Ο τυχερός Κυριάκος Μητσοτάκης
Άρθρο
Η καλλιέργεια δυσμενούς κλίματος για την κυβέρνηση ενισχυόταν από την αδυναμία της να πατάξει το τέρας της ακρίβειας αλλά και από επί μέρους δυσλειτουργίες, άστοχες δηλώσεις και καθημερινά προβλήματα που ανέκυπταν, τα οποία ενίσχυαν τη δυσαρέσκεια προς την κυβέρνηση
Τελικά, όσοι αποκαλούν τον Κυριάκο Μητσοτάκη τυχερό έχουν απόλυτο δίκιο. Η εικόνα που παρουσίαζε μέχρι πριν από μερικές ημέρες η κυβέρνηση ήταν εικόνα γρίνιας. Μια γρίνια που προερχόταν από την κομματική της βάση και στηριζόταν κυρίως στην άποψη ότι έχουν ληφθεί αποφάσεις που είναι ξένες προς τη φιλοσοφία και την αξιακή παράδοση της παράταξης ή στο ότι πρόσωπα που έχουν ελάχιστη ή καθόλου σχέση με το κόμμα βρίσκονται σε θέσεις κλειδιά της κυβέρνησης και ασκούν πολιτική ελέω κόμματος.
Η καλλιέργεια δυσμενούς κλίματος για την κυβέρνηση ενισχυόταν από την αδυναμία της να πατάξει το τέρας της ακρίβειας αλλά και από επί μέρους δυσλειτουργίες, άστοχες δηλώσεις και καθημερινά προβλήματα που ανέκυπταν, τα οποία ενίσχυαν τη δυσαρέσκεια προς την κυβέρνηση. Όλο αυτό το κλίμα λειτουργούσε αρνητικά, με αποτέλεσμα πολλοί ψηφοφόροι της ΝΔ να ασπάζονται το επιχείρημα της «χαλαρής ψήφου», το οποίο εύρισκε πρόσφορο έδαφος και λόγω του γεγονότος ότι οι ευρωεκλογές απέχουν τρία χρόνια από την ολοκλήρωση της τετραετίας.
Με αυτή τη λογική, βλέπαμε στις δημοσκοπήσεις η ΝΔ να έχει απώλεια έως και 5% στις δυνάμεις της, μέσα στον τελευταίο μήνα. Όλα αυτά, βέβαια, χωρίς τον ξενοδόχο. Ή μάλλον καλύτερα, χωρίς τους ξενοδόχους, που στη συγκεκριμένη περίπτωση τον ρόλο αυτό ανέλαβαν οι κύριοι Ανδρουλάκης και Κασσελάκης. Οι ανταγωνιστές της δεύτερης θέσης έσπευσαν ο μεν πρώτος να καταθέσει πρόταση μομφής κατά της κυβέρνησης και ο δεύτερος -επειδή ήθελε να πάει ένα βήμα πάρα πέρα- να ζητήσει εκλογές με την παρουσία… διεθνών παρατηρητών. Είναι γεγονός ότι ο κ. Ανδρουλάκης, θέλοντας να συσπειρώσει το κόμμα του και ελπίζοντας ότι θα «εισπράξει» πολιτικά από την διαπιστωμένη στις δημοσκοπήσεις λαϊκή άποψη περί κυβερνητικής αδράνειας στην υπόθεση των Τεμπών, προχώρησε στο ύστατο κοινοβουλευτικό βήμα, στην πρόταση μομφής. Ο δε κ. Κασσελάκης, βλέποντας ότι παίρνει τα ηνία των αντιδράσεων το ΠΑΣΟΚ, το τερμάτισε, αγνοώντας προφανώς τη σημασία των λέξεων που χρησιμοποιεί. Το ίδιο άλλωστε είχε κάνει και σε εσωκομματικό επίπεδο όταν ανακάλυψε τη λέξη «δημοψήφισμα».
Και όλα αυτά με «παλιά ξινά σταφύλια» ως επιχειρήματα, με τα οποία ασχολείται η Δικαιοσύνη. Όλη αυτή η υπερβολική και πέραν του δέοντος κλιμάκωση, που συνοδεύεται με χαρακτηρισμούς περί «αγέλης» κ.λπ., που παραπέμπει σε εποχές του 1980, το μόνο που θα κάνει τελικά θα είναι να συσπειρώσει την κυβέρνηση. Γιατί, όσο και αν κάποιοι ψηφοφόροι της ΝΔ είναι δυσαρεστημένοι με τις αποφάσεις του Μεγάρου Μαξίμου και με τη συμπεριφορά ορισμένων υπουργών, μπορούν να αντιληφθούν τον κίνδυνο να παραδοθεί η χώρα στα «νύχια» του δίδυμου Κασσελάκη - Ανδρουλάκη. Και ο κίνδυνος αυτός θα κάνει πολλούς να ξανασκεφθούν αν αξίζει τον κόπο η ψήφος διαμαρτυρίας προς τη ΝΔ. Οι ψηφοφόροι, από άγνοια, έκαναν το λάθος του 2015. Τώρα γνωρίζουν καλά. Κι επειδή γνωρίζουν, θα πράξουν ανάλογα. Άλλωστε οι λαοί δεν αυτοκτονούν, κάνοντας συνεχώς τα ίδια λάθη.
Η καλλιέργεια δυσμενούς κλίματος για την κυβέρνηση ενισχυόταν από την αδυναμία της να πατάξει το τέρας της ακρίβειας αλλά και από επί μέρους δυσλειτουργίες, άστοχες δηλώσεις και καθημερινά προβλήματα που ανέκυπταν, τα οποία ενίσχυαν τη δυσαρέσκεια προς την κυβέρνηση. Όλο αυτό το κλίμα λειτουργούσε αρνητικά, με αποτέλεσμα πολλοί ψηφοφόροι της ΝΔ να ασπάζονται το επιχείρημα της «χαλαρής ψήφου», το οποίο εύρισκε πρόσφορο έδαφος και λόγω του γεγονότος ότι οι ευρωεκλογές απέχουν τρία χρόνια από την ολοκλήρωση της τετραετίας.
Με αυτή τη λογική, βλέπαμε στις δημοσκοπήσεις η ΝΔ να έχει απώλεια έως και 5% στις δυνάμεις της, μέσα στον τελευταίο μήνα. Όλα αυτά, βέβαια, χωρίς τον ξενοδόχο. Ή μάλλον καλύτερα, χωρίς τους ξενοδόχους, που στη συγκεκριμένη περίπτωση τον ρόλο αυτό ανέλαβαν οι κύριοι Ανδρουλάκης και Κασσελάκης. Οι ανταγωνιστές της δεύτερης θέσης έσπευσαν ο μεν πρώτος να καταθέσει πρόταση μομφής κατά της κυβέρνησης και ο δεύτερος -επειδή ήθελε να πάει ένα βήμα πάρα πέρα- να ζητήσει εκλογές με την παρουσία… διεθνών παρατηρητών. Είναι γεγονός ότι ο κ. Ανδρουλάκης, θέλοντας να συσπειρώσει το κόμμα του και ελπίζοντας ότι θα «εισπράξει» πολιτικά από την διαπιστωμένη στις δημοσκοπήσεις λαϊκή άποψη περί κυβερνητικής αδράνειας στην υπόθεση των Τεμπών, προχώρησε στο ύστατο κοινοβουλευτικό βήμα, στην πρόταση μομφής. Ο δε κ. Κασσελάκης, βλέποντας ότι παίρνει τα ηνία των αντιδράσεων το ΠΑΣΟΚ, το τερμάτισε, αγνοώντας προφανώς τη σημασία των λέξεων που χρησιμοποιεί. Το ίδιο άλλωστε είχε κάνει και σε εσωκομματικό επίπεδο όταν ανακάλυψε τη λέξη «δημοψήφισμα».
Και όλα αυτά με «παλιά ξινά σταφύλια» ως επιχειρήματα, με τα οποία ασχολείται η Δικαιοσύνη. Όλη αυτή η υπερβολική και πέραν του δέοντος κλιμάκωση, που συνοδεύεται με χαρακτηρισμούς περί «αγέλης» κ.λπ., που παραπέμπει σε εποχές του 1980, το μόνο που θα κάνει τελικά θα είναι να συσπειρώσει την κυβέρνηση. Γιατί, όσο και αν κάποιοι ψηφοφόροι της ΝΔ είναι δυσαρεστημένοι με τις αποφάσεις του Μεγάρου Μαξίμου και με τη συμπεριφορά ορισμένων υπουργών, μπορούν να αντιληφθούν τον κίνδυνο να παραδοθεί η χώρα στα «νύχια» του δίδυμου Κασσελάκη - Ανδρουλάκη. Και ο κίνδυνος αυτός θα κάνει πολλούς να ξανασκεφθούν αν αξίζει τον κόπο η ψήφος διαμαρτυρίας προς τη ΝΔ. Οι ψηφοφόροι, από άγνοια, έκαναν το λάθος του 2015. Τώρα γνωρίζουν καλά. Κι επειδή γνωρίζουν, θα πράξουν ανάλογα. Άλλωστε οι λαοί δεν αυτοκτονούν, κάνοντας συνεχώς τα ίδια λάθη.