Ποιοι καταλαβαίνουν καλύτερα τη «γλώσσα» του «σουλτάνου»
Μπορούμε να υποθέσουμε, πλέον, ότι στους κόλπους της Ε.Ε. ορισμένοι υψηλά ιστάμενοι πολιτικοί κύκλοι αρχίζουν να ανησυχούν σοβαρά με την «περίπτωση» της Τουρκίας, όπως αυτή ξεδιπλώνεται στις θάλασσες της Μεσογείου, με πολεμικά σκάφη και αιχμή τη συμμετοχή της σε στρατιωτικές επιχειρήσεις στη Λιβύη, έξω από κάθε διεθνή έννομη τάξη.
Μένει να διαπιστωθεί αν στις Βρυξέλλες ή αλλού σχεδιάζονται επί χάρτου τρόποι περιορισμού της Τουρκίας από το πεδίο των εξελίξεων στη Λιβύη στη βάση μιας συγκεκριμένης ευρωπαϊκής στρατηγικής για την Ανατολική Μεσόγειο και όχι με γεωπολιτικούς αυτοσχεδιασμούς βασισμένους σε συγκυριακά δεδομένα. Τα ελληνικά ανατολικά σύνορα θεωρούνται στ’ αλήθεια ευρωπαϊκά, κατά την αντίληψη των θεσμικών οργάνων της Ε.Ε.; Θα «ελέγξει» την Τουρκία στην Ανατολική Μεσόγειο μια «πλάγια» στρατηγική συνεργασία Μόσχας - Βρυξελλών; Και πόσο κεντρικός θα είναι ο ρόλος της Γαλλίας στη σκακιέρα της Μεσογείου; Η ελληνική διπλωματία γνωρίζει ότι το πιο δύσκολο για τους Ευρωπαίους, που ακόμη στερούνται κοινής πολιτικής και Αμυνας, είναι ότι ο Ερντογάν μετέχει στο «παιχνίδι» όχι ως ένας συνομιλητής πρόθυμος για δυτικού τύπου διπλωματικό «πόκερ», αλλά ως επιθετικός αντι-δυτικός ισλαμιστής αρχηγός, που διεκδικεί «ζωτικούς χώρους», με όρους στρατιωτικής ισχύος και πολεμικής απειλής σε βάρος γειτόνων και με ωμά εκβιαστική πολιτική «ελέγχου» των μεταναστευτικών ροών προς τη Γηραιά Ηπειρο.
Αυτό που δυσκολεύει ακόμα περισσότερο τους Ευρωπαίους εταίρους είναι ότι αδυνατούν να «διαβάσουν» την πολιτική γλώσσα που χρησιμοποιεί σήμερα η ισλαμική τουρκική ηγεσία, όταν απευθύνεται στους δυτικούς πρώην φίλους και συμμάχους της στην Ε.Ε., στο ΝΑΤΟ και στην Ουάσινγκτον. Τη νέα «γλώσσα» που χρησιμοποιεί ο Αδελφός Μουσουλμάνος, Ταγίπ Ερντογάν, καταλαβαίνουν πολύ καλύτερα ο Ρώσος πρόεδρος, Πούτιν, και ο Αμερικανός πρόεδρος, Τραμπ, αλλά και η Γαλλία. Ολοι αυτοί, με πολιτική κουλτούρα «αυτοκρατοριών», ψυχροί ρεαλιστές, γνώστες των «παιχνιδιών» ισχύος και αναγνώστες μεγάλων γεωπολιτικών «εικόνων» και ιστορικών μεταβολών, «επικοινωνούν» με τον Ερντογάν και αναλόγως αντιδρούν, όταν αυτός λέει ότι στον 21ο αιώνα οι προηγούμενες «σταθερές», όπως τα μεταπολεμικά γεωπολιτικά σχήματα, το ΝΑΤΟ, η Κοινότητα των Ευρωπαίων και η «σοβιετική απειλή», έχουν πλέον άλλη σημασία ή έχουν μικρό ειδικό βάρος και, άρα, για την Τουρκία όλα μπορεί να «αναθεωρούνται» και να μεταβάλλονται και στην Εγγύς Ανατολή και στην Ανατολική Μεσόγειο.
Οσο για τη Γερμανία, αυτή, οικτρά ηττημένη σε δύο Μεγάλους Πολέμους, περιφέρει στη διεθνή σκηνή τα δικά της «αυτοκρατορικά» συμπλέγματα, «διαλέγεται» με τον Ερντογάν (για μετανάστες και «δουλειές») και εμφανίζεται πρόθυμη να παίξει «μεγάλα παιχνίδια», μη θέλοντας να παραδεχθεί ότι είναι και θα παραμείνει «μεσαία» δύναμη. Τίποτε από αυτά δεν ευνοεί, βέβαια, την Ελλάδα. Στις μεσογειακές θάλασσες, λοιπόν, ξεδιπλώνει «αυτοκρατορικές» φιλοδοξίες ο ισλαμιστής Ερντογάν, που μιλάει τη γλώσσα του «Πορθητή» Μεχμέτ (Μωάμεθ) Β’ και προκαλεί σύγχυση στους παλιούς ΝΑΤΟϊκούς φίλους του. Οπως επισημαίνει στα «ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ» σημαίνων διπλωματικός παράγων, ο Ερντογάν μπορεί τελικά «να πληρώσει ακριβώς το ότι οι ΗΠΑ και η Ρωσία έχουν καλά κατανοήσει την “αυτοκρατορική” γλώσσα του».
Το βέβαιον είναι, όμως, ότι ο τουρκικός ισλαμισμός υποβάλλει το δυτικό σύστημα ασφαλείας σε ένα δύσκολο στρατηγικό «σταυρόλεξο», η λύση του οποίου θα φέρει είτε μεγάλες συγκρούσεις είτε συμβιβασμούς με ιστορικές «μεταβολές» σε έναν ευρύ γεωπολιτικό χώρο. Αμερικανοί και Ρώσοι, μεγάλοι «παίκτες» στην περιοχή, μπορεί να «αδειάσουν» αύριο τον «σουλτάνο», αν τους γίνει πολύ... ενοχλητικός και πειράξει τα στρατηγήματά τους. Αλλά, σε αυτή την ιστορία, η Αθήνα, πέρα απ την ενίσχυση της αμυντικής της θωράκισης, είναι υποχρεωμένη να επιδείξει έντονο διπλωματικό δυναμισμό σε ευρωπαϊκό, ΝΑΤΟϊκό και μεσανατολικό επίπεδο. Σήμερα, η Αγκυρα θέλει να ακυρώσει κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας στη θάλασσα, έως και να εγείρει «ζητήματα» κυριαρχίας ελληνικών νησιωτικών εδαφών. Ουσιαστικά, στόχο έχει να «διώξει» την Ελλάδα από τη Μεσόγειο, για να καταστεί με στρατιωτικά μέσα η Τουρκία πρώτη ναυτική δύναμη στη θάλασσα - ένα οθωμανικό όνειρο αιώνων.
Μένει να διαπιστωθεί αν στις Βρυξέλλες ή αλλού σχεδιάζονται επί χάρτου τρόποι περιορισμού της Τουρκίας από το πεδίο των εξελίξεων στη Λιβύη στη βάση μιας συγκεκριμένης ευρωπαϊκής στρατηγικής για την Ανατολική Μεσόγειο και όχι με γεωπολιτικούς αυτοσχεδιασμούς βασισμένους σε συγκυριακά δεδομένα. Τα ελληνικά ανατολικά σύνορα θεωρούνται στ’ αλήθεια ευρωπαϊκά, κατά την αντίληψη των θεσμικών οργάνων της Ε.Ε.; Θα «ελέγξει» την Τουρκία στην Ανατολική Μεσόγειο μια «πλάγια» στρατηγική συνεργασία Μόσχας - Βρυξελλών; Και πόσο κεντρικός θα είναι ο ρόλος της Γαλλίας στη σκακιέρα της Μεσογείου; Η ελληνική διπλωματία γνωρίζει ότι το πιο δύσκολο για τους Ευρωπαίους, που ακόμη στερούνται κοινής πολιτικής και Αμυνας, είναι ότι ο Ερντογάν μετέχει στο «παιχνίδι» όχι ως ένας συνομιλητής πρόθυμος για δυτικού τύπου διπλωματικό «πόκερ», αλλά ως επιθετικός αντι-δυτικός ισλαμιστής αρχηγός, που διεκδικεί «ζωτικούς χώρους», με όρους στρατιωτικής ισχύος και πολεμικής απειλής σε βάρος γειτόνων και με ωμά εκβιαστική πολιτική «ελέγχου» των μεταναστευτικών ροών προς τη Γηραιά Ηπειρο.
Αυτό που δυσκολεύει ακόμα περισσότερο τους Ευρωπαίους εταίρους είναι ότι αδυνατούν να «διαβάσουν» την πολιτική γλώσσα που χρησιμοποιεί σήμερα η ισλαμική τουρκική ηγεσία, όταν απευθύνεται στους δυτικούς πρώην φίλους και συμμάχους της στην Ε.Ε., στο ΝΑΤΟ και στην Ουάσινγκτον. Τη νέα «γλώσσα» που χρησιμοποιεί ο Αδελφός Μουσουλμάνος, Ταγίπ Ερντογάν, καταλαβαίνουν πολύ καλύτερα ο Ρώσος πρόεδρος, Πούτιν, και ο Αμερικανός πρόεδρος, Τραμπ, αλλά και η Γαλλία. Ολοι αυτοί, με πολιτική κουλτούρα «αυτοκρατοριών», ψυχροί ρεαλιστές, γνώστες των «παιχνιδιών» ισχύος και αναγνώστες μεγάλων γεωπολιτικών «εικόνων» και ιστορικών μεταβολών, «επικοινωνούν» με τον Ερντογάν και αναλόγως αντιδρούν, όταν αυτός λέει ότι στον 21ο αιώνα οι προηγούμενες «σταθερές», όπως τα μεταπολεμικά γεωπολιτικά σχήματα, το ΝΑΤΟ, η Κοινότητα των Ευρωπαίων και η «σοβιετική απειλή», έχουν πλέον άλλη σημασία ή έχουν μικρό ειδικό βάρος και, άρα, για την Τουρκία όλα μπορεί να «αναθεωρούνται» και να μεταβάλλονται και στην Εγγύς Ανατολή και στην Ανατολική Μεσόγειο.
Οσο για τη Γερμανία, αυτή, οικτρά ηττημένη σε δύο Μεγάλους Πολέμους, περιφέρει στη διεθνή σκηνή τα δικά της «αυτοκρατορικά» συμπλέγματα, «διαλέγεται» με τον Ερντογάν (για μετανάστες και «δουλειές») και εμφανίζεται πρόθυμη να παίξει «μεγάλα παιχνίδια», μη θέλοντας να παραδεχθεί ότι είναι και θα παραμείνει «μεσαία» δύναμη. Τίποτε από αυτά δεν ευνοεί, βέβαια, την Ελλάδα. Στις μεσογειακές θάλασσες, λοιπόν, ξεδιπλώνει «αυτοκρατορικές» φιλοδοξίες ο ισλαμιστής Ερντογάν, που μιλάει τη γλώσσα του «Πορθητή» Μεχμέτ (Μωάμεθ) Β’ και προκαλεί σύγχυση στους παλιούς ΝΑΤΟϊκούς φίλους του. Οπως επισημαίνει στα «ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ» σημαίνων διπλωματικός παράγων, ο Ερντογάν μπορεί τελικά «να πληρώσει ακριβώς το ότι οι ΗΠΑ και η Ρωσία έχουν καλά κατανοήσει την “αυτοκρατορική” γλώσσα του».
Το βέβαιον είναι, όμως, ότι ο τουρκικός ισλαμισμός υποβάλλει το δυτικό σύστημα ασφαλείας σε ένα δύσκολο στρατηγικό «σταυρόλεξο», η λύση του οποίου θα φέρει είτε μεγάλες συγκρούσεις είτε συμβιβασμούς με ιστορικές «μεταβολές» σε έναν ευρύ γεωπολιτικό χώρο. Αμερικανοί και Ρώσοι, μεγάλοι «παίκτες» στην περιοχή, μπορεί να «αδειάσουν» αύριο τον «σουλτάνο», αν τους γίνει πολύ... ενοχλητικός και πειράξει τα στρατηγήματά τους. Αλλά, σε αυτή την ιστορία, η Αθήνα, πέρα απ την ενίσχυση της αμυντικής της θωράκισης, είναι υποχρεωμένη να επιδείξει έντονο διπλωματικό δυναμισμό σε ευρωπαϊκό, ΝΑΤΟϊκό και μεσανατολικό επίπεδο. Σήμερα, η Αγκυρα θέλει να ακυρώσει κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας στη θάλασσα, έως και να εγείρει «ζητήματα» κυριαρχίας ελληνικών νησιωτικών εδαφών. Ουσιαστικά, στόχο έχει να «διώξει» την Ελλάδα από τη Μεσόγειο, για να καταστεί με στρατιωτικά μέσα η Τουρκία πρώτη ναυτική δύναμη στη θάλασσα - ένα οθωμανικό όνειρο αιώνων.