Δεν ανέχεται τις αρρυθμίες
Ο πρωθυπουργός είναι πλέον τόσο αυστηρός και δεν ανέχεται κανέναν και τίποτε που θα μπορούσε να υπονομεύσει, έστω και άθελά του, το έργο του
Ίσως o ιαπωνικός οίκος αξιολόγησης R&I (Rating and Investment Information) να μη λέει πολλά στους εγχώριους παρατηρητές της πορείας της ελληνικής οικονομίας, επειδή δεν περιλαμβάνεται στους οίκους που αναγνωρίζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, αλλά επηρεάζει σημαντικά τις οικονομικές εξελίξεις στην Ιαπωνία και την Άπω Ανατολή. Η αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας στην επενδυτική βαθμίδα από τον συγκεκριμένο οίκο αξιολόγησης είναι όμως ακόμη μια ψήφος εμπιστοσύνης στον δρόμο της χώρας μας για πλήρη ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας από την ΕΚΤ. Παράλληλα, η συγκεκριμένη αναβάθμιση ανοίγει τον δρόμο για επενδυτικά κεφάλαια της Ιαπωνίας και γενικά της Ασίας προς την ελληνική οικονομία. Κεφάλαια που αναζητούν ασφαλείς αγορές στον δυτικό κόσμο. Η γενικότερη αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας ως γνωστόν θα φέρει στην Ελλάδα χαμηλότερο κόστος δανεισμού, περισσότερες και μεγαλύτερες επενδύσεις, νέες θέσεις εργασίας και θα ενισχύσει τους ρυθμούς ανάπτυξης.
Σήμερα οι συνθήκες για την εξέλιξη αυτή είναι αρκετά καλές. Η βασική προϋπόθεση της πολιτικής σταθερότητας υπάρχει. Ο λαός έδωσε απλόχερη στήριξη στη ΝΔ. Συνεπώς, δεν υπάρχει καμία δικαιολογία για μείωση των ρυθμών εξυγίανσης της οικονομίας, που είχε ξεκινήσει την προηγούμενη τετραετία. Άλλωστε, οι προσδοκίες των αγορών και της κοινωνίας για ταχύτερους ρυθμούς ανάπτυξης είναι δεδομένες και για τον λόγο αυτό ακόμη και όσοι δεν ψήφισαν τη ΝΔ δείχνουν μια πρωτοφανή ανοχή, κάτι που ο Κυριάκος Μητσοτάκης αντιλαμβάνεται και γι’ αυτό έχει γίνει πιο αυστηρός με τους πάντες. Οι προβλέψεις της κυβέρνησης για ανάπτυξη 2,3% και της ΕΕ για ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας κατά 2,4% δημιουργούν επιπλέον θετικό κλίμα. Παράλληλα, υπάρχει βελτίωση του δημοσιονομικού ισοζυγίου, καθώς μετά το έλλειμμα που καταγράφηκε στην περίοδο του κορωνοϊού, που η οικονομία είχε «παγώσει», το 2023 αναμένεται πρωτογενές πλεόνασμα 1,1%. Όσον αφορά το χρέος της γενικής κυβέρνησης κι εκεί παρατηρείται πρόοδος. Από τα επίπεδα άνω του 206% του ΑΕΠ το 2020, περιορίστηκε στο 171,3% το 2022, ενώ για το 2023 αναμένεται να διαμορφωθεί στο 162,6%.
Με αυτές τις συνθήκες, έως το τέλος του έτους αναμένεται ότι η Ελλάδα θα έχει εξασφαλίσει την επενδυτική βαθμίδα από έναν από τους αναγνωρισμένους από την ΕΚΤ διεθνείς οίκους αξιολόγησης, στοιχείο που είναι απαραίτητο για την κατάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας και από την ίδια την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Οι οίκοι που αναμένουμε να αξιολογήσουν την ελληνική οικονομία έως το τέλος του έτους είναι οι: DBRS Morningstar στις 8 Σεπτεμβρίου, Moody’s στις 15 Σεπτεμβρίου, S&P στις 20 Οκτωβρίου και Fitch την 1η Δεκεμβρίου. Στις 4 Αυγούστου αναμένεται αξιολόγηση από την Scope Ratings που, όμως, δεν περιλαμβάνεται στη λίστα της ΕΚΤ με τους αναγνωρισμένους από την ίδια οίκους. Η κρίση όμως της Scope αναμένεται να επηρεάσει το γενικότερο κλίμα, όπως και η προχθεσινή της R&I. Η πορεία αυτή δείχνει ότι η κυβέρνηση πρέπει όχι μόνο να βρει τους σωστούς ρυθμούς της, αλλά πρέπει και να τους επιταχύνει. Αρρυθμίες δεν συγχωρούνται. Και γι’ αυτό ο πρωθυπουργός είναι πλέον τόσο αυστηρός και δεν ανέχεται κανέναν και τίποτε που θα μπορούσε να υπονομεύσει, έστω και άθελά του, το έργο του. Γιατί γνωρίζει καλά ότι από την επιτυχία της κυβέρνησής του εξαρτάται η επιτυχία και το μέλλον της Ελλάδας.
*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή»
Σήμερα οι συνθήκες για την εξέλιξη αυτή είναι αρκετά καλές. Η βασική προϋπόθεση της πολιτικής σταθερότητας υπάρχει. Ο λαός έδωσε απλόχερη στήριξη στη ΝΔ. Συνεπώς, δεν υπάρχει καμία δικαιολογία για μείωση των ρυθμών εξυγίανσης της οικονομίας, που είχε ξεκινήσει την προηγούμενη τετραετία. Άλλωστε, οι προσδοκίες των αγορών και της κοινωνίας για ταχύτερους ρυθμούς ανάπτυξης είναι δεδομένες και για τον λόγο αυτό ακόμη και όσοι δεν ψήφισαν τη ΝΔ δείχνουν μια πρωτοφανή ανοχή, κάτι που ο Κυριάκος Μητσοτάκης αντιλαμβάνεται και γι’ αυτό έχει γίνει πιο αυστηρός με τους πάντες. Οι προβλέψεις της κυβέρνησης για ανάπτυξη 2,3% και της ΕΕ για ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας κατά 2,4% δημιουργούν επιπλέον θετικό κλίμα. Παράλληλα, υπάρχει βελτίωση του δημοσιονομικού ισοζυγίου, καθώς μετά το έλλειμμα που καταγράφηκε στην περίοδο του κορωνοϊού, που η οικονομία είχε «παγώσει», το 2023 αναμένεται πρωτογενές πλεόνασμα 1,1%. Όσον αφορά το χρέος της γενικής κυβέρνησης κι εκεί παρατηρείται πρόοδος. Από τα επίπεδα άνω του 206% του ΑΕΠ το 2020, περιορίστηκε στο 171,3% το 2022, ενώ για το 2023 αναμένεται να διαμορφωθεί στο 162,6%.
Με αυτές τις συνθήκες, έως το τέλος του έτους αναμένεται ότι η Ελλάδα θα έχει εξασφαλίσει την επενδυτική βαθμίδα από έναν από τους αναγνωρισμένους από την ΕΚΤ διεθνείς οίκους αξιολόγησης, στοιχείο που είναι απαραίτητο για την κατάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας και από την ίδια την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Οι οίκοι που αναμένουμε να αξιολογήσουν την ελληνική οικονομία έως το τέλος του έτους είναι οι: DBRS Morningstar στις 8 Σεπτεμβρίου, Moody’s στις 15 Σεπτεμβρίου, S&P στις 20 Οκτωβρίου και Fitch την 1η Δεκεμβρίου. Στις 4 Αυγούστου αναμένεται αξιολόγηση από την Scope Ratings που, όμως, δεν περιλαμβάνεται στη λίστα της ΕΚΤ με τους αναγνωρισμένους από την ίδια οίκους. Η κρίση όμως της Scope αναμένεται να επηρεάσει το γενικότερο κλίμα, όπως και η προχθεσινή της R&I. Η πορεία αυτή δείχνει ότι η κυβέρνηση πρέπει όχι μόνο να βρει τους σωστούς ρυθμούς της, αλλά πρέπει και να τους επιταχύνει. Αρρυθμίες δεν συγχωρούνται. Και γι’ αυτό ο πρωθυπουργός είναι πλέον τόσο αυστηρός και δεν ανέχεται κανέναν και τίποτε που θα μπορούσε να υπονομεύσει, έστω και άθελά του, το έργο του. Γιατί γνωρίζει καλά ότι από την επιτυχία της κυβέρνησής του εξαρτάται η επιτυχία και το μέλλον της Ελλάδας.
*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή»