Η εγκληµατικότητα ανθεί µέσα στη «µεγάλη εικόνα»
Η νέα εγκληµατικότητα κινείται από σκοτεινούς δρόµους ως αναπότρεπτο ή και φυσιολογικό κακό
Μεγάλος θόρυβος σηκώνεται κάθε τόσο στη δηµόσια σκηνή, όταν ο µεγάλων διαστάσεων, πλέον, υπόκοσµος της Αθήνας πραγµατοποιεί εγκληµατικές επιδείξεις, συνήθως νυχτερινές, µε ένοπλες ληστείες, δολοφονίες και µάχες µεταξύ συµµοριών στους δρόµους. ∆ίπλα στους «µεγάλους» του υποκόσµου εξελίσσεται ήδη, διαρκώς ενισχυόµενο, το φαινόµενο των συµµοριών ανηλίκων που επιδίδονται σε κλοπές και σε κακοποιήσεις µικρής ηλικίας παιδιών σε γειτονιές και σε σχολεία της Αθήνας. Θορυβώδεις, πλην επιδερµικές οι «κριτικές» που ασκούν πολιτικά πρόσωπα, κόµµατα και κρατικοί αξιωµατούχοι, διαρκούν ένα-δύο 24ωρα µετά το έγκληµα και συγκεντρώνονται στην αναφορά αδυναµιών και ολιγωρίας των αστυνοµικών και σε κατηγορίες εναντίον των αρµόδιων υπουργών, που έχουν ως αντικείµενο την «προστασία του πολίτη». Εύκολα τα λόγια για όλα αυτά, καθώς οι πολιτικά «αγανακτισµένοι» από την άνευ εµποδίων ανάπτυξη της εγκληµατικότητας αποφεύγουν να ασχοληθούν σοβαρά µε το «γιατί» αυτών των φαινοµένων. Ετσι, η νέα εγκληµατικότητα φαίνεται να κινείται από σκοτεινούς δρόµους ως αναπότρεπτο ή και φυσιολογικό κακό, δίπλα στην καθηµερινότητα των πολιτών.
Όπως συµβαίνει και σε άλλους τοµείς δυσάρεστων κοινωνικών καταστάσεων, τα πράγµατα δεν εξελίσσονται βεβαίως ως µοιραία φαινόµενα «κακοκαιρίας», που προκαλούν καταστροφές και θανατηφόρα δυστυχήµατα. Σε µια χώρα όπως η Ελλάδα, οι διοικητικές, οικονοµικές, νοµικές και εκπαιδευτικές ποιότητές της συνθέτουν τους όρους καθηµερινής ζωής των πολιτών από το δραµατικό 2010 έως και σήµερα. Και µαζί ορίζουν και τα µεγέθη της εγκληµατικότητας, µικρής ή βαριάς, που µπορεί να αναπτύσσεται, ιδιαίτερα σε µεγάλα αστικά κέντρα. Η ανασφαλής και πολλαπλώς ταλαιπωρηµένη ελληνική κοινωνία, που δεν υπόσχεται προοπτικές καλής και δηµιουργικής ζωής στη νεολαία, ιδιαίτερα των πιο αδύναµων λαϊκών στρωµάτων, γεννάει και το 2022 δυσπλασίες σε διάφορα επίπεδα, γεννάει εγκληµατικά κυκλώµατα, τα οποία κυνηγούν τα µεγάλα κέρδη και την «καλή ζωή» από ληστείες, λαθρεµπόρια, από τη διακίνηση ναρκωτικών και την παροχή «προστασίας» σε µαγαζιά, επιχειρήσεις και νυχτερικά κέντρα. Εως τώρα, το όλον πολιτικό σύστηµα δεν έχει καταφέρει να αποτρέψει την άνθηση της εγχώριας εγκληµατικότητας που πιάνει και «στα χαµηλά», ακόµα και ανήλικα παιδιά. Οχι, αποκλειστικώς, επειδή η Αστυνοµία έχει οργανωτικά κενά και εκτελεστικές αδυναµίες, αλλά επειδή όλο το οικοδόµηµα του κράτους της χώρας εξακολουθεί να είναι γεµάτο «τρύπες». Μετά την άνοιξη του 2010 η ελληνική κοινωνία κόπηκε σε χίλια κοµµάτια και ο βίαιος µετασχηµατισµός της δεν ήταν δυνατόν να µην προκαλέσει και καταστροφές πέραν των αυστηρώς οικονοµικών.
Το στοίχηµα της Μεταπολίτευσης κάηκε στην πυρά του 2010, που ακόµη σιγοκαίει. Πλήγµα δέχθηκε η αυτοπεποίθηση της κοινωνίας, ο θυµός και η απελπισία εξέθρεψαν νέες «απόψεις» περί ζωής και δικαίου, το έγκληµα βρήκε εύκολα πολλές νέες «πελατείες». Η διαφθορά σε δηµόσιες υπηρεσίες βρήκε ανοικτούς δρόµους. Επιβεβαιώθηκε το αξίωµα κατά το οποίο «όταν η κεντρική εξουσία αδυνατίζει, τότε έρχεται η ώρα των συµµοριών». Βεβαίως, είναι σηµαντικό να εκπαιδευθούν, να οργανωθούν καλύτερα και µε σύγχρονα µέσα η Αστυνοµία και όλες οι διωκτικές Αρχές. Καλό θα είναι και να βελτιώσουν την ποιότητά τους οι πολιτικοί προϊστάµενοί τους. Οµως, το µέγεθος της εγκληµατικότητας έχει να κάνει πρωτίστως µε την ποιότητα της πολιτικής διαχείρισης µιας κοινωνίας όπως είναι η ελληνική, που ζει ακόµη φοβισµένη κάτω απ’ τη σκιά των τεράτων της «ελεγχόµενης» εθνικής χρεοκοπίας. Η ευθύνη πέφτει, λοιπόν, ακέραιη στις πλάτες των πολιτικών «ελίτ» και των διευθυντικών οµάδων που τις περιβάλλουν. Οι κατόπιν εορτής εύκολες κριτικές, οι φωνές και τα κλαψουρίσµατα για τις νίκες του εγκλήµατος δεν έχουν κανένα νόηµα. Μόνο κλείνουν τους δρόµους για µια ευθεία αντιµετώπιση του προβλήµατος µέσα στο πλαίσιο της «µεγάλης εικόνας» της σηµερινής Ελλάδας.
*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παραπολιτικά στις 16 Ιουλίου 2022
Όπως συµβαίνει και σε άλλους τοµείς δυσάρεστων κοινωνικών καταστάσεων, τα πράγµατα δεν εξελίσσονται βεβαίως ως µοιραία φαινόµενα «κακοκαιρίας», που προκαλούν καταστροφές και θανατηφόρα δυστυχήµατα. Σε µια χώρα όπως η Ελλάδα, οι διοικητικές, οικονοµικές, νοµικές και εκπαιδευτικές ποιότητές της συνθέτουν τους όρους καθηµερινής ζωής των πολιτών από το δραµατικό 2010 έως και σήµερα. Και µαζί ορίζουν και τα µεγέθη της εγκληµατικότητας, µικρής ή βαριάς, που µπορεί να αναπτύσσεται, ιδιαίτερα σε µεγάλα αστικά κέντρα. Η ανασφαλής και πολλαπλώς ταλαιπωρηµένη ελληνική κοινωνία, που δεν υπόσχεται προοπτικές καλής και δηµιουργικής ζωής στη νεολαία, ιδιαίτερα των πιο αδύναµων λαϊκών στρωµάτων, γεννάει και το 2022 δυσπλασίες σε διάφορα επίπεδα, γεννάει εγκληµατικά κυκλώµατα, τα οποία κυνηγούν τα µεγάλα κέρδη και την «καλή ζωή» από ληστείες, λαθρεµπόρια, από τη διακίνηση ναρκωτικών και την παροχή «προστασίας» σε µαγαζιά, επιχειρήσεις και νυχτερικά κέντρα. Εως τώρα, το όλον πολιτικό σύστηµα δεν έχει καταφέρει να αποτρέψει την άνθηση της εγχώριας εγκληµατικότητας που πιάνει και «στα χαµηλά», ακόµα και ανήλικα παιδιά. Οχι, αποκλειστικώς, επειδή η Αστυνοµία έχει οργανωτικά κενά και εκτελεστικές αδυναµίες, αλλά επειδή όλο το οικοδόµηµα του κράτους της χώρας εξακολουθεί να είναι γεµάτο «τρύπες». Μετά την άνοιξη του 2010 η ελληνική κοινωνία κόπηκε σε χίλια κοµµάτια και ο βίαιος µετασχηµατισµός της δεν ήταν δυνατόν να µην προκαλέσει και καταστροφές πέραν των αυστηρώς οικονοµικών.
Το στοίχηµα της Μεταπολίτευσης κάηκε στην πυρά του 2010, που ακόµη σιγοκαίει. Πλήγµα δέχθηκε η αυτοπεποίθηση της κοινωνίας, ο θυµός και η απελπισία εξέθρεψαν νέες «απόψεις» περί ζωής και δικαίου, το έγκληµα βρήκε εύκολα πολλές νέες «πελατείες». Η διαφθορά σε δηµόσιες υπηρεσίες βρήκε ανοικτούς δρόµους. Επιβεβαιώθηκε το αξίωµα κατά το οποίο «όταν η κεντρική εξουσία αδυνατίζει, τότε έρχεται η ώρα των συµµοριών». Βεβαίως, είναι σηµαντικό να εκπαιδευθούν, να οργανωθούν καλύτερα και µε σύγχρονα µέσα η Αστυνοµία και όλες οι διωκτικές Αρχές. Καλό θα είναι και να βελτιώσουν την ποιότητά τους οι πολιτικοί προϊστάµενοί τους. Οµως, το µέγεθος της εγκληµατικότητας έχει να κάνει πρωτίστως µε την ποιότητα της πολιτικής διαχείρισης µιας κοινωνίας όπως είναι η ελληνική, που ζει ακόµη φοβισµένη κάτω απ’ τη σκιά των τεράτων της «ελεγχόµενης» εθνικής χρεοκοπίας. Η ευθύνη πέφτει, λοιπόν, ακέραιη στις πλάτες των πολιτικών «ελίτ» και των διευθυντικών οµάδων που τις περιβάλλουν. Οι κατόπιν εορτής εύκολες κριτικές, οι φωνές και τα κλαψουρίσµατα για τις νίκες του εγκλήµατος δεν έχουν κανένα νόηµα. Μόνο κλείνουν τους δρόµους για µια ευθεία αντιµετώπιση του προβλήµατος µέσα στο πλαίσιο της «µεγάλης εικόνας» της σηµερινής Ελλάδας.
*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παραπολιτικά στις 16 Ιουλίου 2022