Ο λαός στην αντιπολίτευση και ο ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία.
Η άποψη της Μ. Μπαζιάνα «πήραμε την κυβέρνηση, αλλά όχι την εξουσία», την οποία επανέλαβε πρόσφατα και ο σύζυγος της Α. Τσίπρας, είναι πέρα για πέρα αναληθής και θα εξηγήσουμε τον ισχυρισμό μας. Τον Σεπτέμβρη του 2015 ο ΣΥΡΙΖΑ – και αυτό είναι κάτι που παραδόξως ουδείς επισημαίνει στον δημόσιο διάλογο- πέτυχε για πρώτη φορά στα κοινοβουλευτικά χρονικά της μεταπολίτευσης να «καβατζάρει» την εξουσία, διαφεντεύοντας τις τύχες της χώρας και του ελληνικού λαού για τέσσερα συναπτά έτη με ανορθόδοξες μεθόδους. Ο ελληνικός λαός τον Σεπτέμβρη του 2015 δεν έδωσε καθαρή εντολή στον κ.Τσίπρα, που ακόμα πουλάει τρέλα με το να υποστηρίζει ότι τάχα μου οι πολίτες τότε με την ψήφο τους «νομιμοποίησαν» την πολιτική του και το πρόγραμμα του για να συνεχίσει. Και δεν ήταν μόνο η οικονομία, αλλά και τα εθνικά θέματα.
Αν οι εκλογές το Σεπτέμβρη του 2015 δεν είχαν προκηρυχθεί εσπευσμένα -και με απόκρυψη του προγραμματικών θέσεων της αριστεράς σε σχέση με άλλα ζητήματα- αμέσως μετά την ψήφιση του τρίτου μνημονίου, σίγουρα το αποτέλεσμα θα ήταν ακόμη χειρότερο. Ο ΣΥΡΙΖΑ με την βοήθεια του «αμαρτωλού» μπόνους των 50 εδρών κέρδισε 145 έδρες στις εθνικές εκλογές του Σεπτέμβρη του 2015, ενώ υπήρξε και ρεκόρ αποχής από τις κάλπες που έφτασε κοντά στο 44%. Επίσης αν υποθέσουμε πως με το ψευδεπίγραφο δημοψήφισμα που έστησαν με τον συνέταιρο του Π. Καμμένο στις 5 Ιουλίου του 2015 είχαν μαζί τους το 61% του ελληνικού λαού που ψήφισε «όχι» στις κάλπες τότε εύκολα μπορεί να συμπεράνει κανείς πως η αρχή του τέλους για την «παρεοκρατία» του Μεγάρου Μαξίμου και της Κουμουνδούρου δεν ξεκίνησε με την ήττα τους στις ευρωπαϊκές εκλογές του 2019, αλλά το Σεπτέμβρη του 2015. Με βάση τα παραπάνω η χώρα για τέσσερα χρόνια πορεύτηκε ως εξής: «Με το λαό στην αντιπολίτευση και τον ΣΥΡΙΖΑ γατζωμένο» στην εξουσία.
Ο ΣΥΡΙΖΑ προσέρχεται στις κάλπες της 7ης Ιουλίου ηττημένος από τον Σεπτέμβρη του 2015 και αυτό όσοι κάνουν πως δεν το βλέπουν στο κυβερνών κόμμα είναι επειδή ακριβώς τους τύφλωσε η εξουσία που ήταν το μόνο λάφυρο που κέρδισαν σε βάρος της δημοκρατίας και της λαϊκής βούλησης. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ, όπως θέλει να μας πείσει το πρωθυπουργικό ζεύγος είχε μόνο την κυβέρνηση, αλλά όχι την εξουσία, με μαθηματική ακρίβεια και κυρίως με τους κανόνες της κοινοβουλευτικής ηθικής και της δημοκρατικής δεοντολογίας θα έπρεπε να είχε προσφύγει αναγκαστικά στην ετυμηγορία του ελληνικού λαού δυο χρόνια νωρίτερα. Φυσικά όσο δεν τους έσκιαζε η φοβέρα του ελληνικού λαού, καθώς από το Σεπτέμβρη του 2015 και μετά οι κάλπες έκλεισαν για μια τετραετία, έκαναν τα πάντα για να μην πέσουν από την κυβέρνηση διότι είχαν καταφέρει να «αρπάξουν» την εξουσία.
Να κυβερνούν δηλαδή με «δανεικούς» βουλευτές» δίχως να τρέχει κάστανο, να έχουν ταυτόχρονα τον απόλυτο έλεγχο της πλειοψηφίας των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, τα οποία με τη στάση τους «νομιμοποιούσαν» επικοινωνιακά κάθε αντικανονική κίνηση της κυβέρνησης, να χρησιμοποιούν τη δικαιοσύνη ως όπλο για τον εκβιασμό των πολιτικών τους αντιπάλων ή φόβητρο κατά επιχειρηματιών μέχρις ότου αυτοί υποκύψουν στις απαιτήσεις τους, να λαφυραγωγούν στο κράτος, στήνοντας «αχρείαστες» υπηρεσίες, ώστε να βολεύουν φίλους και συγγενείς, να ζουν το μύθο της εξουσίας σε πολυτελή κότερα εφοπλιστών, που μαζί «γιαλό γιαλό πηγαίνανε» και κάνανε πως «κλαίγανε» τάχα μου για το εθνικό συμφέρον. Το χειρότερο?
Να μην δίνουν λογαριασμό σε κανέναν για τον τρόπο που αντιμετωπίζουν τα εθνικά θέματα, τα οποία εκ των υστέρων αποδεικνύεται πως άλλοι τα «διαχειρίζονται» γιατί στο πρόσωπα της σημερινής διακυβέρνησης δεν βρήκαν μόνο τους «χρήσιμους ηλίθιους» της νεώτερης ελληνικής ιστορίας, αλλά μια δράκα «μπόσικων» και διψασμένων για εξουσία ανθρώπων.
Αν οι εκλογές το Σεπτέμβρη του 2015 δεν είχαν προκηρυχθεί εσπευσμένα -και με απόκρυψη του προγραμματικών θέσεων της αριστεράς σε σχέση με άλλα ζητήματα- αμέσως μετά την ψήφιση του τρίτου μνημονίου, σίγουρα το αποτέλεσμα θα ήταν ακόμη χειρότερο. Ο ΣΥΡΙΖΑ με την βοήθεια του «αμαρτωλού» μπόνους των 50 εδρών κέρδισε 145 έδρες στις εθνικές εκλογές του Σεπτέμβρη του 2015, ενώ υπήρξε και ρεκόρ αποχής από τις κάλπες που έφτασε κοντά στο 44%. Επίσης αν υποθέσουμε πως με το ψευδεπίγραφο δημοψήφισμα που έστησαν με τον συνέταιρο του Π. Καμμένο στις 5 Ιουλίου του 2015 είχαν μαζί τους το 61% του ελληνικού λαού που ψήφισε «όχι» στις κάλπες τότε εύκολα μπορεί να συμπεράνει κανείς πως η αρχή του τέλους για την «παρεοκρατία» του Μεγάρου Μαξίμου και της Κουμουνδούρου δεν ξεκίνησε με την ήττα τους στις ευρωπαϊκές εκλογές του 2019, αλλά το Σεπτέμβρη του 2015. Με βάση τα παραπάνω η χώρα για τέσσερα χρόνια πορεύτηκε ως εξής: «Με το λαό στην αντιπολίτευση και τον ΣΥΡΙΖΑ γατζωμένο» στην εξουσία.
Ο ΣΥΡΙΖΑ προσέρχεται στις κάλπες της 7ης Ιουλίου ηττημένος από τον Σεπτέμβρη του 2015 και αυτό όσοι κάνουν πως δεν το βλέπουν στο κυβερνών κόμμα είναι επειδή ακριβώς τους τύφλωσε η εξουσία που ήταν το μόνο λάφυρο που κέρδισαν σε βάρος της δημοκρατίας και της λαϊκής βούλησης. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ, όπως θέλει να μας πείσει το πρωθυπουργικό ζεύγος είχε μόνο την κυβέρνηση, αλλά όχι την εξουσία, με μαθηματική ακρίβεια και κυρίως με τους κανόνες της κοινοβουλευτικής ηθικής και της δημοκρατικής δεοντολογίας θα έπρεπε να είχε προσφύγει αναγκαστικά στην ετυμηγορία του ελληνικού λαού δυο χρόνια νωρίτερα. Φυσικά όσο δεν τους έσκιαζε η φοβέρα του ελληνικού λαού, καθώς από το Σεπτέμβρη του 2015 και μετά οι κάλπες έκλεισαν για μια τετραετία, έκαναν τα πάντα για να μην πέσουν από την κυβέρνηση διότι είχαν καταφέρει να «αρπάξουν» την εξουσία.
Να κυβερνούν δηλαδή με «δανεικούς» βουλευτές» δίχως να τρέχει κάστανο, να έχουν ταυτόχρονα τον απόλυτο έλεγχο της πλειοψηφίας των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, τα οποία με τη στάση τους «νομιμοποιούσαν» επικοινωνιακά κάθε αντικανονική κίνηση της κυβέρνησης, να χρησιμοποιούν τη δικαιοσύνη ως όπλο για τον εκβιασμό των πολιτικών τους αντιπάλων ή φόβητρο κατά επιχειρηματιών μέχρις ότου αυτοί υποκύψουν στις απαιτήσεις τους, να λαφυραγωγούν στο κράτος, στήνοντας «αχρείαστες» υπηρεσίες, ώστε να βολεύουν φίλους και συγγενείς, να ζουν το μύθο της εξουσίας σε πολυτελή κότερα εφοπλιστών, που μαζί «γιαλό γιαλό πηγαίνανε» και κάνανε πως «κλαίγανε» τάχα μου για το εθνικό συμφέρον. Το χειρότερο?
Να μην δίνουν λογαριασμό σε κανέναν για τον τρόπο που αντιμετωπίζουν τα εθνικά θέματα, τα οποία εκ των υστέρων αποδεικνύεται πως άλλοι τα «διαχειρίζονται» γιατί στο πρόσωπα της σημερινής διακυβέρνησης δεν βρήκαν μόνο τους «χρήσιμους ηλίθιους» της νεώτερης ελληνικής ιστορίας, αλλά μια δράκα «μπόσικων» και διψασμένων για εξουσία ανθρώπων.