ekloges

Η ευθύνη των ηγετών για τα "γιλέκα της αποχής"

Άρθρο γνώμης

Όταν οι έξι στους δέκα πολίτες αρνούνται να πάνε να ψηφίσουν, υπάρχει ένα πρόβληµα που πρέπει να διερευνηθεί

επικράτηση του Μακρόν, και στις δύο προεδρικές εκλογές στις οποίες βγήκε νικητής, ήταν για τη Γαλλία πολιτική ανάγκη. Ήταν ένα πρόσωπο νέο, με επιτυχή υπουργική πορεία, πολλά υποσχόμενο στην ανάγκη ανανέωσης της πολιτικής ζωής της μεγαλύτερης δημοκρατίας της ΕΕ.

Στην πορεία της διακυβέρνησης της Γαλλίας από το νέο αυτό πρόσωπο έγιναν πολλά θετικά, αλλά υπήρξαν και πολλές αντιδράσεις. Η κοινωνία αντέδρασε σε αποφάσεις του, οι οποίες ίσως ήταν αναγκαίες, αλλά δεν είχε γίνει κατανοητή από τον λαό η αναγκαιότητά τους. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα το κίνημα των «κίτρινων γιλέκων» που «έκαψε» τη Γαλλία αλλά και τη δημοτικότητα του Γάλλου Προέδρου. Στην Ελλάδα η εκλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη στην πρωθυπουργία ήλθε ως αναγκαιότητα, για να ανακοπεί ο λαϊκισμός της Αριστεράς. Η αναγκαιότητα αυτή παρέμεινε ζωντανή και το 2023 και γι’ αυτό προέκυψε το ηχηρό μήνυμα του 41%.

Στις ευρωεκλογές, στη μεν Γαλλία οι ψηφοφόροι, αντιδρώντας στις πολιτικές Μακρόν, οδηγήθηκαν στην Ακροδεξιά της Λεπέν, ενώ στην Ελλάδα, κινούμενοι με μεγαλύτερη ωριμότητα, επέλεξαν την αποχή. Σίγουρα όμως, όταν οι 6 στους 10 ψηφοφόρους αρνούνται να πάνε να ψηφίσουν, υπάρχει ένα πρόβλημα που πρέπει να διερευνηθεί.

Ο πρωθυπουργός φαίνεται ότι το διερευνά. Και σωστά πράττει. Αν δεν είχε αυτή τη διάθεση της διερεύνησης, δεν θα έκανε καν την πεντάωρη Κοινοβουλευτική Ομάδα. Εκεί ακούστηκαν πολλά. Άλλα σωστά και άλλα υπερβολικά. Είναι χρέος του ιδίου του Κυριάκου Μητσοτάκη να τα διυλίσει και να αναζητήσει την πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα που δεν μπορεί να κρυφτεί ούτε από τα όμορφα λόγια αυλοκολάκων και τα πειθήνια «μάλιστα, κ. πρόεδρε» ούτε πίσω από επιθέσεις εναντίον όσων τόλμησαν και είπαν -έστω με υπερβολικό τρόπο- την άποψή τους.

Χρέος ωστόσο να πουν την άποψή τους είχαν και οι δύο πρώην πρωθυπουργοί της παράταξης. Το έπραξαν στην εκδήλωση στο Πολεμικό Μουσείο. Η κριτική που ασκήθηκε δεν είναι δυνατόν να αποδίδεται σε προσωπικά κίνητρα. Άλλωστε, ακόμα κι έτσι να ήταν, η άποψη δύο πρωθυπουργών έχει πάντοτε ενδιαφέρον και αξία. Μπορεί να ενόχλησαν, αλλά είχαν χρέος -με βάση όσα γνωρίζουν- να χτυπήσουν «καμπανάκια» και να πουν αυτά που πιστεύουν. Η λογική άλλωστε λέει ότι, όταν δύο εκλεγμένοι πρωθυπουργοί ασκούν κριτική, δεν το κάνουν γιατί είναι απλά πικραμένοι επειδή βρίσκονται στο περιθώριο, το πράττουν γιατί πιστεύουν ότι εκφράζουν ένα μέρος, τουλάχιστον, της κοινωνίας. Είναι αλήθεια ότι οι ηγέτες πρέπει να βαδίζουν πιο μπροστά από τις ανάγκες της κοινωνίας. Όπως, επίσης, αλήθεια είναι ότι, αν οι ηγέτες βαδίζουν δέκα βήματα μπροστά από την κοινωνία, τότε οι πολίτες δεν μπορούν να ακολουθήσουν. Πρέπει να βαδίζουν ένα ή δύο βήματα μπροστά, για να μπορεί και ο λαός να ακολουθεί.

Οι ηγέτες της Ευρώπης αλλά και στην Ελλάδα πρέπει να καταλάβουν ότι οι λαοί δεν τρελάθηκαν και στρέφονται προς τα δεξιά. Στρέφονται προς τη Δεξιά αναζητώντας ελπίδα. Το γεγονός ότι αυτή εκμεταλλεύεται τις αγωνίες και τις ελπίδες των λαών πρέπει να αναδειχθεί από τις δυνάμεις της λογικής και του ρεαλισμού, που οφείλουν να αγγίξουν -και να λύσουν- τα πραγματικά προβλήματα των πολιτών, και όχι μειοψηφικών μερίδων. Το φαινόμενο το έχουμε ξαναζήσει στη δεκαετία του ’70 και ’80 με τη στροφή προς τη λαϊκιστική Αριστερά. Η ευθύνη για τη στροφή της κοινωνίας δεν ανήκει στην κοινωνία, αλλά σε όσους πολιτεύονται και δεν μπορούν να την πείσουν για τη λάθος πορεία που ακολουθεί. Ας μην αναζητούν λοιπόν κάποιοι εχθρούς ή προσωπικά κίνητρα στην όποια κριτική. Ας αναζητήσουν τη βάση των επιχειρημάτων που εξέφρασαν και ας δώσουν με έργα πειστικές απαντήσεις, πριν εμφανιστεί και στην Ελλάδα κάποιος Ζορντάν Μπαρντελά και βρουν «στέγη» τα «γιλέκα της αποχής».

Ο κ. Κοντογιάννης είναι δημοσιογράφος και πρώην βουλευτής ΝΔ

*Δημοσιεύτηκε στην «Απογευματινή»