Επιχείρησε όντως μια «επανεκκίνηση» το 1974 η Ελλάδα, ταπεινωμένη απ’ τη στρατιωτική δικτατορία και βαριά τραυματισμένη απ την ήττα του ελληνισμού στην Κύπρο. Στο νέο σκηνικό, που όριζε το Σύνταγμα της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας, ξεκίνησε πορεία για πλήρη ένταξη της χώρας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα και σύντομα διαμορφώθηκαν πολιτικές «ισορροπίες»οι οποίες παρήγαγαν εκλογικά αποτελέσματα και εσωτερικές εξελίξεις την επόμενη 30ετία. Αυτές οι ισορροπίες με άξονα έναν ισχυρό δικομματισμό, είχαν στη βάση τους έντονες αναμνήσεις από ένα ταραγμένο εθνικό παρελθόν και ιδεολογικά σχήματα, που παρέπεμπαν σε θεωρίες και εμπειρίες της ευρωπαϊκής πολιτικής ιστορίας.
Στη δημόσια σκηνή υπερασπίστηκαν με άνεση και ενθουσιασμό τις θέσεις και τις απόψεις τους, νεοσοσιαλιστές του παπανδρεϊκού «τρίτου δρόμου», ευρωπαϊστές σοδιαλδημοκράτες, κομμουνιστές της σοβιετικής σχολής, αναθεωρητές κομμουνιστές οπαδοί του ευρω-κομμουνισμού, μαοκικοί αριστεριστές, τροτσκιστές και μικρά γκρουπ μαρξιστικών-λενινιστών. Απέναντι τους, κρατούσε δυνάμεις η καραμανλική Δεξιά,του «ριζοσπαστικού φιλελευθερισμού» και μετρούσε σταδιακά βαριές απώλειες το αστικό Κέντρο των κληρονόμων του Βενιζελισμού. Όλα τούτα διαμόρφωσαν το σκηνικό της «πολιτικοποίησης»των δημοσίων πραγμάτων, σε μια ατμόσφαιρα που «απαντούσε» με θόρυβο στη σιωπή ,τις διώξεις και τα βασανιστήρια που επέβαλε στην κοινωνία η πολλαπλώς καταστροφική επτάχρονη στρατιωτική δικτατορία της 21ης Απριλίου 1967.
Το κλίμα της «πολιτικοποιημένης» Μεταπολίτευσης όρισε την ανάδειξη, τη δύση ή και την εξαφάνιση πολιτικών ηγεσιών και κομμάτων. Ο δυνατός αέρας της δυσκόλεψε πολύ την παραγωγή πολιτικών αποφάσεων με μακροπρόθεσμη αξία, οδήγησε σε κομματισμό της δημόσιας διοίκησης στην άνθηση ενός ελεγχόμενου από κόμματα ισχυρού συνδικαλισμού και στη δημιουργία οργανώσεων νεολαίες, που για χρόνια επηρέαζαν μαθητές σχολείων και φοιτητές, οι οποίοι σε σημαντικό ποσοστό τους ήταν οι μαχητικοί «βραχίονες» των πολιτικών κομμάτων εξουσίας ,αλλά και καταφύγια της πιο «ατίθασης» νεότητας.
Όμως, από όλα αυτά, δεν αφέθηκε χώρος ανοικτός για κάτι βασικό, που τελικά όρισε με την ΑΠΟΥΣΙΑ του την Ελλάδα της Μεταπολίτευσης : Την ανάπτυξη παραγωγικών επιθυμιών στην κοινωνία με αξιοποίηση των δημιουργικών δυνάμεων του τόπου σε όλους τους τομείς που σε κάθε χώρα δημοκρατική κινούν τις μηχανές της ανάπτυξης. Υποτιμήθηκαν από τις ισχυρές κομματικές «ελίτ» για χρόνια, η σημασία των σπουδών, η αξία της επιστημονικής κατάρτισης στα πανεπιστήμια , η έρευνα, η τεχνολογία, η μόρφωση γενικότερα. Ενδεικτικό αυτής της υποτίμησης είναι, ότι οι άνθρωποι που επέμεναν στην προστασία της ελληνικής γλώσσας, στη σημασία των Γραμμάτων και των Τεχνών χαρακτηρίζονταν ειρωνικά «κουλτουριάρηδες». Η υποτίμηση όλων αυτών, σε κλίμα κομματικών εορτασμών και παραισθήσεων ,άφησε την Ελλάδα «καθισμένη» γα χρόνια επάνω σ ένα εθνικό μοντέλο καθ΄ολα αντι-παραγωγικό .Κι’ αυτό συνέβη σε μια περίοδο κατά την οποίαν η ισχνή παραγωγική βάση της ενταγμένης στην ΕΟΚ χώρα μας, είχε ανάγκη για ένα δομικό εκσυγχρονισμό ,για μία δυναμική πορεία στα πεδία του ευρωπαϊκού καταμερισμού εργασίας, με μια κοινωνία μορφωμένων πολιτών με κριτική σκέψη.
Αυτή η αδυναμία «ανάγνωσης» της πραγματικότητας από το 1974 και πέρα, δεν κατάφερε ,λοιπόν, να μετατρέψει την οδυνηρή εμπειρία της Απριλιανής δικτατορίας σε δυναμισμό για μία εναρκτήρια πορεία της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας προς μια νέα Ελλάδα, παραγωγική, δυναμική με εμπροσθοφυλακή τις πιο δημιουργικές δυνάμεις της. Ετσι, μοιραία ,τα πράγματα οδήγησαν τελικά το 2010 στο δράμα της χρεοκοπίας και της «μνημονιακής» δεκαετίας, που ακολούθησε. Σήμερα, οι «ισορροπίες» της Μεταπολίτευσης δεν υπάρχουν πιά, τα ιδεολογήματα του πολιτικής ύλης της στέκουν ουσιαστικά στον αέρα, αφού οι ρητορείες τους δεν αντιστοιχούν σε παραγωγικά αναπτύγματα. Γι’ αυτό και σήμερα οι δυσκολίες της κυβέρνησης είναι τεράστιες, γι΄ αυτό και όλα τα κόμματα λίγο ή πολύ «κουτσαίνουν» και η ελληνική κοινωνία κινείται αργά, με χαμένη αυτοπεποίθηση. Η επίθεση του κορονοϊού είναι μια άλλη ιστορία, που ήρθε για να επιδεινώνει τα πράγματα.