Στο τραπέζι με τον επιτιθέμενο μόνο υπό δύο προϋποθέσεις
Εφ’ όσον αληθεύει ότι πρόκειται να διεξαχθούν στις αρχές του 2021 «διερευνητικές» συνομιλίες Αθήνας - Αγκυρας, τότε είμαστε στο ξεκίνημα μιας υπόθεσης μείζονος σημασίας, που κατά πολύ ξεπερνά ως γεγονός την καλή μας «τρέχουσα επικαιρότητα». Στη συγκεκριμένη συγκυρία, ένας ελληνοτουρκικός διάλογος, με την Τουρκία να κυβερνάται από έναν φανατικό ισλαμιστή, με οξυμμένο νεο-οθωμανικό εθνικισμό, παρουσιάζει εξαιρετικές δυσκολίες.
Η Τουρκία υιοθετεί συμπεριφορές που προσθέτουν βαθμούς θερμοκρασίας στις επί μακρόν τεταμένες σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών. Οι τουρκικές «απαιτήσεις», οι αμφισβητήσεις κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας, με παράκαμψη των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας, οι πολεμικές απειλές από το 1995 και οι ρητορικοί τραμπουκισμοί αποτελούν μια σειρά γεγονότων που ξεκίνησαν το 1973-74. Και αυτά εξελίσσονταν για μία 20ετία με μια Τουρκία την οποία τότε κυβερνούσαν «ευρωπαϊστές» κεμαλικοί, εθνικιστές μεν, πλην και πεπεισμένοι ότι ο φυσικός γεωστρατηγικός τους χώρος ήταν ο ελεγχόμενος από το ΝΑΤΟ. Στα χρόνια του Ερντογάν άλλαξαν τα χρώματα αυτής της Τουρκίας. Σήμερα, με το όραμα του θρησκευτικά φανατισμένου αρχηγού της για μια «τουρκο-ισλαμική αυτοκρατορία», η Άγκυρα θέλει, ούτε λίγο ούτε πολύ, να μεταβάλει την Ελλάδα σε χώρα-δορυφόρο της, σε κατάσταση «φινλανδοποίησης». Με υπαγωγή της χώρας μας και γενικότερα του Ελληνισμού στην υπερεξοπλισμένη Τουρκία, από τη Θράκη έως την Κύπρο.
Η κυβέρνηση του κ. Κυριάκου Μητσοτάκη πρόκειται συνεπώς να συνομιλήσει με μια Τουρκία που είναι με το ένα πόδι έξω από το αμυντικό σύστημα ευρωατλαντικής ασφαλείας, εχθρική προς Ευρωπαίους και κινούμενη εκτός των κανόνων Διεθνούς Δικαίου που υιοθετεί η Δύση. Ο τουρκικός ισλαμισμός πραγματοποιεί πλέον στρατιωτικές επιχειρήσεις έξω από το ΝΑΤΟϊκό πεδίο, στο οποίο κινείται χωρίς παρεκκλίσεις η Ελλάδα.
Επί των ημερών του «νταή» Ερντογάν, η τουρκική επιθετικότητα έχει πάρει νέα χαρακτηριστικά, που εμποδίζουν τις ελληνικές κυβερνήσεις να συζητήσουν πολιτικά με την Αγκυρα, η οποία ουσιαστικά ζητά «γην και ύδωρ» από τους Έλληνες. Η κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη θα πρέπει να εξοπλιστεί με πολύ ισχυρά επιχειρήματα προκειμένου να καθίσει σε ένα τραπέζι διαλόγου με τον Τούρκο αρχηγό της «Μουσουλμανικής Αδελφότητας». Η ελληνική κυβέρνηση μόνον υπό δύο προϋποθέσεις μπορεί να είναι προσεχώς ένας ισχυρός συνομιλητής του νεο-οθωμανού ισλαμιστή Ερντογάν: 1) Να ξεκινήσει τη συζήτηση ως πολιτική ηγεσία χώρας της Ευρωπαϊκής Ενωσης και με διακηρυγμένη την πίστη της Ε.Ε. στα οριζόμενα κατά το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας και άνευ «απειλής πολέμου», 2) με αρραγές εσωτερικό μέτωπο, στη βάση διακομματικής συμφωνίας σε μια συγκεκριμένη εθνική γραμμή.
Aν προσεχώς, μέσα στο 2021, οι συνομιλίες Αθήνας-Αγκύρας αποκτήσουν «βάθος», χωρίς να συντρέχουν τα δύο παραπάνω στοιχεία, τότε μπορούμε να φοβούμαστε για τα χειρότερα. Χωρίς την πρώτη προϋπόθεση, η Αθήνα θα «συρθεί» με παρασκηνιακές πιέσεις εταίρων και συμμάχων σε διμερή πολιτική διαπραγμάτευση με την Άγκυρα και, αν απουσιάζει η δεύτερη προϋπόθεση, καμία ελληνική κυβέρνηση δεν πρόκειται να σταθεί όρθια στην εσωτερική πολιτική σκηνή, για να υπογράψει οποιαδήποτε συμφωνία με την Τουρκία.
Η ελληνική κυβέρνηση έχασε δύο «πόντους» στις 10 του περασμένου Δεκεμβρίου. Πρώτον, διακίνησε βιαστικά, χωρίς προετοιμασία, στην Ε.Ε. το αίτημά της για επιβολή κυρώσεων κατά της Τουρκίας, με αποτέλεσμα η απόρριψή του (ακόμα και από τη Γαλλία) να χαρίσει μια διπλωματική «νίκη» στην Άγκυρα. Και, δεύτερον, από εκείνη τη Σύνοδο Κορυφής η ελληνική ηγεσία δεν φρόντισε τουλάχιστον να αποσπάσει από τους εταίρους μια κοινή δήλωση αντίθεσης στην τουρκική θέση για διάλογο «χωρίς όρους και προϋποθέσεις».
Η Αθήνα απέφυγε κάθε «κόντρα» στην Ε.Ε. στις 10 Δεκεμβρίου 2020, χωρίς να λάβει κάποιο αντάλλαγμα για τη «σύνεσή» της. Ύστερα από αυτά, η υπόθεση του «διαλόγου» με τον Ερντογάν έγινε ακόμα δυσκολότερη για την Αθήνα. Σε πυρακτωμένο πεδίο κινείται πλέον η ελληνική διπλωματία. Και η «πολυμερής» για την Αν. Μεσόγειο ετοιμάζεται…
Η Τουρκία υιοθετεί συμπεριφορές που προσθέτουν βαθμούς θερμοκρασίας στις επί μακρόν τεταμένες σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών. Οι τουρκικές «απαιτήσεις», οι αμφισβητήσεις κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας, με παράκαμψη των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας, οι πολεμικές απειλές από το 1995 και οι ρητορικοί τραμπουκισμοί αποτελούν μια σειρά γεγονότων που ξεκίνησαν το 1973-74. Και αυτά εξελίσσονταν για μία 20ετία με μια Τουρκία την οποία τότε κυβερνούσαν «ευρωπαϊστές» κεμαλικοί, εθνικιστές μεν, πλην και πεπεισμένοι ότι ο φυσικός γεωστρατηγικός τους χώρος ήταν ο ελεγχόμενος από το ΝΑΤΟ. Στα χρόνια του Ερντογάν άλλαξαν τα χρώματα αυτής της Τουρκίας. Σήμερα, με το όραμα του θρησκευτικά φανατισμένου αρχηγού της για μια «τουρκο-ισλαμική αυτοκρατορία», η Άγκυρα θέλει, ούτε λίγο ούτε πολύ, να μεταβάλει την Ελλάδα σε χώρα-δορυφόρο της, σε κατάσταση «φινλανδοποίησης». Με υπαγωγή της χώρας μας και γενικότερα του Ελληνισμού στην υπερεξοπλισμένη Τουρκία, από τη Θράκη έως την Κύπρο.
Η κυβέρνηση του κ. Κυριάκου Μητσοτάκη πρόκειται συνεπώς να συνομιλήσει με μια Τουρκία που είναι με το ένα πόδι έξω από το αμυντικό σύστημα ευρωατλαντικής ασφαλείας, εχθρική προς Ευρωπαίους και κινούμενη εκτός των κανόνων Διεθνούς Δικαίου που υιοθετεί η Δύση. Ο τουρκικός ισλαμισμός πραγματοποιεί πλέον στρατιωτικές επιχειρήσεις έξω από το ΝΑΤΟϊκό πεδίο, στο οποίο κινείται χωρίς παρεκκλίσεις η Ελλάδα.
Επί των ημερών του «νταή» Ερντογάν, η τουρκική επιθετικότητα έχει πάρει νέα χαρακτηριστικά, που εμποδίζουν τις ελληνικές κυβερνήσεις να συζητήσουν πολιτικά με την Αγκυρα, η οποία ουσιαστικά ζητά «γην και ύδωρ» από τους Έλληνες. Η κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη θα πρέπει να εξοπλιστεί με πολύ ισχυρά επιχειρήματα προκειμένου να καθίσει σε ένα τραπέζι διαλόγου με τον Τούρκο αρχηγό της «Μουσουλμανικής Αδελφότητας». Η ελληνική κυβέρνηση μόνον υπό δύο προϋποθέσεις μπορεί να είναι προσεχώς ένας ισχυρός συνομιλητής του νεο-οθωμανού ισλαμιστή Ερντογάν: 1) Να ξεκινήσει τη συζήτηση ως πολιτική ηγεσία χώρας της Ευρωπαϊκής Ενωσης και με διακηρυγμένη την πίστη της Ε.Ε. στα οριζόμενα κατά το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας και άνευ «απειλής πολέμου», 2) με αρραγές εσωτερικό μέτωπο, στη βάση διακομματικής συμφωνίας σε μια συγκεκριμένη εθνική γραμμή.
Aν προσεχώς, μέσα στο 2021, οι συνομιλίες Αθήνας-Αγκύρας αποκτήσουν «βάθος», χωρίς να συντρέχουν τα δύο παραπάνω στοιχεία, τότε μπορούμε να φοβούμαστε για τα χειρότερα. Χωρίς την πρώτη προϋπόθεση, η Αθήνα θα «συρθεί» με παρασκηνιακές πιέσεις εταίρων και συμμάχων σε διμερή πολιτική διαπραγμάτευση με την Άγκυρα και, αν απουσιάζει η δεύτερη προϋπόθεση, καμία ελληνική κυβέρνηση δεν πρόκειται να σταθεί όρθια στην εσωτερική πολιτική σκηνή, για να υπογράψει οποιαδήποτε συμφωνία με την Τουρκία.
Η ελληνική κυβέρνηση έχασε δύο «πόντους» στις 10 του περασμένου Δεκεμβρίου. Πρώτον, διακίνησε βιαστικά, χωρίς προετοιμασία, στην Ε.Ε. το αίτημά της για επιβολή κυρώσεων κατά της Τουρκίας, με αποτέλεσμα η απόρριψή του (ακόμα και από τη Γαλλία) να χαρίσει μια διπλωματική «νίκη» στην Άγκυρα. Και, δεύτερον, από εκείνη τη Σύνοδο Κορυφής η ελληνική ηγεσία δεν φρόντισε τουλάχιστον να αποσπάσει από τους εταίρους μια κοινή δήλωση αντίθεσης στην τουρκική θέση για διάλογο «χωρίς όρους και προϋποθέσεις».
Η Αθήνα απέφυγε κάθε «κόντρα» στην Ε.Ε. στις 10 Δεκεμβρίου 2020, χωρίς να λάβει κάποιο αντάλλαγμα για τη «σύνεσή» της. Ύστερα από αυτά, η υπόθεση του «διαλόγου» με τον Ερντογάν έγινε ακόμα δυσκολότερη για την Αθήνα. Σε πυρακτωμένο πεδίο κινείται πλέον η ελληνική διπλωματία. Και η «πολυμερής» για την Αν. Μεσόγειο ετοιμάζεται…