρόµος. Είχα, και εξακολουθώ να έχω, θυµό για όλους και για όλα, κυρίως για την ολιγωρία µιας Πολιτείας που απλώς υπόσχεται. Κάθε φορά που ακούω για έναν νεκρό στον ΒΟΑΚ, ο θυµός µετατρέπεται σε οργή. Θυµάµαι τα πρώτα χρόνια, όταν προσπαθούσα να µαζέψω, πιτσιρικάς όντας, τα συντρίµµια της ζωής µου, τη µαυροφορεµένη µάνα µου και το γεµάτο θλίψη πρόσωπο του πατέρα µου, το οποίο έκρυβαν τα γένια. Οι ανάσες των γονιών µου, πιστέψτε µε, ηχούν ακόµη στ’ αυτιά µου. Είναι ο ήχος του πόνου που βγαίνει µέσα από την ανάσα ανθρώπων που έχουν χάσει το παιδί τους. ∆εν µπορώ να σας περιγράψω όσα έχω βιώσει όλα αυτά τα χρόνια, ούτε φυσικά να νιώσω τον πόνο της ίδιας της µάνας µου. Από τον Νοέµβριο του ’97 δειλά-δειλά άρχισε να ξαναβγαίνει στον κόσµο κάπου εκεί προς το 2004, όταν αποφάσισα να φτιάξω τη δική µου οικογένεια. Ούτε σε ταβέρνες πήγαινε ούτε τα µαύρα έβγαλε ποτέ. Συνέχισε να βλέπει τον κόσµο (ακόµη και σήµερα) µέσα από τα δικά µου µάτια και κάθε Νοέµβριο, όταν κατεβαίνω στην Κρήτη για το µνηµόσυνο, κάνα δυο φορές ανταµώνουν οι µατιές µας, θέλοντας να πούµε πολλά, αλλά στο τέλος παραµένουµε βουβοί.

Η µάνα µου δεν έγινε ποτέ η Ευτυχία που ήταν πριν από την απώλεια του Αντώνη. Όπως και ο πατέρας µου. Ούτε κι εγώ φυσικά. Τα ΑΝ και τα ΓΙΑΤΙ παραµένουν µόνιµα στο µυαλό µας. Βιώσαµε και εξακολουθούµε να βιώνουµε την απώλεια. Πενθήσαµε για πολλά χρόνια. Κυρίως, όµως, θυµόµαστε κάθε λεπτό τον δικό µας άνθρωπο, που χάθηκε άδικα σε έναν τρισάθλιο δρόµο.

Είναι το µόνιµο σηµάδι της δικής µου µοίρας. Είναι αυτό που δεν µπορώ να ξεπεράσω και, κυρίως, είναι εκείνο που µε εφοδιάζει µε αναρίθµητα ΓΙΑΤΙ και ακόµα περισσότερα ΑΝ

∆εν θα έγραφα ποτέ αυτό το σηµείωµα, αν δεν θύµωνα από τα όσα βλέπω τις τελευταίες µέρες µε αφορµή τα Τέµπη. Ειλικρινά, έχοντας ζήσει την άδικη απώλεια ενός δικού µου ανθρώπου, δυσκολεύοµαι να κατανοήσω τα όσα λαµβάνουν χώρα εδώ και δύο χρόνια. Τις δηλώσεις, τα συλλαλητήρια, τις εκποµπές, τους ειδικούς και κυρίως την έκρηξη της συνωµοσιολογίας. Κυρίως, όµως, εξοργίζοµαι µε όσους προσπαθούν να πολιτικοποιήσουν µια τραγωδία για να κερδίσουν πολιτικά.

Η εργαλειοποίηση του τραγικού δυστυχήµατος των Τεµπών ενδεχοµένως να είναι ό,τι πιο άθλιο έχω συναντήσει µέχρι και σήµερα. Μπροστά σε αυτή την πραγµατικότητα, εκτός των άλλων, παρακολουθώ µε εξαιρετικά µεγάλο ενδιαφέρον τα όσα λέει και πράττει τα τελευταία δύο χρόνια η κ. Μαρία Καρυστιανού. ∆εν σας κρύβω ότι, επειδή έχω πληρώσει µε τον άδικο θάνατο του αδερφού µου την ολιγωρία και τις διαχρονικές παθογένειες του κράτους, που δεν µπορεί να φτιάξει ένα σύγχρονο οδικό δίκτυο στην Κρήτη, αντιλαµβάνοµαι και τον πόνο αλλά και την οργή µιας γυναίκας που έχασε το παιδί της. Τη δικαιολογώ απόλυτα σε ό,τι κάνει για να βρει το δίκιο της. Για όλες, µα όλες τις ενέργειές της, που γίνονται στο πλαίσιο του νόµου και του Συντάγµατος. Αυτό οφείλει να κάνει κάθε γονιός, που διεκδικεί να µάθει πρωτίστως την αλήθεια και δευτερευόντως που αναζητά τη δικαίωση στη µνήµη του χαµένου παιδιού του.

∆εν µπορούµε να αµφισβητούµε τους δικαστές και παράλληλα να στήνουµε λαϊκά δικαστήρια για να δικάζουµε χωρίς στοιχεία ενδεχοµένως και αθώους ανθρώπους

Η απόδοση της δικαιοσύνης είναι αυτονόητη υποχρέωση. Αυτό που µε ενοχλεί είναι όταν διαπιστώνω -από τη ρητορική και µόνον- ότι έχει αρχίσει να χάνεται ο στόχος. Με ενοχλεί όταν βλέπω, για παράδειγµα, την κ. Καρυστιανού να πολιτικολογεί, αµφισβητώντας µε δηλώσεις της µέχρι και τη δοµή του πολιτεύµατος. Όταν επιτίθεται σε δικαστές, όταν ζητά από τον κόσµο να πάρει τον νόµο στα χέρια του και, κυρίως, όταν κάθε λίγο και λιγάκι στέκεται µπροστά από κάποιο µικρόφωνο. Επειδή όλα όσα υποστηρίζει (πλέον) δεν έχουν καµία σχέση µε το αυταπόδεικτο δράµα µιας µάνας, στο οποίο πρώτος υποκλίνοµαι και αφήνω µερικά από τα δικά µου ΑΝ και ΓΙΑΤΙ, νοµίζω ότι ήρθε η ώρα η δοµηµένη Πολιτεία, εν προκειµένω η κυβέρνηση, να ξεχωρίσει το ανθρώπινο και συνάµα τραγικό από το υπόλοιπο. Για παράδειγµα, όταν µιλάει πολιτικά η κ. Καρυστιανού, θα πρέπει να λαµβάνει αντίστοιχα πολιτικές απαντήσεις. Ασυλία και απόλυτο σεβασµό πρέπει και επιβάλλεται να έχει στο δράµα της. Όταν παλεύει, στο πλαίσιο του νόµου, να µάθει την αλήθεια και να απαντήσει στα δικά της ΓΙΑΤΙ. Είναι µάνα που πονάει, αγανακτεί γιατί έχασε άδικα το παιδί της. Μπροστά σε αυτή τη µάνα και όλες τις µανάδες που χάνουν άδικα παιδί οφείλουµε µόνον υπόκλιση.

Αυτό είναι το ένα. Γιατί προφανώς υπάρχει και ένα δεύτερο. Η λογική ότι δεν πρέπει να απαντά κανείς στην κ. Καρυστιανού ό,τι κι αν λέει, όπως και να το λέει, νοµίζω ότι δεν αντιπροσωπεύει µια κανονική ∆ηµοκρατία. Αν θέλουµε να συνεχίσουµε να διατηρούµε τη συνοχή µιας καλά δοµηµένης χώρας, δεν επιτρέπεται να πάρουν τον νόµο στα χέρια τους ούτε τα τρολ του ∆ιαδικτύου ούτε, φυσικά, οι επαναστάτες της πλατείας. ∆εν µπορούµε να αµφισβητούµε τους δικαστές και παράλληλα να στήνουµε λαϊκά δικαστήρια για να δικάζουµε χωρίς στοιχεία ενδεχοµένως και αθώους ανθρώπους. Αν αφήσουµε να εµπεδωθεί αυτή η αντίληψη, σε λίγο θα µετατραπούµε σε ζούγκλα. Για να µη συµβεί κάτι τέτοιο, οφείλουµε να µη δείχνουµε ανοχή σε αντιθεσµικές συµπεριφορές, που µαθηµατικά οδηγούν σε αποσάθρωση την κοινωνία, διαλύοντας ό,τι έχουµε κατακτήσει στη σύγχρονη ∆ηµοκρατία. Επιβάλλεται, λοιπόν, να δοθεί τέλος στην ασυλία όσων θέλουν να επιβάλουν τον νόµο της πλατείας, αλλά και όποιου άλλου. Όχι τίποτ’ άλλο, αλλά επειδή έχω πληρώσει µε τη ζωή του αδερφού µου την ολιγωρία της Πολιτείας, δεν είδα τη µάνα µου να βγαίνει στα κανάλια και να καταγγέλλει τον τότε πρωθυπουργό, τους δηµάρχους και τους δικαστές, επειδή δεν έφτιαξαν τον ΒΟΑΚ, µε αποτέλεσµα να χάσει το παιδί της. Η κακοµοίρα η µάνα µου αρκέστηκε στο βουβό πένθος της, βιώνοντας µόνη κι έρηµη την αδικία και την οργή της. Και από το ’97 περιµένει να δει έναν σύγχρονο δρόµο στην Κρήτη, µε την ελπίδα ότι θα σταµατήσει το διαχρονικό αιµατοκύλισµα στη συγκεκριµένη άσφαλτο. Αυτό θα είναι το µεγαλύτερο κερί στη µνήµη του χαµένου παιδιού της.