Νέοι δρόμοι στο Κυπριακό
Η Άγκυρα διεκδικεί λύση «πακέτο» Αιγαίου - Κύπρου – Η στάση της Αθήνας και ο «ταχυδρόµος» Ακιντζί
Το Κυπριακό, το οποίο υποστηρίχθηκε επί µακρόν από την Αθήνα και τη Λευκωσία µε βάση τα ψηφίσµατα του ΟΗΕ, έχει πλέον αλλάξει µορφή. Η βάση εκείνων των κειµένων είναι διπλωµατικά νεκρή. Το θέµα της «εισβολής-κατοχής» έχει ταξινοµηθεί στο χρονοντούλαπο του Οργανισµού, πράγµα που γνωρίζουν όλα τα εµπλεκόµενα µέρη, όπως και ο πρωθυπουργός, Κ. Μητσοτάκης, βεβαίως.
Ο γενικός γραµµατέας του ΟΗΕ, που προετοιµάζει τα «ραντεβού του Σεπτεµβρίου» στη Ν. Υόρκη, συνεχίζει να ασχολείται µε το πρόβληµα, αλλά σε µια άλλη, «επικαιροποιηµένη» βάση. Ουσιαστικά, το θέµα κουβεντιάζεται µε άλλη «λογική», ιδιαίτερα µετά το ναυάγιο των συνοµιλιών στο Κραν-Μοντανά, τον Ιούλιο του 2017. Σήµερα, δύο πράγµατα είναι καθαρά: α) Η Αγκυρα δεν δέχεται τίποτε που να µην κατοχυρώνει «πολιτική ισότητα» στο νησί και πριν από όλα την παραµονή των τουρκικών στρατευµάτων στον κατεχόµενο κυπριακό Βορρά, ως υπόθεση «εθνικής ασφάλειας» της Τουρκίας. β) Το κέντρο ενδιαφέροντος αυτού του «παιχνιδιού» βρίσκεται πλέον στην υπόθεση των υποθαλάσσιων ενεργειακών πόρων της κυπριακής ΑΟΖ. ∆ιάθεση για νέο κράτος, «οµοσπονδιακό», δεν υφίσταται πλέον. Το δηλώνει ξεκάθαρα η Αγκυρα.
Αλλά, ακόµα περισσότερο, η «ναυτική» Τουρκία διεκδικεί θαλάσσιες ζώνες, µε στόχο τον απόλυτο έλεγχο της Αν. Μεσογείου και τη συρρίκνωση της ελληνικής ΑΟΖ. Και αυτό φέρνει την Ελλάδα να είναι υποχρεωµένη να βρίσκεται µέσα στο πεδίο όσων συζητά ο Κύπριος Πρόεδρος, Ν. Αναστασιάδης, µε την Αγκυρα, µέσω του Τουρκοκυπρίου, κ. Ακιντζί.
Η Ελλάδα δεν µπορεί πλέον να κινείται στο δόγµα «Η Λευκωσία αποφασίζει, η Αθήνα συµπαρίσταται». Αυτό το πολιτικό σλόγκαν ανήκει σε άλλες εποχές. Είναι εκτός πραγµατικότητας. Και η διατήρησή του είναι πλέον «εκ του πονηρού». ∆ιότι σε ποιες, άραγε, αποφάσεις του κ. Αναστασιάδη θα «συµπαρίσταται» αύριο η ελληνική κυβέρνηση;
Ο κ. Αναστασιάδης συζητά µε την Αγκυρα για την Κύπρο µέσω του κ. Ακιντζί. Η ελληνική ηγεσία συζητά µε την Αγκυρα για την Κύπρο; Ή συζητά από απόσταση για την Κύπρο, µέσω Ακιντζί και αυτή; Και υπήρξε, άραγε, στο πρόσφατο παρελθόν κάποια «απόρρητη» συνοµιλία του Αλέξη Τσίπρα µε τον πρόεδρο Ερντογάν για Αιγαίο και Κύπρο;
Είτε αρέσει αυτό είτε όχι, σε κάποιες «παραδοσιακές» σχολές της αθηναϊκής διπλωµατίας το Κυπριακό βρίσκεται στην καρδιά της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Οχι µόνο διότι είναι ένα ζήτηµα που αφορά τον ελληνισµό της Κύπρου, αλλά συνδέεται άµεσα µε τις διεκδικήσεις της Τουρκίας στο Αιγαίο και γενικότερα µε την εθνική ασφάλεια της χώρας µας.
Η τουρκική διπλωµατία βλέπει Αιγαίο και Κυπριακό σε ένα «πακέτο» µείζονος στρατηγικής σηµασίας για τα συµφέροντα της γείτονος. Συµβαίνει το ίδιο και από την πλευρά της Αθήνας; Με δεδοµένη την πρωτοφανή πίεση που ασκεί η Τουρκία στη χώρα µας µε στρατιωτικούς «τραµπουκισµούς» και διπλωµατικό θράσος, δεν είναι ώρα να διατυπώσει καθαρά η Αθήνα κάποια πράγµατα σε εταίρους και συµµάχους;
∆υστυχώς, το πώς ακριβώς «εντάσσει» την υπόθεση της Κύπρου στην εξωτερική πολιτική και στον αµυντικό σχεδιασµό της η Αθήνα δεν είναι ούτε σήµερα ακριβές. Ο στρατηγικός στόχος δεν είναι σαφής. Η ελληνική διπλωµατική άµυνα µε αναφορές της στο διεθνές και ευρωπαϊκό ∆ίκαιο αγγίζει πλέον τα έσχατα όρια απόδοσής της. Σωστά, η ελληνική πλευρά ενισχύει τη στρατιωτική συνεργασία µε τις ΗΠΑ και δυναµώνει τις συµµαχίες της µε Ισραήλ και Αίγυπτο. Αλλά αυτό δεν καλύπτει «αυτοµάτως» τις ανάγκες υπεράσπισης της Κύπρου, ούτε και της ελληνικής υφαλοκρηπίδας. Η πολιτική ηγεσία είναι πλέον µπροστά σε σοβαρές αποφάσεις: Θα πρέπει να προετοιµαστεί είτε για έναν ιστορικής σηµασίας «εφ’ όλης της ύλης διάλογο» µε την Τουρκία είτε για να παίξει κανονιές µαζί της.
Για το δεύτερο ενδεχόµενο, διπλωµάτες υποστηρίζουν στην Αθήνα ότι η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει από τώρα να θέσει και στη µεγάλη σύµµαχό της, Ουάσινγκτον, οπωσδήποτε ένα καίριο ζήτηµα: Αν το δυτικό σύστηµα ασφαλείας δεν φοβάται τη διαλυτική κατάσταση που θα προκαλούσε στους κόλπους του µια στρατιωτική σύγκρουση µε άγνωστες σήµερα διαστάσεις µεταξύ δύο µελών του ΝΑΤΟ, αυτό θα πρέπει να δηλωθεί στην Ελλάδα. Αν, πάλι, το φοβάται, πρέπει να πάρει κάποιες πρωτοβουλίες για να αποτρέψει αυτό το ενδεχόµενο. Για να συµβεί αυτό, όµως, θα πρέπει προηγουµένως να έχει πάρει και η Αθήνα κάποιες αποφάσεις.
Οι διαδικασίες που έχουν ήδη ξεκινήσει, µέσω ΟΗΕ, ενόψει των ραντεβού του Σεπτεµβρίου, για µια «επανεκκίνηση» διαπραγµατεύσεων στην Κύπρο, µειώνουν τον χρόνο που έχει στη διάθεσή της η κυβέρνηση του κ. Κυριάκου Μητσοτάκη για τη µάλλον αναπόφευκτη συµµετοχή του στις εξελίξεις. Ισως δεν είναι τώρα πολύ µακριά και η ώρα της «γενναίας επανεκκίνησης» των ελληνοτουρκικών σχέσεων, κατά την πρόσφατη διατύπωση του πρωθυπουργού. Οµως, όλα θα κινηθούν, ξεκινώντας, γύρω από την υπόθεση της Κύπρου και των ενεργειακών κατανοµών στις θάλασσές της. Και η ατζέντα θα εµπλουτιστεί στη συνέχεια. Το Κυπριακό από νέους δρόµους πρόκειται να οδηγηθεί σε «λύση» προσεχώς. Με την Αθήνα υποχρεωµένη να πάρει «γενναίες» αποφάσεις.
Ο γενικός γραµµατέας του ΟΗΕ, που προετοιµάζει τα «ραντεβού του Σεπτεµβρίου» στη Ν. Υόρκη, συνεχίζει να ασχολείται µε το πρόβληµα, αλλά σε µια άλλη, «επικαιροποιηµένη» βάση. Ουσιαστικά, το θέµα κουβεντιάζεται µε άλλη «λογική», ιδιαίτερα µετά το ναυάγιο των συνοµιλιών στο Κραν-Μοντανά, τον Ιούλιο του 2017. Σήµερα, δύο πράγµατα είναι καθαρά: α) Η Αγκυρα δεν δέχεται τίποτε που να µην κατοχυρώνει «πολιτική ισότητα» στο νησί και πριν από όλα την παραµονή των τουρκικών στρατευµάτων στον κατεχόµενο κυπριακό Βορρά, ως υπόθεση «εθνικής ασφάλειας» της Τουρκίας. β) Το κέντρο ενδιαφέροντος αυτού του «παιχνιδιού» βρίσκεται πλέον στην υπόθεση των υποθαλάσσιων ενεργειακών πόρων της κυπριακής ΑΟΖ. ∆ιάθεση για νέο κράτος, «οµοσπονδιακό», δεν υφίσταται πλέον. Το δηλώνει ξεκάθαρα η Αγκυρα.
Αλλά, ακόµα περισσότερο, η «ναυτική» Τουρκία διεκδικεί θαλάσσιες ζώνες, µε στόχο τον απόλυτο έλεγχο της Αν. Μεσογείου και τη συρρίκνωση της ελληνικής ΑΟΖ. Και αυτό φέρνει την Ελλάδα να είναι υποχρεωµένη να βρίσκεται µέσα στο πεδίο όσων συζητά ο Κύπριος Πρόεδρος, Ν. Αναστασιάδης, µε την Αγκυρα, µέσω του Τουρκοκυπρίου, κ. Ακιντζί.
Η Ελλάδα δεν µπορεί πλέον να κινείται στο δόγµα «Η Λευκωσία αποφασίζει, η Αθήνα συµπαρίσταται». Αυτό το πολιτικό σλόγκαν ανήκει σε άλλες εποχές. Είναι εκτός πραγµατικότητας. Και η διατήρησή του είναι πλέον «εκ του πονηρού». ∆ιότι σε ποιες, άραγε, αποφάσεις του κ. Αναστασιάδη θα «συµπαρίσταται» αύριο η ελληνική κυβέρνηση;
Ο κ. Αναστασιάδης συζητά µε την Αγκυρα για την Κύπρο µέσω του κ. Ακιντζί. Η ελληνική ηγεσία συζητά µε την Αγκυρα για την Κύπρο; Ή συζητά από απόσταση για την Κύπρο, µέσω Ακιντζί και αυτή; Και υπήρξε, άραγε, στο πρόσφατο παρελθόν κάποια «απόρρητη» συνοµιλία του Αλέξη Τσίπρα µε τον πρόεδρο Ερντογάν για Αιγαίο και Κύπρο;
Είτε αρέσει αυτό είτε όχι, σε κάποιες «παραδοσιακές» σχολές της αθηναϊκής διπλωµατίας το Κυπριακό βρίσκεται στην καρδιά της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Οχι µόνο διότι είναι ένα ζήτηµα που αφορά τον ελληνισµό της Κύπρου, αλλά συνδέεται άµεσα µε τις διεκδικήσεις της Τουρκίας στο Αιγαίο και γενικότερα µε την εθνική ασφάλεια της χώρας µας.
Η τουρκική διπλωµατία βλέπει Αιγαίο και Κυπριακό σε ένα «πακέτο» µείζονος στρατηγικής σηµασίας για τα συµφέροντα της γείτονος. Συµβαίνει το ίδιο και από την πλευρά της Αθήνας; Με δεδοµένη την πρωτοφανή πίεση που ασκεί η Τουρκία στη χώρα µας µε στρατιωτικούς «τραµπουκισµούς» και διπλωµατικό θράσος, δεν είναι ώρα να διατυπώσει καθαρά η Αθήνα κάποια πράγµατα σε εταίρους και συµµάχους;
∆υστυχώς, το πώς ακριβώς «εντάσσει» την υπόθεση της Κύπρου στην εξωτερική πολιτική και στον αµυντικό σχεδιασµό της η Αθήνα δεν είναι ούτε σήµερα ακριβές. Ο στρατηγικός στόχος δεν είναι σαφής. Η ελληνική διπλωµατική άµυνα µε αναφορές της στο διεθνές και ευρωπαϊκό ∆ίκαιο αγγίζει πλέον τα έσχατα όρια απόδοσής της. Σωστά, η ελληνική πλευρά ενισχύει τη στρατιωτική συνεργασία µε τις ΗΠΑ και δυναµώνει τις συµµαχίες της µε Ισραήλ και Αίγυπτο. Αλλά αυτό δεν καλύπτει «αυτοµάτως» τις ανάγκες υπεράσπισης της Κύπρου, ούτε και της ελληνικής υφαλοκρηπίδας. Η πολιτική ηγεσία είναι πλέον µπροστά σε σοβαρές αποφάσεις: Θα πρέπει να προετοιµαστεί είτε για έναν ιστορικής σηµασίας «εφ’ όλης της ύλης διάλογο» µε την Τουρκία είτε για να παίξει κανονιές µαζί της.
Για το δεύτερο ενδεχόµενο, διπλωµάτες υποστηρίζουν στην Αθήνα ότι η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει από τώρα να θέσει και στη µεγάλη σύµµαχό της, Ουάσινγκτον, οπωσδήποτε ένα καίριο ζήτηµα: Αν το δυτικό σύστηµα ασφαλείας δεν φοβάται τη διαλυτική κατάσταση που θα προκαλούσε στους κόλπους του µια στρατιωτική σύγκρουση µε άγνωστες σήµερα διαστάσεις µεταξύ δύο µελών του ΝΑΤΟ, αυτό θα πρέπει να δηλωθεί στην Ελλάδα. Αν, πάλι, το φοβάται, πρέπει να πάρει κάποιες πρωτοβουλίες για να αποτρέψει αυτό το ενδεχόµενο. Για να συµβεί αυτό, όµως, θα πρέπει προηγουµένως να έχει πάρει και η Αθήνα κάποιες αποφάσεις.
Οι διαδικασίες που έχουν ήδη ξεκινήσει, µέσω ΟΗΕ, ενόψει των ραντεβού του Σεπτεµβρίου, για µια «επανεκκίνηση» διαπραγµατεύσεων στην Κύπρο, µειώνουν τον χρόνο που έχει στη διάθεσή της η κυβέρνηση του κ. Κυριάκου Μητσοτάκη για τη µάλλον αναπόφευκτη συµµετοχή του στις εξελίξεις. Ισως δεν είναι τώρα πολύ µακριά και η ώρα της «γενναίας επανεκκίνησης» των ελληνοτουρκικών σχέσεων, κατά την πρόσφατη διατύπωση του πρωθυπουργού. Οµως, όλα θα κινηθούν, ξεκινώντας, γύρω από την υπόθεση της Κύπρου και των ενεργειακών κατανοµών στις θάλασσές της. Και η ατζέντα θα εµπλουτιστεί στη συνέχεια. Το Κυπριακό από νέους δρόµους πρόκειται να οδηγηθεί σε «λύση» προσεχώς. Με την Αθήνα υποχρεωµένη να πάρει «γενναίες» αποφάσεις.