Τριάντα χρόνια επίπλαστης ευημερίας, αθρόας εισαγωγής υλικών και πνευματικών προϊόντων μαζικής κατανάλωσης, χαμηλών απαιτήσεων δημόσιας εκπαίδευσης και απαξίωσης της μόρφωσης έφτιαξαν την ελληνική κοινωνία που υποδέχθηκε τη βαθιά κρίση της δεκαετίας 2010-2020.



Πολλοί και διάφοροι αφελείς ή πονηροί πολιτικοί των κομμάτων εξουσίας εμφανίζονται σήμερα να πιστεύουν ότι η κατάσταση της χώρας μπορεί γενικώς να βελτιωθεί και να αφήσει «πίσω της» την κρίση με μια ποικιλία οικονομικών «μέτρων», φορολογικών τεχνασμάτων και προσκλήσεων προς επενδυτές. 


Δεν μπαίνουν στον κόπο οι πολιτικές «ελίτ» να κοιτάξουν κατάματα τι ακριβώς έχει συμβεί στην Ελλάδα πριν και μετά το 2010, με δικές τους ευθύνες, και ποιες είναι οι αναπόφευκτα οδυνηρές συνέπειες του βίαιου μετασχηματισμού της κοινωνίας που έφεραν τα «Μνημόνια».

Ετσι, τα κακά και τα δυσάρεστα που συμβαίνουν τα τελευταία χρόνια στην κοινωνία οι προβαλλόμενοι ως πολιτικοί «αιχμής» τα αντιμετωπίζουν αποσπασματικά, με πρωτοβάθμιους «ιδεολογικούς» όρους, με μικροκομματική πονηρία, με δημοσκοπική λογική και, πάντως, με πνεύμα «επικαιρότητας».

Αλλά η πραγματικότητα δεν μεταβάλλεται, ούτε, βεβαίως, εξαερώνεται με άνωθεν «απόψεις» και «αποφάσεις».

Σήμερα, λοιπόν, μια κοινωνική πλειοψηφία βαριά τραυματισμένη από σοβαρά εισοδηματικά πλήγματα ετών και εκτεταμένη ανεργία, ανασφαλής, με έντονες εκδηλώσεις φυγής των νέων στο εξωτερικό, με δημόσια σχολεία χαμηλών απαιτήσεων από τους μαθητές, με μια απογοητευμένη νεολαία χωρίς προοπτικές, παράγει τις παθογένειες που μοιραία συνδέονται με την παρατεταμένη παραγωγική παρακμή.

Σε αυτές περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, η διαρκής άνοδος της εγκληματικότητας και οι έκνομες συμπεριφορές κύκλων που προέρχονται από τις τάξεις μιας λούμπεν νεολαίας, γνήσιου τέκνου μιας μακράς κρίσης που βασανίζει πολλές χιλιάδες οικογένειες της χώρας.

Αυτή, με τυφλή επιθετικότητα και φαντασιώσεις «αναρχισμού» και «αντιεξουσιαστικής πάλης», ταλαιπωρεί με «καταδρομικές» επιχειρήσεις, νυχτερινές επιδείξεις βίας και «καταλήψεις» κτιρίων τους πολίτες της Αθήνας και μικρότερων αστικών κέντρων της χώρας.

Τελευταία, πολύς λόγος γίνεται στη δημόσια σκηνή, τόσο σχετικά με τις πολιτικές κινήσεις και τις προθέσεις της κυβέρνησης στην υπόθεση της εξάρθρωσης των «αντι-εξουσιαστών» όσο και για τον τρόπο υλοποίησης αυτής της κυβερνητικής πολιτικής από τα σώματα ασφαλείας.

Και τα δύο ζητήματα είναι, όντως, πολύ σοβαρά και καλώς συζητούνται - φυσικά με την ποιότητα του δημόσιου λόγου των καιρών μας.

Διότι και η ασφάλεια των πολιτών είναι μια μείζονος σημασίας υπόθεση και οδηγεί στο πλειοψηφικά κοινωνικό αίτημα για εξουδετέρωση των «αντι-εξουσιαστών», αλλά και η ποιότητα των σχετικών αστυνομικών επιχειρήσεων με απόλυτη τήρηση της δημοκρατικής νομιμότητας και με εκπαιδευτική επάρκεια είναι μια εξίσου σοβαρή υπόθεση.

Το ερώτημα, όμως, που ανακύπτει από αυτό το ζήτημα είναι το εξής: Πιστεύουν οι πολιτικές «ελίτ» ότι μια εξαρθρωμένη κοινωνία σε μακράς διαρκείας άσχημη οικονομική κατάσταση, με μεγεθυμένες εισοδηματικές ανισότητες και χαμηλό βαθμό αυτοπεποίθησης, με διευθυντικό πολιτικό προσωπικό τραυματισμένου κύρους και αξιοπιστίας, με την κοινότητα των μορφωμένων πολιτών διαρκώς να συρρικνώνεται, μια κοινωνία με αδύναμο Κράτος Δικαίου και έντονες αμφιβολίες για τη διάκριση των εξουσιών, μπορεί να σταματήσει την παραγωγή «θυμωμένων» λούμπεν κοινωνικών ομάδων, όπως αυτές που στις μέρες μας συγκρούονται με την Αστυνομία;

Αν η χώρα μας δεν μπει σε έναν δρόμο σοβαρής εθνικής ανασυγκρότησης, με νέα ιεράρχηση των αξιών και των αναγκών της, αν δεν αντιμετωπίσει την απαξίωση της γνώσης και την επέκταση της αμάθειας στα σχολεία και από εκεί στην «αγορά», αν δεν συγκροτηθεί προσεχώς μια νέα συλλογική συνείδηση στην κοινωνία, τότε τι θα εμποδίζει τη στράτευση απελπισμένων και παντελώς αμόρφωτων νέων στις τάξεις των συμμοριών που προσφέρουν «αναρχισμό», «αντι-εξουσιαστική πάλη» κατά του «σάπιου αστικού κράτους» και βίαιο αντικοινωνικό «χαβαλέ»;

Όσο δραστήρια, λοιπόν, κι αν κινείται ο κρατικός μηχανισμός για την αντιμετώπιση των πάσης φύσεως «μπαχαλάκηδων» και οπαδών της βίας που συγκροτούν «αναρχικές» συμμορίες, η αναπαραγωγή τους δεν θα σταματήσει, αν δεν ξεκινήσει οργανωμένα, βάσει πολιτικών σχεδίων, η επιχείρηση εθνικής ανασυγκρότησης της χώρας, που θα έχει πριν απ’ όλα στη βάση της την επαναδιατύπωση της παρεχόμενης δημόσιας εκπαίδευσης στα σχολεία.