Οι κυρ Παντελήδες της Αριστεράς
Τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης ο κίνδυνος η χώρα να διολισθήσει εκ νέου σε αυταρχικές μεθόδους διακυβέρνησης πολλαπλασιαζόταν όσο οι αμετανόητοι νοσταλγοί της χούντας απειλούσαν Δεξιά και Αριστερά τον κόσμο πως η «χακί επανάσταση» στην Ελλάδα δεν τέλειωσε το 1973 και αργά ή γρήγορα θα επανέλθουν στα πράγματα και τότε κάθε «δημοκρατικός» κατεργάρης θα χωθεί πάλι στον πάγκο του για να ξαναδώσει λογαριασμό στο καθεστώς.
Ευτυχώς που εκείνη την εποχή ο ηθοποιός Νίκος Καλογερόπουλος, που εμπνεύστηκε την ωδή προς την αθυροστομία του Γεωργίου Καραϊσκάκη με τον «πιασάρικο» τίτλο «όταν γυρίσω θα σας γαμήσω», έκανε οντισιόν για την ταινία του Νίκου Περάκη «Λούφα και Παραλλαγή», που στόχο είχε να διακωμωδήσει την περίοδο της δικτατορίας.
Διαφορετικά τα «σταγονίδια» της χούντας, που διψούσαν για εκδίκηση και τιμωρία μέσα από την παλινόρθωση της χαμένης τους εξουσίας, θα είχαν κάνει τον ήρωα της ελληνικής επανάστασης σημαιοφόρο της ρεβανσιστικής τους προπαγάνδας, όπως συμβαίνει σήμερα με τους «κυρ Παντελήδες» της Αριστεράς, τύπου Παύλου Πολάκη, Σωτήρη Καψώχα, Μυρσίνης Βουνάτσου, Ρένας Δούρου, Θανάση Καρτερού, Στέλιου Κούλογλου και πολλών ακόμη, που κακώς χαρακτηρίζονται «μισάνθρωποι» με αυτά που λένε ή γράφουν και εκτίθενται δημοσίως.
Η ειδοποιός διαφορά, άρα και το πρόβλημα, ανάμεσα στους «κυρ Παντελήδες» της τρισκατάρατης αστικής τάξης των νοικοκυραίων και στους «κυρ Παντελήδες» της Αριστεράς, είναι πως οι μεν πρώτοι «κοίταγαν τη φτώχεια τους και δεν ενοχλούσαν κανέναν», καθώς οι φιλοδοξίες τους περιορίζονταν σε λογικές «μεροδούλι μεροφάι» και μια καλύτερη ζωή για τα παιδιά και τα εγγόνια τους, ενώ οι δεύτεροι έγιναν ευθύς, πίνοντας ακατάπαυστα και λαίμαργα το εφήμερο ούζο της εξουσίας, «βασιλιάς δικτάτορας, θεός και κοσμοκράτορας», αρχηγόπουλα και συμπλεγματικοί τιμωροί με λογικές «βαθιά ψυχή» και άλλες μισαλλόδοξες ονειρώξεις.
Με αποτέλεσμα την δημοκρατική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ στις τελευταίες εθνικές εκλογές να μη μπορούν να τη διαχειριστούν φυσιολογικά και τίμια ως «απλοί θνητοί», είτε έχοντας την ιδιότητα του πολιτικού, του παρατρεχάμενου κομματικού παράγοντα ή ακόμη και του «έμμισθου» τρολοδημοσιογράφου.
Οι απειλές θα «λογαριαστούμε αργότερα» θα πρέπει πλέον να αποκωδικοποιηθούν από την σκοπιά της απύθμενης αλαζονείας που απέκτησαν τα πέντε χρόνια που ο ελληνικός λαός, δηλαδή οι «κυρ Παντελήδες» της μεσαίας τάξης, τους εμπιστεύτηκε το τιμόνι της χώρας. Η διαφορά είναι πως τέτοιου είδους πολιτικές αλλαγές η ελληνική κοινωνία στο παρελθόν τις είχε κάνει αλλεπάλληλες φορές με δημοκρατικό τρόπο και συνήθως οι ηγέτες των κομμάτων που είχαν βιώσει την απόρριψη των πολιτών αποδέχονταν την λαική ετυμηγορία, επιλέγοντας να πάνε στα σπίτια τους, ενώ όσοι τους διαδέχονταν φρόντιζαν αποκαταστήσουν τη σχέση τους με το εκλογικό σώμα με όρους προγραμματικής πειθούς και στο πλαίσιο μιας στοιχειώδους δεοντολογίας έναντι των πολιτικών αντιπάλων τους. Και αν καμιά φορά, έστω και ένα μικρομεσαίο στέλεχος τους, υπερέβαινε τα εσκαμμένα τότε ο σεβασμός απέναντι στον θιγόμενο πολιτικό αντίπαλο αποδιδόταν με την προσήκουσα ενέργεια. Την επιβολή πειθαρχικής ποινής, δηλαδή διαγραφή. Όλα τα παραπάνω ήταν και παραμένουν άγνωστες έννοιες για τον ΣΥΡΙΖΑ, καθώς ο κώδικας δεοντολογίας που προβλέπεται για τα στελέχη του κόμματος του, ενεργοποιείται μόνο στις περιπτώσεις που μπορεί να προσβάλλουν σε ατομικό επίπεδο τον αρχηγό ή να αμφισβητήσουν τα «θέσφατα» της κεντρικής γραμμής της Κουμουνδούρου. Δεν ξέρω αν θυμάστε αλλά η μοναδική φορά που ο ΣΥΡΙΖΑ «έβγαλε» στην αναφορά του κομματικού αποσπάσματος στέλεχος του ήταν στην περίπτωση μιας δημοσιογράφου, η οποία ήταν μέλος σε οργάνωση του, αλλά επειδή δεν τα «έγραψε καλά» στο μέσο που εργαζόταν, κλήθηκε σε απολογία. Άλλωστε την εποχή που αισθάνονταν «θεοί και αυτοκράτορες» είχαν στήσει δεκάδες προπαγανδιστικούς μηχανισμούς με σκοπό να «φυσιολογικοποιήσουν» τα αδιανόητα και τα ξεδιάντροπα που συνέβαιναν επί των ημερών τους, ώστε οι «κυρ Παντελήδες» της κοινής γνώμης, δηλαδή οι ευκολόπιστοι που τους είχαν εμπιστευτεί, να τρώνε αμάσητο τον «επικοινωνιακό» σανό που τους σέρβιραν.
Βλέπετε είχαν «ξεπουλήσει» όλη την πραμάτεια του «ηθικού πλεονεκτήματος» σε όλα τα μήκη και τα πλάτη των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης με αποτέλεσμα ακόμη και όταν τους έπιαναν με τη γίδα στην πλάτη να έχουν την δυνατότητα να αλλάξουν το αφήγημα της ιστορίας, παριστάνοντας τους «αθώους» της λεηλασίας, των εκβιασμών και των απειλών που είχαν διαπράξει απέναντι σε όσους αποκάλυπταν τα ψεύδη και την υποκρισία τους.
Στο τέλος όμως την πάτησαν διότι την αθόρυβη στάση της κοινής γνώμης απέναντι στην «αναμετάδοση» της ηθικολογικής τους φλυαρίας από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, τα οποία είχαν καταφέρει να ελέγξουν σε απόλυτο σχεδόν βαθμό, την αξιολόγησαν ως «συγκαταβατική ακρόαση» και «σιωπηρή επικρότηση» των ενεργειών τους, ακόμη και αν αυτές είχαν αρχίσει να παρουσιάζουν συμπτώματα ιδεολογικής κατάπτωσης και πολιτικής εξαχρείωσης, ειδικά την περίοδο που στο εσωτερικό της διακυβέρνησης έλυνε και έδενε ο Πάνος Καμμένος και όσοι τυχοδιώκτες βρέθηκαν μαζί του στο ιστορικό ραντεβού της σάρας και της μάρας του αντιμνημονιακού ανενδότου.
Με βάση λοιπόν τα παραπάνω η απάντηση στη, χουντικής εμπνεύσεως, πολύμορφη απειλή «θα λογαριαστούμε μετά» ή όταν «γυρίσουμε θα σας απαυτόσουμε» θα πρέπει να δοθεί σε «συγκριτικό» επίπεδο αναφορικά με τις δοκιμασίες που βιώνει η χώρα μας.
Αν λοιπόν η κρίση της πανδημίας είχε ξεσπάσει επί των ημερών του ΣΥΡΙΖΑ και διευθυντής του πρωθυπουργικού γραφείου του Αλέξη Τσίπρα ήταν ο Θανάσης Καρτερός το πιθανότερο είναι πως θα τον συμβούλευε να δώσει εκατομμύρια ευρώ στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, κυρίως στο Documento του Κώστα Βαξεβάνη, ώστε να προπαγανδίσει την πολιτική άποψη πως η ελληνική κοινότητα δεν απειλείται από τον εργαστηριακά κατασκευασμένο νεοκοροναιό, ο οποίος θα χαρακτηριζόταν ως μια ασύμμετρη προβοκάτσια των ΗΠΑ σε βάρος της «Κομμουνιστικής Κίνας», ώστε να απειληθεί και η συμμετοχή του ΣΥΡΙΖΑ στο οικονομικό σχέδιο ο «δρόμος του Μεταξιού».
Άλλωστε ο Θανάσης Καρτερός διακρίνεται για την διορατική του σκέψη και την πολυσύνθετη κρίση του απέναντι στα γεγονότα από την εποχή που βρισκόταν στην ηγετική ομάδα του Ριζοσπάστη και έβλεπε «πανηγύρια» του χάρου τα παιχνίδια με την έκρηξη στο Τσέρνομπιλ, όπου συνιστούσε στον κόσμο να τρώει ανεπιφύλακτα μαρούλια και να μην ακούει το ειδικούς που έκρουαν τον κώδωνα του κινδύνου για τις επιπτώσεις της ραδιενέργειας.
Από την άλλη αν αναπληρωτής υπουργός Υγείας ήταν ο Παύλος Πολάκης, όπως έκανε και στο Μάτι τον ανίδεο μπροστά στις κάμερες για τους νεκρούς που είχαμε στην περιοχή από τις πρώτες ώρες της πυρκαγιάς, το ίδιο θα έπραττε και με τον κοροναϊό. Αν στο Μάτι η αντίληψη ήταν πως «εκεί μένουν πλούσιοι» και καλά να πάθουν ή πως θα πρέπει να απολογηθούν, όπως έλεγε και ο φίλος του ο Καμμένος επειδή είχαν χτίσει παράνομα, στην περίπτωση του κοροναιού θα επιχειρούσε να πείσει την κοινή γνώμη πως το συγκεκριμένο νόσημα έχει ταξικό πρόσημο, διότι χτυπάει τους εύπορους και τους πλουσίους ή όσους τέλος πάντων έχουν την οικονομική δυνατότητα να ταξιδέψουν εκτός συνόρων.
Αν ο Νίκος Παππάς ήταν υπουργός Ψηφιακής Πολιτικής θα έδινε συνέντευξη τύπου, όπου θα παρουσίαζε χάρτες από δορυφόρο, στους οποίους θα απεικονίζονταν οι σκιές «Αμερικανών Πρακτόρων» να ταΐζουν νυχτερίδες στην Γιουχάν της Κίνας με μπανάνες «εμποτισμένες» από κοροναιό.
Και αν εν τω μεταξύ οι νεκροί πολλαπλασιάζονταν στη χώρα μας και δεν μπορούσαν να τους κρύψουν με παραπλανητικούς ισχυρισμούς οι πολιτικοί επιστήμονες της Αριστεράς, τότε κάθε απόγευμα στην ΕΡΤ αντί για τον Χαρδαλιά και τον Τσιόδρα, θα βλέπαμε την Ακριβοπούλου με τον Καψώχα να μας εξηγούν πως αν ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν συμμετείχε στο παρελθόν στην απαξίωση του Εθνικού Συστήματος Υγείας σήμερα η χώρα δεν θα ήταν αθωράκιστη απέναντι στην πανδημία του κοροναιού.
Ευτυχώς που εκείνη την εποχή ο ηθοποιός Νίκος Καλογερόπουλος, που εμπνεύστηκε την ωδή προς την αθυροστομία του Γεωργίου Καραϊσκάκη με τον «πιασάρικο» τίτλο «όταν γυρίσω θα σας γαμήσω», έκανε οντισιόν για την ταινία του Νίκου Περάκη «Λούφα και Παραλλαγή», που στόχο είχε να διακωμωδήσει την περίοδο της δικτατορίας.
Διαφορετικά τα «σταγονίδια» της χούντας, που διψούσαν για εκδίκηση και τιμωρία μέσα από την παλινόρθωση της χαμένης τους εξουσίας, θα είχαν κάνει τον ήρωα της ελληνικής επανάστασης σημαιοφόρο της ρεβανσιστικής τους προπαγάνδας, όπως συμβαίνει σήμερα με τους «κυρ Παντελήδες» της Αριστεράς, τύπου Παύλου Πολάκη, Σωτήρη Καψώχα, Μυρσίνης Βουνάτσου, Ρένας Δούρου, Θανάση Καρτερού, Στέλιου Κούλογλου και πολλών ακόμη, που κακώς χαρακτηρίζονται «μισάνθρωποι» με αυτά που λένε ή γράφουν και εκτίθενται δημοσίως.
Η ειδοποιός διαφορά, άρα και το πρόβλημα, ανάμεσα στους «κυρ Παντελήδες» της τρισκατάρατης αστικής τάξης των νοικοκυραίων και στους «κυρ Παντελήδες» της Αριστεράς, είναι πως οι μεν πρώτοι «κοίταγαν τη φτώχεια τους και δεν ενοχλούσαν κανέναν», καθώς οι φιλοδοξίες τους περιορίζονταν σε λογικές «μεροδούλι μεροφάι» και μια καλύτερη ζωή για τα παιδιά και τα εγγόνια τους, ενώ οι δεύτεροι έγιναν ευθύς, πίνοντας ακατάπαυστα και λαίμαργα το εφήμερο ούζο της εξουσίας, «βασιλιάς δικτάτορας, θεός και κοσμοκράτορας», αρχηγόπουλα και συμπλεγματικοί τιμωροί με λογικές «βαθιά ψυχή» και άλλες μισαλλόδοξες ονειρώξεις.
Με αποτέλεσμα την δημοκρατική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ στις τελευταίες εθνικές εκλογές να μη μπορούν να τη διαχειριστούν φυσιολογικά και τίμια ως «απλοί θνητοί», είτε έχοντας την ιδιότητα του πολιτικού, του παρατρεχάμενου κομματικού παράγοντα ή ακόμη και του «έμμισθου» τρολοδημοσιογράφου.
Οι απειλές θα «λογαριαστούμε αργότερα» θα πρέπει πλέον να αποκωδικοποιηθούν από την σκοπιά της απύθμενης αλαζονείας που απέκτησαν τα πέντε χρόνια που ο ελληνικός λαός, δηλαδή οι «κυρ Παντελήδες» της μεσαίας τάξης, τους εμπιστεύτηκε το τιμόνι της χώρας. Η διαφορά είναι πως τέτοιου είδους πολιτικές αλλαγές η ελληνική κοινωνία στο παρελθόν τις είχε κάνει αλλεπάλληλες φορές με δημοκρατικό τρόπο και συνήθως οι ηγέτες των κομμάτων που είχαν βιώσει την απόρριψη των πολιτών αποδέχονταν την λαική ετυμηγορία, επιλέγοντας να πάνε στα σπίτια τους, ενώ όσοι τους διαδέχονταν φρόντιζαν αποκαταστήσουν τη σχέση τους με το εκλογικό σώμα με όρους προγραμματικής πειθούς και στο πλαίσιο μιας στοιχειώδους δεοντολογίας έναντι των πολιτικών αντιπάλων τους. Και αν καμιά φορά, έστω και ένα μικρομεσαίο στέλεχος τους, υπερέβαινε τα εσκαμμένα τότε ο σεβασμός απέναντι στον θιγόμενο πολιτικό αντίπαλο αποδιδόταν με την προσήκουσα ενέργεια. Την επιβολή πειθαρχικής ποινής, δηλαδή διαγραφή. Όλα τα παραπάνω ήταν και παραμένουν άγνωστες έννοιες για τον ΣΥΡΙΖΑ, καθώς ο κώδικας δεοντολογίας που προβλέπεται για τα στελέχη του κόμματος του, ενεργοποιείται μόνο στις περιπτώσεις που μπορεί να προσβάλλουν σε ατομικό επίπεδο τον αρχηγό ή να αμφισβητήσουν τα «θέσφατα» της κεντρικής γραμμής της Κουμουνδούρου. Δεν ξέρω αν θυμάστε αλλά η μοναδική φορά που ο ΣΥΡΙΖΑ «έβγαλε» στην αναφορά του κομματικού αποσπάσματος στέλεχος του ήταν στην περίπτωση μιας δημοσιογράφου, η οποία ήταν μέλος σε οργάνωση του, αλλά επειδή δεν τα «έγραψε καλά» στο μέσο που εργαζόταν, κλήθηκε σε απολογία. Άλλωστε την εποχή που αισθάνονταν «θεοί και αυτοκράτορες» είχαν στήσει δεκάδες προπαγανδιστικούς μηχανισμούς με σκοπό να «φυσιολογικοποιήσουν» τα αδιανόητα και τα ξεδιάντροπα που συνέβαιναν επί των ημερών τους, ώστε οι «κυρ Παντελήδες» της κοινής γνώμης, δηλαδή οι ευκολόπιστοι που τους είχαν εμπιστευτεί, να τρώνε αμάσητο τον «επικοινωνιακό» σανό που τους σέρβιραν.
Βλέπετε είχαν «ξεπουλήσει» όλη την πραμάτεια του «ηθικού πλεονεκτήματος» σε όλα τα μήκη και τα πλάτη των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης με αποτέλεσμα ακόμη και όταν τους έπιαναν με τη γίδα στην πλάτη να έχουν την δυνατότητα να αλλάξουν το αφήγημα της ιστορίας, παριστάνοντας τους «αθώους» της λεηλασίας, των εκβιασμών και των απειλών που είχαν διαπράξει απέναντι σε όσους αποκάλυπταν τα ψεύδη και την υποκρισία τους.
Στο τέλος όμως την πάτησαν διότι την αθόρυβη στάση της κοινής γνώμης απέναντι στην «αναμετάδοση» της ηθικολογικής τους φλυαρίας από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, τα οποία είχαν καταφέρει να ελέγξουν σε απόλυτο σχεδόν βαθμό, την αξιολόγησαν ως «συγκαταβατική ακρόαση» και «σιωπηρή επικρότηση» των ενεργειών τους, ακόμη και αν αυτές είχαν αρχίσει να παρουσιάζουν συμπτώματα ιδεολογικής κατάπτωσης και πολιτικής εξαχρείωσης, ειδικά την περίοδο που στο εσωτερικό της διακυβέρνησης έλυνε και έδενε ο Πάνος Καμμένος και όσοι τυχοδιώκτες βρέθηκαν μαζί του στο ιστορικό ραντεβού της σάρας και της μάρας του αντιμνημονιακού ανενδότου.
Με βάση λοιπόν τα παραπάνω η απάντηση στη, χουντικής εμπνεύσεως, πολύμορφη απειλή «θα λογαριαστούμε μετά» ή όταν «γυρίσουμε θα σας απαυτόσουμε» θα πρέπει να δοθεί σε «συγκριτικό» επίπεδο αναφορικά με τις δοκιμασίες που βιώνει η χώρα μας.
Αν λοιπόν η κρίση της πανδημίας είχε ξεσπάσει επί των ημερών του ΣΥΡΙΖΑ και διευθυντής του πρωθυπουργικού γραφείου του Αλέξη Τσίπρα ήταν ο Θανάσης Καρτερός το πιθανότερο είναι πως θα τον συμβούλευε να δώσει εκατομμύρια ευρώ στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, κυρίως στο Documento του Κώστα Βαξεβάνη, ώστε να προπαγανδίσει την πολιτική άποψη πως η ελληνική κοινότητα δεν απειλείται από τον εργαστηριακά κατασκευασμένο νεοκοροναιό, ο οποίος θα χαρακτηριζόταν ως μια ασύμμετρη προβοκάτσια των ΗΠΑ σε βάρος της «Κομμουνιστικής Κίνας», ώστε να απειληθεί και η συμμετοχή του ΣΥΡΙΖΑ στο οικονομικό σχέδιο ο «δρόμος του Μεταξιού».
Άλλωστε ο Θανάσης Καρτερός διακρίνεται για την διορατική του σκέψη και την πολυσύνθετη κρίση του απέναντι στα γεγονότα από την εποχή που βρισκόταν στην ηγετική ομάδα του Ριζοσπάστη και έβλεπε «πανηγύρια» του χάρου τα παιχνίδια με την έκρηξη στο Τσέρνομπιλ, όπου συνιστούσε στον κόσμο να τρώει ανεπιφύλακτα μαρούλια και να μην ακούει το ειδικούς που έκρουαν τον κώδωνα του κινδύνου για τις επιπτώσεις της ραδιενέργειας.
Από την άλλη αν αναπληρωτής υπουργός Υγείας ήταν ο Παύλος Πολάκης, όπως έκανε και στο Μάτι τον ανίδεο μπροστά στις κάμερες για τους νεκρούς που είχαμε στην περιοχή από τις πρώτες ώρες της πυρκαγιάς, το ίδιο θα έπραττε και με τον κοροναϊό. Αν στο Μάτι η αντίληψη ήταν πως «εκεί μένουν πλούσιοι» και καλά να πάθουν ή πως θα πρέπει να απολογηθούν, όπως έλεγε και ο φίλος του ο Καμμένος επειδή είχαν χτίσει παράνομα, στην περίπτωση του κοροναιού θα επιχειρούσε να πείσει την κοινή γνώμη πως το συγκεκριμένο νόσημα έχει ταξικό πρόσημο, διότι χτυπάει τους εύπορους και τους πλουσίους ή όσους τέλος πάντων έχουν την οικονομική δυνατότητα να ταξιδέψουν εκτός συνόρων.
Αν ο Νίκος Παππάς ήταν υπουργός Ψηφιακής Πολιτικής θα έδινε συνέντευξη τύπου, όπου θα παρουσίαζε χάρτες από δορυφόρο, στους οποίους θα απεικονίζονταν οι σκιές «Αμερικανών Πρακτόρων» να ταΐζουν νυχτερίδες στην Γιουχάν της Κίνας με μπανάνες «εμποτισμένες» από κοροναιό.
Και αν εν τω μεταξύ οι νεκροί πολλαπλασιάζονταν στη χώρα μας και δεν μπορούσαν να τους κρύψουν με παραπλανητικούς ισχυρισμούς οι πολιτικοί επιστήμονες της Αριστεράς, τότε κάθε απόγευμα στην ΕΡΤ αντί για τον Χαρδαλιά και τον Τσιόδρα, θα βλέπαμε την Ακριβοπούλου με τον Καψώχα να μας εξηγούν πως αν ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν συμμετείχε στο παρελθόν στην απαξίωση του Εθνικού Συστήματος Υγείας σήμερα η χώρα δεν θα ήταν αθωράκιστη απέναντι στην πανδημία του κοροναιού.