Η προσαρμογή της ελληνικής οικονομίας από το 2010 μέχρι σήμερα υπήρξε μακρά και οδυνηρή. Θα ήταν ταχύτερη και λιγότερο υφεσιακή εάν η οικονομία δεν είχε εισέλθει στην κρίση με τόσο μεγάλα ελλείμματα και εξωτερικό χρέος, και εάν η διαχείριση της κρίσης και των μνημονίων από την ευρωζώνη και το ελληνικό πολιτικό σύστημα ήταν σοφότερη και αποτελεσματικότερη. Μοιραία λάθη ατολμίας, διαχειριστικές ανεπάρκειες και πολιτικές παλινωδίες, με χειρότερη την επιστροφή σε ύφεση το 2015, συνέβαλαν στο να καταστεί η ελληνική οικονομία σύμβολο αποτυχίας στη διαχείριση της κρίσης στην ευρωζώνη.

Ορισμένοι χρησιμοποιούν τον οδυνηρό αυτόν απολογισμό για να υποστηρίξουν ότι μια έξοδος της χώρας από το ευρώ θα έλυνε τα προβλήματα. Αθελά τους ή μη, συναντώνται με ορισμένους υπερσυντηρητικούς κύκλους από τον Βορρά της ευρωζώνης που θα ήθελαν να εξωθήσουν την Ελλάδα εκτός ευρώ, καθιστώντας ένα Grexit οικειοθελή ελληνική επιλογή ή μοιραία και αναπόφευκτη κατάληξη. Η εμπειρία του καλοκαιριού του 2015 υπενθύμισε σε όλους πόσο υπαρκτός είναι ο κίνδυνος ενός Grexit, και πόσο εύκολα μοιραίες επιλογές της ελληνικής ηγεσίας θα μπορούσαν να τον επαναφέρουν.

Οσοι αφελώς, απερίσκεπτα ή ιδιοτελώς υποστηρίζουν ότι μια έξοδος από το ευρώ θα ωφελούσε την ελληνική οικονομία θα έπρεπε να απαντήσουν σε μια σειρά ερωτημάτων και επιχειρημάτων:

Η Ελλάδα είχε εμπειρία νομισματικής και συναλλαγματικής αυτονομίας μέχρι περίπου τα μέσα της δεκαετίας του ’90, όταν ξεκίνησε η νομισματική σύγκλιση στο πλαίσιο του Μάστριχτ και έπειτα της ΟΝΕ. Η εμπειρία εκείνης της περιόδου ήταν διψήφιος πληθωρισμός, μεγάλα δημόσια ελλείμματα, χαμηλοί ρυθμοί ανάπτυξης και πτωτική ανταγωνιστικότητα. Επομένως, δεν υπάρχει κανένα αξιοζήλευτο παρελθόν στο οποίο θα προσδοκούσε η χώρα να επιστρέψει.

Οι ίδιοι οι υποστηρικτές της δραχμής παραδέχονται τη χαοτική περίοδο που θα ακολουθούσε μια έξοδο από το ευρώ. Αυτό που αποσιωπούν είναι ότι η έκβαση αυτής της μεταβατικής περιόδου θα ήταν μια παρατεταμένη περίοδος υψηλού πληθωρισμού, ή ένα οδυνηρό αντιπληθωριστικό πρόγραμμα σύνδεσης του νομίσματος με το ευρώ, με χαμηλότερες προδιαγραφές επιτυχίας από αυτό που ήδη εφαρμόζει η χώρα μας μέσα στο ευρώ (και χωρίς τα πλεονεκτήματα της ισότιμης και πλήρους συμμετοχής στο κοινό νόμισμα). Μια έξοδος από το κοινό νόμισμα θα οδηγούσε σε υποτίμηση (ή διαδοχικές υποτιμήσεις) του νέου, αδύναμου εθνικού νομίσματος (ας το ονομάσουμε «νέα δραχμή»), που μπορεί να έφτανε σωρευτικά και σε ένα μέγεθος 50%. Αυτό θα μεταφραζόταν σε μεγάλη απώλεια αγοραστικής δύναμης και πραγματικού εισοδήματος για τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους, σε μια χώρα που εισάγει ακόμα και βασικά τρόφιμα και πρώτες ύλες. Το κόστος της ενέργειας και της θέρμανσης θα αυξανόταν για τα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα, και όλοι θα γίνονταν φτωχότεροι. Ολοι εκτός από όσους έχουν εισόδημα και κεφάλαιο στο εξωτερικό αυτοί θα καθίσταντο ακόμα πλουσιότεροι σε πραγματικούς όρους. Αλλωστε το βασικό πλεονέκτημα της υποτίμησης είναι ότι καθιστά φθηνότερες τις αμοιβές της εργασίας. Παράλληλα, η πραγματική αξία των καταθέσεων αποταμιευτών και επιχειρήσεων στις τράπεζες θα εξαερωνόταν. Μια έξοδος από το ευρώ θα οδηγούσε σε εκτεταμένη περαιτέρω φτωχοποίηση της ελληνικής κοινωνίας.

Μια έξοδος από το ευρώ δεν θα βοηθούσε την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας. Το πρόβλημα της οικονομίας σήμερα δεν είναι το νόμισμα. Οπως επισημαίνει και η Τράπεζα της Ελλάδος (Δεκέμβριος 2016), η χώρα έχει πλήρως ανακτήσει την απώλεια διεθνούς ανταγωνιστικότητας με όρους κόστους εργασίας που είχε καταγραφεί μεταξύ 2000 και 2009 (συνολική βελτίωση 2009-2015: 22,4%). Εχει επίσης ανακτηθεί σημαντικά (αλλά όχι πλήρως) η σωρευτική απώλεια ανταγωνιστικότητας ως προς το επίπεδο τιμών (συνολική βελτίωση 2009-2015: 10,3%).

Ηδη οι εξαγωγές και εμπορεύσιμοι κλάδοι έχουν αρχίσει να ανακάμπτουν, αν και όχι επαρκώς. Οι συνολικές εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών, οι οποίες στις δύο δεκαετίες προ του ευρώ βρίσκονταν κατά μέσον όρο στο 16,4% του ΑΕΠ, αυξήθηκαν σταδιακά από 23,4% του ΑΕΠ το 2008 σε 31,9% του ΑΕΠ το 2015 (Τράπεζα της Ελλάδος και Ευρωπαϊκή Επιτροπή). Η βελτίωση αυτή, που βέβαια αποτυπώνει και το αποτέλεσμα της σωρευτικής ύφεσης, δείχνει ότι η εσωτερική υποτίμηση έχει «μιμηθεί» σε μεγάλο βαθμό τα αποτελέσματα μιας συναλλακτικής υποτίμησης.

Γιατί οι εξαγωγές δεν αναπτύσσονται ακόμα περισσότερο, συμβάλλοντας περισσότερο στην ανάκαμψη της οικονομίας; Για τους υπόλοιπους λόγους, που επηρεάζουν τις εξαγωγικές και ανταγωνιστικές επιδόσεις της οικονομίας και που δεν σχετίζονται με το επίπεδο των τιμών και των αμοιβών: κόστος της γραφειοκρατίας, ανεπαρκής ενσωμάτωση σε διεθνή εμπορικά δίκτυα και διεθνείς αλυσίδες αξίας, πολύ μικρό μέσο μέγεθος των ελληνικών επιχειρήσεων (που εμποδίζει τη διεθνοποίησή τους), υψηλό κόστος χρήματος και αδυναμία πρόσβασης σε δανειακά και επενδυτικά κεφάλαια λόγω των capital controls και του κινδύνου χώρας (country risk). Κανένας από τους παράγοντες αυτούς δεν επρόκειτο να βελτιωθεί ή να επηρεαστεί θετικά από μια υποτίμηση.

Με άλλα λόγια, μεγάλο πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας παραμένει η απώλεια διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας, πεδίο στο οποίο μια συναλλαγματική υποτίμηση δεν θα είχε καμία επίδραση. Η Ελλάδα κατατάσσεται πολύ χαμηλά σε όλους τους σχετικούς δείκτες (World Economic Forum, IMD κ.λπ.) λόγω εμποδίων όπως η πολιτική και ρυθμιστική αστάθεια, το κόστος της αναποτελεσματικής γραφειοκρατίας, οι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές, το ύψος των ασφαλιστικών εισφορών και η ανεπαρκής πρόσβαση στη χρηματοδότηση.

Υπάρχει και κάτι ακόμα. Οι εξαγωγές μας, εκτός του ότι καταλαμβάνουν μικρό μερίδιο του ΑΕΠ, έχουν μεγάλο συντελεστή εισαγωγών (πρώτων υλών, ενδιάμεσων αγαθών, ενέργειας κ.λπ.). Αυτές θα γίνονταν ακριβότερες, ακυρώνοντας το όποιο πλεονέκτημα της νομισματικής υποτίμησης. Για παράδειγμα, μια βιομηχανία που εξάγει χυμούς μπορεί να εισάγει από το εξωτερικό το pulp, το χαρτόνι και το πλαστικό της συσκευασίας κ.λπ. Οι τιμές όλων αυτών θα αυξάνονταν. Επίσης, η εισαγωγή κεφαλαιουχικού εξοπλισμού, τεχνολογίας και τεχνογνωσίας, αναγκαία για τη βελτίωση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας, θα δυσχεραινόταν από μια υποτίμηση του νομίσματος.

Το πρόβλημα του χρέους. Υστερα από μια έξοδο από το ευρώ το δημόσιο χρέος της χώρας δεν διαγράφεται, αλλά παραμένει οφειλόμενο σε ευρώ, και μάλιστα καθίσταται πολλαπλάσιας πραγματικής αξίας λόγω υποτίμησης της «νέας δραχμής». Επειδή οι λήξεις αφορούν κυρίως το μακρινό μέλλον, οι εταίροι και δανειστές του επίσημου τομέα θα ήταν διατεθειμένοι να περιμένουν από τη χώρα να αποπληρώσει σε βάθος χρόνου τις υποχρεώσεις της. Εάν η χώρα αδυνατούσε να εξυπηρετήσει, τότε θα επερχόταν χρεοκοπία. Η κρατική χρεοκοπία έχει βαρύτατες συνέπειες, στερώντας από τη χώρα την πρόσβαση στις αγορές για μερικά χρόνια. Επίσης δεν διαγράφεται το ιδιωτικό χρέος, των επιχειρήσεων. Αυτές θα οδηγούνταν σε χρεοκοπία, ευρισκόμενες σε πλήρη αδυναμία εξυπηρέτησής του. Η χώρα θα έχανε ορισμένες από τις πιο ανταγωνιστικές και διεθνοποιημένες επιχειρήσεις της. Το κύμα χρεοκοπιών στον ιδιωτικό τομέα θα ξανάριχνε την οικονομία σε βαριά ύφεση, εκτινάσσοντας την ανεργία.

Μια έξοδος από το ευρώ θα υπονόμευε την πλήρη συμμετοχή στην ενιαία αγορά. Θα έθετε σε διακινδύνευση τη συμμετοχή στον πυρήνα του ευρωπαϊκού εγχειρήματος, που αποτέλεσε κεντρικό στρατηγικό προσανατολισμό όλων των κυβερνήσεων της χώρας κατά τη Μεταπολίτευση. Η περιέλευση της χώρας σε χαμηλότερη ταχύτητα θα είχε οξείες επιπτώσεις στον τομέα της γεωπολιτικής σταθερότητας και ασφάλειας. Επίσης, θα στερούσε από τη χώρα την πολύτιμη θέση στο τραπέζι κρίσιμων ευρωπαϊκών αποφάσεων.

Στο τέλος της ημέρας η Ελλάδα θα έπρεπε να κάνει τις ίδιες μεταρρυθμίσεις, αλλά έξω από το ευρωπαϊκό πλαίσιο και με το ίδιο διάτρητο και ανεπαρκές κράτος. Εάν η Ελλάδα μπορούσε να πραγματοποιήσει την τεράστια οικονομική προσαρμογή που θα χρειαζόταν για να μπορέσει η οικονομία της να σταθεροποιηθεί και να μπει σε ανάπτυξη εκτός ευρώ, τότε θα μπορούσε να κάνει αυτή την προσαρμογή εντός της ευρωζώνης, όπου το συνολικό πλαίσιο κανόνων, κινήτρων, υποστήριξης και πειθαρχίας είναι σαφώς πιο ανεπτυγμένο και αποτελεσματικό. Εκτός ευρωζώνης, και με μια αδύναμη δημόσια διοίκηση, η χώρα θα έχανε τον πιο σημαντικό προωθητικό παράγοντα των μεταρρυθμίσεων, και θα παραδινόταν στις δυνάμεις του εγχώριου λαϊκισμού και του εκλογικού κύκλου.

Για όλους αυτούς τους λόγους, η συζήτηση περί εξόδου από το ευρώ, ειδικά σήμερα, είναι κενή περιεχομένου. Η χώρα από το 2010, παρά τις παλινδρομήσεις, έχει ήδη πραγματοποιήσει μια τεράστια προσαρμογή που μας φέρνει κοντύτερα στην έξοδο από την κρίση. Το να κατέληγε η χώρα εκτός ευρώ θα ήταν ένα ιστορικό ατύχημα με χαρακτηριστικά εθνικής τραγωδίας. Το να επέλεγε οικειοθελώς την έξοδο θα συνιστούσε εθνική παραφροσύνη, με εξίσου ολέθρια αποτελέσματα.

*Ο Γιώργος Παγουλάτος είναι καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής και Οικονομίας στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και επισκέπτης καθηγητής στο Κολέγιο της Ευρώπης – Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό ZERO Ιανουαρίου