Η στρατηγική «αφασία» της Ε.Ε. και οι ανησυχίες της Ελλάδας
Η Ευρωπαϊκή Ένωση δίνει την εικόνα μιας δύναμης που δεν θα είναι σε θέση να αντιμετωπίσει ως γεωπολιτική οντότητα τις προκλήσεις του μέλλοντος
Τα πρόσφατα, δραματικά γεγονότα στο Αφγανιστάν δεν έπληξαν μόνο το κύρος των ΗΠΑ ως δύναμης πλανητικής ισχύος. Ήρθαν για να θυμίσουν στους «27» Ευρωπαίους κατά τον πιο έντονο τρόπο τη στρατηγική γύμνια της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τη συνακόλουθη έλλειψη συλλογικής άμυνας και ασφάλειας. Κατέστη σαφές ότι η Ε.Ε. δεν είναι σε θέση να παίξει ενεργό ρόλο στη διεθνή σκηνή και ότι η γεωπολιτική επιρροή στον κόσμο είναι σήμερα εξαιρετικά χαμηλή. Η Ευρωπαϊκή Ένωση όχι μόνο είναι στρατηγικά απούσα και τρομαγμένη από τις εξελίξεις, αλλά δίνει την εικόνα μιας δύναμης που δεν θα είναι σε θέση να αντιμετωπίσει ως γεωπολιτική οντότητα ούτε τις προκλήσεις του μέλλοντος που άλλες δυνάμεις, εκτός Ευρώπης, δρομολογούν. Η πρώτη απόφαση της Ε.Ε. για την έναρξη διαδικασίας με στόχο τη διαμόρφωση κοινής αμυντικής πολιτικής και άμυνας ελήφθη το 1998 και σήμερα, έπειτα από 23 χρόνια, οι Ευρωπαίοι ακόμη… «ψάχνονται» για να βρουν πώς, άραγε, θα υλοποιούσαν αυτό το σχέδιο, χωρίς, μάλιστα, να προκαλέσουν «παρεξηγήσεις» με την ηγεσία του ΝΑΤΟ. Στο μεταξύ, η Ευρωπαϊκή Ένωση, μη διαθέτοντας κοινή εξωτερική πολιτική, έφτιαξε έναν μηχανισμό διπλωματικής εκπροσώπησής της στη διεθνή σκηνή με έναν εντολοδόχο της, «ύπατο εκπρόσωπο εξωτερικής πολιτικής», που περιφέρεται, ο δυστυχής, στη διεθνή σκηνή μεταφέροντας διεθνώς ανυπόληπτα «συμπεράσματα» των Συνόδων Κορυφής της Ε.Ε. για διάφορες υποθέσεις που εξελίσσονται στον κόσμο.
Με δεδομένο αυτό το κενό ευρωπαϊκής στρατηγικής και κοινής εξωτερικής πολιτικής και άμυνας, οι Γερμανοί και οι Γάλλοι «τρώγονται» να προχωρήσουν στην κατασκευή ενός «ευρωπαϊκού στρατού», που θα στήριζε την προσπάθεια στρατηγικής αυτονομίας της Ε.Ε., έστω και με απόφαση περιορισμένου αριθμού κρατών-μελών της Ένωσης. Κατά την άποψη αυτή, η Ε.Ε. με αυτόν τον στρατό θα μπορεί να διεκδικήσει ρόλο πολιτικής υπερδύναμης, κι ας μη διαθέτει κοινή εξωτερική πολιτική ως βάση συλλογικού συστήματος ασφαλείας. Στρατιωτική «δύναμη ταχείας αντίδρασης», λοιπόν, για αυτόνομη εμπλοκή σε πεδία κρίσεων και για κοινή πολιτική... βλέπουν αργότερα.
Η γερμανική άποψη για οπωσδήποτε ελληνική στήριξη στο εν λόγω εγχείρημα προβάλλεται πάλι σήμερα στην Αθήνα από συμπαθείς «ευρωπαϊστές», που εξακολουθούν να πιστεύουν ότι κάποτε η Ευρωπαϊκή Ένωση θα μπορεί και θα θέλει να εγγυηθεί τα ανατολικά σύνορά της που υπερασπίζεται η Ελλάδα, έχοντας απέναντί της την επιθετική Τουρκία. Όσο για το γεγονός ότι έως σήμερα ποτέ στην Ε.Ε. δεν τέθηκε καν πολιτικό ζήτημα «εγγύησης» ελληνικών συνόρων και ότι η μόνη «στρατηγική» σκέψη στους κόλπους της είναι οι στρατηγικές σχέσεις που αναπτύσσει το Βερολίνο με την Τουρκία, αυτά οι διαφημιστές του «ευρωπαϊκού στρατού» προτιμούν να τα προσπερνούν.
Πίσω από την έντονη υπεράσπιση της θέσης για οπωσδήποτε, και μάλιστα κατά προτεραιότητα, συμμετοχή της Ελλάδας στον σχεδιαζόμενο «ευρωπαϊκό στρατό» βρίσκεται η έντονη δυσαρέσκεια της Γερμανίας για τη στενότατη αμυντική συνεργασία της Ελλάδας με τις ΗΠΑ, που «βλέπει» τη στρατηγική γραμμή η οποία ενώνει τη Μαύρη Θάλασσα με το Σουέζ. Η ελληνική κυβέρνηση δικαίως διατηρεί μεγάλες επιφυλάξεις για το γαλλο-γερμανικό εγχείρημα. Όχι μόνον επειδή η αμυντική πολιτική της και η διάταξη των δυνάμεων της Ελλάδας έχουν στο επιχειρησιακό κέντρο τους τη στρατιωτική συνεργασία με τις ΗΠΑ και τις συνασκήσεις της με το ΝΑΤΟ, αλλά και επειδή η Αθήνα μόνο καλές σκέψεις δεν κάνει όταν φαντάζεται «αυτόνομες» στρατιωτικές εμπλοκές της Ε.Ε. σε «καυτά» πεδία κρίσεων εκτός Ευρώπης. Σύντομα, πάντως, η Αθήνα θα κληθεί να πάρει θέση σε αυτήν την ιστορία, που, αν εξελιχθεί, μόνο «πονοκεφάλους» θα υπόσχεται στα υπουργεία Εξωτερικών και Άμυνας της χώρας.
Με δεδομένο αυτό το κενό ευρωπαϊκής στρατηγικής και κοινής εξωτερικής πολιτικής και άμυνας, οι Γερμανοί και οι Γάλλοι «τρώγονται» να προχωρήσουν στην κατασκευή ενός «ευρωπαϊκού στρατού», που θα στήριζε την προσπάθεια στρατηγικής αυτονομίας της Ε.Ε., έστω και με απόφαση περιορισμένου αριθμού κρατών-μελών της Ένωσης. Κατά την άποψη αυτή, η Ε.Ε. με αυτόν τον στρατό θα μπορεί να διεκδικήσει ρόλο πολιτικής υπερδύναμης, κι ας μη διαθέτει κοινή εξωτερική πολιτική ως βάση συλλογικού συστήματος ασφαλείας. Στρατιωτική «δύναμη ταχείας αντίδρασης», λοιπόν, για αυτόνομη εμπλοκή σε πεδία κρίσεων και για κοινή πολιτική... βλέπουν αργότερα.
Η γερμανική άποψη για οπωσδήποτε ελληνική στήριξη στο εν λόγω εγχείρημα προβάλλεται πάλι σήμερα στην Αθήνα από συμπαθείς «ευρωπαϊστές», που εξακολουθούν να πιστεύουν ότι κάποτε η Ευρωπαϊκή Ένωση θα μπορεί και θα θέλει να εγγυηθεί τα ανατολικά σύνορά της που υπερασπίζεται η Ελλάδα, έχοντας απέναντί της την επιθετική Τουρκία. Όσο για το γεγονός ότι έως σήμερα ποτέ στην Ε.Ε. δεν τέθηκε καν πολιτικό ζήτημα «εγγύησης» ελληνικών συνόρων και ότι η μόνη «στρατηγική» σκέψη στους κόλπους της είναι οι στρατηγικές σχέσεις που αναπτύσσει το Βερολίνο με την Τουρκία, αυτά οι διαφημιστές του «ευρωπαϊκού στρατού» προτιμούν να τα προσπερνούν.
Πίσω από την έντονη υπεράσπιση της θέσης για οπωσδήποτε, και μάλιστα κατά προτεραιότητα, συμμετοχή της Ελλάδας στον σχεδιαζόμενο «ευρωπαϊκό στρατό» βρίσκεται η έντονη δυσαρέσκεια της Γερμανίας για τη στενότατη αμυντική συνεργασία της Ελλάδας με τις ΗΠΑ, που «βλέπει» τη στρατηγική γραμμή η οποία ενώνει τη Μαύρη Θάλασσα με το Σουέζ. Η ελληνική κυβέρνηση δικαίως διατηρεί μεγάλες επιφυλάξεις για το γαλλο-γερμανικό εγχείρημα. Όχι μόνον επειδή η αμυντική πολιτική της και η διάταξη των δυνάμεων της Ελλάδας έχουν στο επιχειρησιακό κέντρο τους τη στρατιωτική συνεργασία με τις ΗΠΑ και τις συνασκήσεις της με το ΝΑΤΟ, αλλά και επειδή η Αθήνα μόνο καλές σκέψεις δεν κάνει όταν φαντάζεται «αυτόνομες» στρατιωτικές εμπλοκές της Ε.Ε. σε «καυτά» πεδία κρίσεων εκτός Ευρώπης. Σύντομα, πάντως, η Αθήνα θα κληθεί να πάρει θέση σε αυτήν την ιστορία, που, αν εξελιχθεί, μόνο «πονοκεφάλους» θα υπόσχεται στα υπουργεία Εξωτερικών και Άμυνας της χώρας.