Δικό τους στρατό ζητούν οι Ευρωπαίοι για «έξοδο» εκτός των συνόρων της Ε.Ε
Η αιτιολόγηση της δημιουργίας «δύναμης ταχείας ανάπτυξης» με 5.000 άνδρες περιλαμβάνει επιχειρήματα, όχι σε απόλυτα λογική σύνδεση μεταξύ τους
Μπορεί να μη διαθέτει κοινή εξωτερική πολιτική και άμυνα η Ευρωπαϊκή Ένωση, ούτε κοινή στρατηγική αντίληψη για τις διεθνείς υποθέσεις που αναφέρονται στα ετησίως εκδιδόμενα κείμενα των Συμπερασμάτων των «27», παρ’ όλα αυτά οι εταίροι συζητούν για το ενδεχόμενο δημιουργίας ευρωπαϊκού στρατού. Είναι προφανές ότι οι «μανδαρίνοι» των Βρυξελλών δεν πτοούνται απ’ το γεγονός της τραυματισμένης εσωτερικής συνοχής της Ε.Ε., δεν πτοούνται απ’ το γεγονός ότι η Ε.Ε. δεν έχει ακόμα ξεπεράσει τα χαρακτηριστικά της ως μιας μεγάλης οικονομικής εμπορικής ένωσης, χωρίς πολιτικό οργανισμό. Και αναζητούν στρατιωτικό μηχανισμό «ταχείας ανάπτυξης» για δράσεις εκτός Ευρώπης, όχι απαραίτητα με ομοφωνία των μελών της Ε.Ε. ούτε «πάντοτε απαραίτητα» με απόφαση των Ηνωμένων Εθνών… Από τη σχετική πρόταση, που συνέταξε σε προσχέδιο «Στρατηγικής Πυξίδας» της Ε.Ε., στα χνάρια της Συνθήκης της Λισσαβώνας, ο «ύπατος εκπρόσωπος» της Ένωσης για την εξωτερική πολιτική, Ζοζέπ Μπορέλ, μπορεί κανείς εύκολα να υποψιαστεί σε ποιο άσχημο «μπέρδεμα» μπορεί να βρεθούν οι εταίροι της Ε.Ε. αν μια μειοψηφία τους, με επικεφαλής τη Γαλλία και τη Γερμανία, αποφασίσει στρατιωτικές επιχειρήσεις μακριά από την Ευρώπη, σε διάφορες περιοχές του κόσμου, με «παρεμβάσεις σε συρράξεις» και «επιχειρήσεις σταθεροποίησης», όπως αναφέρεται στην «Πυξίδα» (ένα «σενάριο» είναι, για παράδειγμα, η «αποστολή δύναμης παρεμβολής στη Λιβύη», λέει ο κ. Μπορέλ…).
Η αιτιολόγηση της δημιουργίας ευρωπαϊκής «δύναμης ταχείας ανάπτυξης» με 5.000 άνδρες περιλαμβάνει σκέψεις και διάφορα επιχειρήματα, όχι σε απόλυτα λογική σύνδεση μεταξύ τους. Από τη μία αναφέρεται ότι η διασφάλιση της συλλογικής εδαφικής άμυνας της Ευρώπης παρέχεται αδιαμφισβήτητα από το ΝΑΤΟ, από την άλλη «η Ευρώπη είναι χώρος απειλούμενος», «βρίσκεται σε κίνδυνο» και «είναι δική της ευθύνη να εντοπίσει τις προκλήσεις, τις απειλές και τους κινδύνους» και να δώσει «τις δικές της απαντήσεις»… «Κανείς δεν θέλει να δημιουργήσει το ευρωπαϊκό ΝΑΤΟ», αλλά η Ε.Ε. «θα πρέπει να εργαστεί προς την κατεύθυνση κοινής άμυνας», όπως αναφέρεται και στη Συνθήκη της Λισσαβώνας.
Πόσο δυνατόν είναι να έχουν «κοινή αντίληψη των απειλών» οι 27 εταίροι, ποια θα ήταν, άραγε, τα εκτός Ε.Ε. κοινά ευρωπαϊκά συμφέροντα, που θα χρειάζονταν «εκτάκτως» στρατιωτική υπεράσπιση, ποιοι και πώς θα ορίσουν την «κοινή άμυνα» της Ένωσης, όλα αυτά αποτελούν προφανώς ένα σύνθετο ερώτημα, που μένει μετέωρο. Ο κ. Μπορέλ είπε ότι «η στρατηγική ικανότητα της Ευρώπης συρρικνώνεται» τη στιγμή που τέτοια «ικανότητα» απλώς δεν υφίσταται. Και αναφέρθηκε αόριστα σε «απειλές που έρχονται από παντού, με διαφορετικούς τρόπους». Όλες αυτές οι διατυπώσεις που περιλαμβάνονται στη «Στρατηγική Πυξίδα», την οποία προ ημερών παρέλαβε η Κομισιόν, δείχνουν ότι καταβάλλεται προσπάθεια από το Βερολίνο και το Παρίσι να παρακαμφθεί η απουσία εξωτερικής πολιτικής της Ε.Ε., που λογικά θα στήριζε και θα αιτιολογούσε μια κοινή αμυντική πολιτική. Καταβάλλεται, ακόμα, προσπάθεια να αναζητηθεί τρόπος να μη χρειάζεται μια ομόφωνη, ισχυρή «εντολή» (mandat) από τους εταίρους για να αναληφθούν στρατιωτικές επιχειρήσεις εκτός Ευρώπης. Στο σημερινό, πλαδαρό «μωσαϊκό» της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που δεν διαθέτει καμία συγκροτημένη εξωτερική πολιτική και καμία πρακτική πολιτική δυνατότητα για να πετύχει ουσιαστικές «παρεμβολές» σε κρίσι μα διεθνή ζητήματα, εύκολα γίνεται αντιληπτό ότι τα περί «ευρωπαϊκού στρατού» μόνο μεγάλα προβλήματα μπορεί να προσθέσουν στα ήδη υπάρχοντα μέσα στην Ε.Ε. Με την Ε.Ε. στην κατάσταση που όλοι γνωρίζουμε, πιο πολύ με φιλόδοξο γαλλογερμανικό εγχείρημα, ανταγωνιστικό των ΗΠΑ, μοιάζει αυτή η υπόθεση και διόλου με αναζήτηση κοινής «ευρωπαϊκής στρατηγικής».
Η Ελλάδα ανήκει στις 14 χώρες της Ε.Ε. που αιτούνται τη δημιουργία δύναμης ταχείας επεμβάσεως για μια ευρωπαϊκή άμυνα με «νέα αντίληψη ασφαλείας». Φαίνεται ότι η ελληνική ηγεσία υποθέτει πως αυτή η στρατιωτική δύναμη θα υπερασπιζόταν στο μέλλον ως «ευρωπαϊκά» και ελληνικά εθνικά συμφέροντα, που θα τελούσαν υπό την απειλή τρίτων. Μια μάλλον αφελής εκτίμηση.
Η αιτιολόγηση της δημιουργίας ευρωπαϊκής «δύναμης ταχείας ανάπτυξης» με 5.000 άνδρες περιλαμβάνει σκέψεις και διάφορα επιχειρήματα, όχι σε απόλυτα λογική σύνδεση μεταξύ τους. Από τη μία αναφέρεται ότι η διασφάλιση της συλλογικής εδαφικής άμυνας της Ευρώπης παρέχεται αδιαμφισβήτητα από το ΝΑΤΟ, από την άλλη «η Ευρώπη είναι χώρος απειλούμενος», «βρίσκεται σε κίνδυνο» και «είναι δική της ευθύνη να εντοπίσει τις προκλήσεις, τις απειλές και τους κινδύνους» και να δώσει «τις δικές της απαντήσεις»… «Κανείς δεν θέλει να δημιουργήσει το ευρωπαϊκό ΝΑΤΟ», αλλά η Ε.Ε. «θα πρέπει να εργαστεί προς την κατεύθυνση κοινής άμυνας», όπως αναφέρεται και στη Συνθήκη της Λισσαβώνας.
Η αιτιολόγηση της δημιουργίας «δύναμης ταχείας ανάπτυξης» με 5.000 άνδρες περιλαμβάνει επιχειρήματα, όχι σε απόλυτα λογική σύνδεση μεταξύ τους
Πόσο δυνατόν είναι να έχουν «κοινή αντίληψη των απειλών» οι 27 εταίροι, ποια θα ήταν, άραγε, τα εκτός Ε.Ε. κοινά ευρωπαϊκά συμφέροντα, που θα χρειάζονταν «εκτάκτως» στρατιωτική υπεράσπιση, ποιοι και πώς θα ορίσουν την «κοινή άμυνα» της Ένωσης, όλα αυτά αποτελούν προφανώς ένα σύνθετο ερώτημα, που μένει μετέωρο. Ο κ. Μπορέλ είπε ότι «η στρατηγική ικανότητα της Ευρώπης συρρικνώνεται» τη στιγμή που τέτοια «ικανότητα» απλώς δεν υφίσταται. Και αναφέρθηκε αόριστα σε «απειλές που έρχονται από παντού, με διαφορετικούς τρόπους». Όλες αυτές οι διατυπώσεις που περιλαμβάνονται στη «Στρατηγική Πυξίδα», την οποία προ ημερών παρέλαβε η Κομισιόν, δείχνουν ότι καταβάλλεται προσπάθεια από το Βερολίνο και το Παρίσι να παρακαμφθεί η απουσία εξωτερικής πολιτικής της Ε.Ε., που λογικά θα στήριζε και θα αιτιολογούσε μια κοινή αμυντική πολιτική. Καταβάλλεται, ακόμα, προσπάθεια να αναζητηθεί τρόπος να μη χρειάζεται μια ομόφωνη, ισχυρή «εντολή» (mandat) από τους εταίρους για να αναληφθούν στρατιωτικές επιχειρήσεις εκτός Ευρώπης. Στο σημερινό, πλαδαρό «μωσαϊκό» της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που δεν διαθέτει καμία συγκροτημένη εξωτερική πολιτική και καμία πρακτική πολιτική δυνατότητα για να πετύχει ουσιαστικές «παρεμβολές» σε κρίσι μα διεθνή ζητήματα, εύκολα γίνεται αντιληπτό ότι τα περί «ευρωπαϊκού στρατού» μόνο μεγάλα προβλήματα μπορεί να προσθέσουν στα ήδη υπάρχοντα μέσα στην Ε.Ε. Με την Ε.Ε. στην κατάσταση που όλοι γνωρίζουμε, πιο πολύ με φιλόδοξο γαλλογερμανικό εγχείρημα, ανταγωνιστικό των ΗΠΑ, μοιάζει αυτή η υπόθεση και διόλου με αναζήτηση κοινής «ευρωπαϊκής στρατηγικής».
Η Ελλάδα ανήκει στις 14 χώρες της Ε.Ε. που αιτούνται τη δημιουργία δύναμης ταχείας επεμβάσεως για μια ευρωπαϊκή άμυνα με «νέα αντίληψη ασφαλείας». Φαίνεται ότι η ελληνική ηγεσία υποθέτει πως αυτή η στρατιωτική δύναμη θα υπερασπιζόταν στο μέλλον ως «ευρωπαϊκά» και ελληνικά εθνικά συμφέροντα, που θα τελούσαν υπό την απειλή τρίτων. Μια μάλλον αφελής εκτίμηση.