Πανηγυρίζει το υπουργείο Παιδείας -και καλά κάνει για τη θεσμοθέτηση του ψηφιακού φροντιστηρίου, το οποίο θα δώσει τη δυνατότητα πρόσθετων ωρών διδασκαλίας, ειδικά σε μαθητές που δεν έχουν την οικονομική ευχέρεια να πάνε φροντιστήριο. Σίγουρα πρόκειται για μια πράξη με βαθύ κοινωνικό περιεχόμενο.

Ωστόσο, δεν πρέπει να παραβλέψουμε ότι αυτή η απόφαση υποδηλώνει και την αποτυχία του εκπαιδευτικού συστήματος στη χώρα μας.

Είναι δεδομένο ότι οι νέοι μας δεν μαθαίνουν στα σχολεία. Οι απαιτήσεις για να μπουν στα πανεπιστήμια είναι μεγάλες και δεν μπορούν να καλυφθούν από τα σχολεία.

Συνεπώς, τα φροντιστήρια, η παραπαιδεία, είναι επιβεβλημένη. Και επειδή το κράτος θέλει να δώσει ευκαιρία και στους μη έχοντες οικονομικές δυνατότητες, θεσμοθετεί το ίδιο διαδικτυακά φροντιστήρια.

Θα διαπιστώσει κανείς ότι λύσεις αυτού του είδους είναι εμβαλωματικές και ότι θα ήταν πιο σωστό να διορθώσουμε τα κακώς κείμενα στον χώρο της Εκπαίδευσης. Να αποκτούν, επιτέλους, πραγματική παιδεία τα παιδιά μας και όχι να παπαγαλίζουν συγκεκριμένα αποσπάσματα από τη διδακτική ύλη για να γράψουν καλά στις εισαγωγικές εξετάσεις. Η διαπίστωση είναι σωστή, αλλά απαιτεί χρόνο.

Το μέτρο του ψηφιακού φροντιστηρίου θα αποδειχθεί σωστό μόνο αν παράλληλα με αυτό ξεκινήσουν βαθιές αλλαγές στον χώρο της Εκπαίδευσης.

Όχι μόνο στον τρόπο διδασκαλίας αλλά και στο περιεχόμενο διδασκαλίας. Ζητήματα που πρέπει να δει σε βάθος ο αρμόδιος υπουργός, ο οποίος και γνώσεις έχει αλλά και βούληση φαίνεται να διαθέτει. Για να συμβεί αυτό, όμως, θα πρέπει να μπορούν και οι εκπαιδευτικοί να συμβάλουν. Θα πρέπει να διαθέτουν την ανάλογη παιδεία.

Που σημαίνει πρόσθετη εκπαίδευση, όχι μόνο σε επίπεδο γνώσεων αλλά και σε επίπεδο προσέγγισης των μαθητών. Κυρίως πρέπει να συνειδητοποιήσουν οι ίδιοι ότι δεν είναι δημόσιοι υπάλληλοι, αλλά δάσκαλοι με την αρχαία έννοια του όρου. Η συμμετοχή τους, όμως, σε μια διαδικασία ενίσχυσης των γνώσεών τους και του τρόπου εκπαίδευσης θα πρέπει να συνεπάγεται πρόσθετα οικονομικά κίνητρα.

Γιατί, κακά τα ψέματα. Όλα καταλήγουν στα οικονομικά. Οι αλλαγές στον τρόπο και το περιεχόμενο διδασκαλίας είναι επιβεβλημένες από τη στιγμή που θα λειτουργήσουν και ιδιωτικά ΑΕΙ, καθώς πρέπει να αλλάξει ο τρόπος εισαγωγής στα δημόσια πανεπιστήμια, τα οποία, για να μείνουν ανταγωνιστικά, θα πρέπει να επιλέγουν τους πραγματικά άριστους. Και ο σημερινός τρόπος εισαγωγής στα ΑΕΙ μπορεί να είναι αδιάβλητος, όμως δεν διασφαλίζει την είσοδο σε αυτά των αρίστων, αλλά μόνο των ικανών στην απομνημόνευση. Και αυτό έχει τεράστια διαφορά.

Η Παιδεία είναι το μέλλον για τον Ελληνισμό. Και σε αυτή οφείλει να επενδύσει τα πάντα η κυβέρνηση.

*Ο κ. Κοντογιάννης είναι δημοσιογράφος και πρώην βουλευτής ΝΔ

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 18/09/2024