Οι καλές σχέσεις Ελλάδας - ΗΠΑ και η εχθρική στάση της Γερμανίας
Το ζήτημα για την κυβέρνηση Μητσοτάκη είναι το πώς εκτιμά σήμερα η Ουάσινγκτον την περίπτωση του Βερολίνου
Το διεθνές σκηνικό γύρω από την Ελλάδα καθίσταται ολοένα και πιο σύνθετο, καθώς οι «νέες» πολιτικές του προέδρου Μπάιντεν κρατούν σε εκκρεμότητα μια σειρά στρατηγικών επιλογών των ΗΠΑ και ζητήματα «συνεννόησης» της Ουάσινγκτον με ορισμένες χώρες σε «εύφλεκτες» περιοχές από τον Καύκασο έως την Εγγύς Ανατολή και τη Μεσόγειο.
Στο πλαίσιο αυτό, έχουν ιδιαίτερη σημασία για την Ελλάδα οι σχέσεις που πρόκειται να διαμορφωθούν προσεχώς μεταξύ της Τουρκίας και των Ηνωμένων Πολιτειών. Και από εκεί τα πράγματα θα οδηγήσουν στην αναζήτηση «σταθερών» σημείων από την Αθήνα απέναντι στα προβλήματα που δημιουργεί ήδη για την Ελλάδα και την Κύπρο η επιθετική πολιτική του ισλαμικού καθεστώτος Ερντογάν. Σήμερα, η Αθήνα διατηρεί τις καλύτερες πολιτικές σχέσεις που είχε ποτέ μετά το 1974 με την Ουάσινγκτον. Επιπλέον, η χώρα μας έχει στενή στρατιωτική συνεργασία με τις ΗΠΑ και, μάλιστα, έχει δώσει στις αμερικανικές δυνάμεις μια σειρά σημαντικής στρατηγικής αξίας «διευκολύνσεις» επί ελληνικού εδάφους, από τη Βόρεια Ελλάδα έως και την Κρήτη. Η ανάπτυξη αυτής της συνεργασίας συνδέεται, ως γνωστόν, με το γεγονός ότι η ισλαμική Τουρκία του Ερντογάν είναι πλέον για την Ουάσινγκτον ένας «αβέβαιος» και «αναξιόπιστος» σύμμαχος. Και αυτό αναβαθμίζει τη στρατηγική αξία της αξιόπιστης συμμάχου Ελλάδας στο σύστημα ασφαλείας της Δύσης.
Στην παρούσα φάση και σε αναμονή «τακτοποίησης» ορισμένων ζητημάτων στην περιοχή μας, γεννιούνται κάποια καίρια ερωτήματα για την ελληνική εξωτερική πολιτική. Αν, για παράδειγμα, η Ουάσινγκτον «τα βρει» τελικά με την Άγκυρα, αυτό τι θα σήμαινε για την εξέλιξη των ελληνοτουρκικών σχέσεων και για το Κυπριακό; Και η στενή στρατιωτική συνεργασία Ελλάδας - ΗΠΑ τι θα σήμαινε στην περίπτωση ελληνοτουρκικής «ανάφλεξης» στο Αιγαίο και νότια της Κρήτης, όπου η Αγκυρα προκλητικά και επικίνδυνα αμφισβητεί την υφαλοκρηπίδα της Μεγαλονήσου; Η αμερικανική στήριξη στις συμμαχίες της Ελλάδας και της Κύπρου με Ισραήλ και Αίγυπτο στην Ανατολική Μεσόγειο σε τι θα μεταφραζόταν, αν η Τουρκία συνέχιζε την επιχείρηση εδαφικής επέκτασής της στην Κύπρο; Και οι ΗΠΑ πώς θα χειρίζονταν την κίνηση να «στραφούν» οι στρατιωτικές κυπριακές βάσεις της Τουρκίας προς Ισραήλ και Αίγυπτο;
Δυτικά της χώρας, στην Ευρώπη, η εξωτερική πολιτική της Ελλάδας δυσκολεύεται από την απροκάλυπτη ταύτιση των συμφερόντων της Γερμανίας με την Τουρκία και την «υπόγεια» γερμανική επιδοκιμασία της ανάμειξης των «Αδελφών Μουσουλμάνων» στην Ανατολική Μεσόγειο - πράγμα γνωστό στους διπλωματικούς διαδρόμους της Ε.Ε. και της Αθήνας, βεβαίως. Η στάση αυτή του Βερολίνου, που ξεκάθαρα αντιπαρατίθεται στην παρουσία της Γαλλίας στην Ανατολική Μεσόγειο, δημιουργεί ένα πρόβλημα, το οποίο η Αθήνα εκτιμά ότι θα προσδιορίσει σε σημαντικό βαθμό την πολιτική των ΗΠΑ στην περιοχή. Η Τουρκία και η Γερμανία ενισχύουν στη Λιβύη και σε γειτονικές μουσουλμανικές χώρες τους «τζιχαντιστές» και έτσι εμμέσως «φέρνουν» στην Ανατολική Μεσόγειο τη Ρωσία - ό,τι χειρότερο δηλαδή για τις ΗΠΑ.
Η φιλόδοξη για «αυτοκρατορικά» παιχνίδια στην Εγγύς Ανατολή και τη Μεσόγειο Γερμανία, που ακολουθεί πλέον δικές της, ξεχωριστές πολιτικές, εκτός των «γραμμών» της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με συνέταιρο την Τουρκία, έρχεται μοιραία αντιμέτωπη με τις ΗΠΑ σε αυτή την περιοχή. Και η ελληνική διπλωματία κινείται ήδη για να αναδείξει και στην Ε.Ε. και στην Ουάσινγκτον τη σημασία που έχει για την περιοχή και για το σύστημα ασφαλείας της Δύσης η στάση της Γερμανίας, που θέλει να εμφανιστεί ως έγκυρος «διαμεσολαβητής» μεταξύ των χωρών της περιοχής.
Ενδεικτικές είναι οι δύο διεθνείς διασκέψεις που οργάνωσε το 2020 και το 2021 το γερμανικό υπουργείο Εξωτερικών, υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, στο Βερολίνο για την ειρήνευση στη Λιβύη, με συμμετοχή 16 χωρών… εκτός της Ελλάδας, που πεισματικά η Γερμανία αρνήθηκε να προσκαλέσει! Το ζήτημα, λοιπόν, για την κυβέρνηση του κ. Κυριάκου Μητσοτάκη είναι το πώς εκτιμά σήμερα η Ουάσινγκτον την περίπτωση της Γερμανίας, τη δραστηριότητα της οποίας στην Ανατολική Μεσόγειο δεν έχει έως τώρα θελήσει να ανακόψει.
Στο πλαίσιο αυτό, έχουν ιδιαίτερη σημασία για την Ελλάδα οι σχέσεις που πρόκειται να διαμορφωθούν προσεχώς μεταξύ της Τουρκίας και των Ηνωμένων Πολιτειών. Και από εκεί τα πράγματα θα οδηγήσουν στην αναζήτηση «σταθερών» σημείων από την Αθήνα απέναντι στα προβλήματα που δημιουργεί ήδη για την Ελλάδα και την Κύπρο η επιθετική πολιτική του ισλαμικού καθεστώτος Ερντογάν. Σήμερα, η Αθήνα διατηρεί τις καλύτερες πολιτικές σχέσεις που είχε ποτέ μετά το 1974 με την Ουάσινγκτον. Επιπλέον, η χώρα μας έχει στενή στρατιωτική συνεργασία με τις ΗΠΑ και, μάλιστα, έχει δώσει στις αμερικανικές δυνάμεις μια σειρά σημαντικής στρατηγικής αξίας «διευκολύνσεις» επί ελληνικού εδάφους, από τη Βόρεια Ελλάδα έως και την Κρήτη. Η ανάπτυξη αυτής της συνεργασίας συνδέεται, ως γνωστόν, με το γεγονός ότι η ισλαμική Τουρκία του Ερντογάν είναι πλέον για την Ουάσινγκτον ένας «αβέβαιος» και «αναξιόπιστος» σύμμαχος. Και αυτό αναβαθμίζει τη στρατηγική αξία της αξιόπιστης συμμάχου Ελλάδας στο σύστημα ασφαλείας της Δύσης.
Στην παρούσα φάση και σε αναμονή «τακτοποίησης» ορισμένων ζητημάτων στην περιοχή μας, γεννιούνται κάποια καίρια ερωτήματα για την ελληνική εξωτερική πολιτική. Αν, για παράδειγμα, η Ουάσινγκτον «τα βρει» τελικά με την Άγκυρα, αυτό τι θα σήμαινε για την εξέλιξη των ελληνοτουρκικών σχέσεων και για το Κυπριακό; Και η στενή στρατιωτική συνεργασία Ελλάδας - ΗΠΑ τι θα σήμαινε στην περίπτωση ελληνοτουρκικής «ανάφλεξης» στο Αιγαίο και νότια της Κρήτης, όπου η Αγκυρα προκλητικά και επικίνδυνα αμφισβητεί την υφαλοκρηπίδα της Μεγαλονήσου; Η αμερικανική στήριξη στις συμμαχίες της Ελλάδας και της Κύπρου με Ισραήλ και Αίγυπτο στην Ανατολική Μεσόγειο σε τι θα μεταφραζόταν, αν η Τουρκία συνέχιζε την επιχείρηση εδαφικής επέκτασής της στην Κύπρο; Και οι ΗΠΑ πώς θα χειρίζονταν την κίνηση να «στραφούν» οι στρατιωτικές κυπριακές βάσεις της Τουρκίας προς Ισραήλ και Αίγυπτο;
Δυτικά της χώρας, στην Ευρώπη, η εξωτερική πολιτική της Ελλάδας δυσκολεύεται από την απροκάλυπτη ταύτιση των συμφερόντων της Γερμανίας με την Τουρκία και την «υπόγεια» γερμανική επιδοκιμασία της ανάμειξης των «Αδελφών Μουσουλμάνων» στην Ανατολική Μεσόγειο - πράγμα γνωστό στους διπλωματικούς διαδρόμους της Ε.Ε. και της Αθήνας, βεβαίως. Η στάση αυτή του Βερολίνου, που ξεκάθαρα αντιπαρατίθεται στην παρουσία της Γαλλίας στην Ανατολική Μεσόγειο, δημιουργεί ένα πρόβλημα, το οποίο η Αθήνα εκτιμά ότι θα προσδιορίσει σε σημαντικό βαθμό την πολιτική των ΗΠΑ στην περιοχή. Η Τουρκία και η Γερμανία ενισχύουν στη Λιβύη και σε γειτονικές μουσουλμανικές χώρες τους «τζιχαντιστές» και έτσι εμμέσως «φέρνουν» στην Ανατολική Μεσόγειο τη Ρωσία - ό,τι χειρότερο δηλαδή για τις ΗΠΑ.
Η φιλόδοξη για «αυτοκρατορικά» παιχνίδια στην Εγγύς Ανατολή και τη Μεσόγειο Γερμανία, που ακολουθεί πλέον δικές της, ξεχωριστές πολιτικές, εκτός των «γραμμών» της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με συνέταιρο την Τουρκία, έρχεται μοιραία αντιμέτωπη με τις ΗΠΑ σε αυτή την περιοχή. Και η ελληνική διπλωματία κινείται ήδη για να αναδείξει και στην Ε.Ε. και στην Ουάσινγκτον τη σημασία που έχει για την περιοχή και για το σύστημα ασφαλείας της Δύσης η στάση της Γερμανίας, που θέλει να εμφανιστεί ως έγκυρος «διαμεσολαβητής» μεταξύ των χωρών της περιοχής.
Ενδεικτικές είναι οι δύο διεθνείς διασκέψεις που οργάνωσε το 2020 και το 2021 το γερμανικό υπουργείο Εξωτερικών, υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, στο Βερολίνο για την ειρήνευση στη Λιβύη, με συμμετοχή 16 χωρών… εκτός της Ελλάδας, που πεισματικά η Γερμανία αρνήθηκε να προσκαλέσει! Το ζήτημα, λοιπόν, για την κυβέρνηση του κ. Κυριάκου Μητσοτάκη είναι το πώς εκτιμά σήμερα η Ουάσινγκτον την περίπτωση της Γερμανίας, τη δραστηριότητα της οποίας στην Ανατολική Μεσόγειο δεν έχει έως τώρα θελήσει να ανακόψει.