Είναι, πράγματι, εκτός χρόνου να ξεκινά στην Αθήνα σήμερα η συζήτηση περί ευρω-δραχμής. Οχι διότι δεν έχει, θεωρητικώς τουλάχιστον, ενδιαφέρον το θέμα, αλλά επειδή δεν τέθηκε όταν έπρεπε να συζητηθεί, και εξαντλητικά μάλιστα, δηλαδή ΠΡΙΝ αποφασιστεί η συμμετοχή της Ελλάδας στη ζώνη ενός σκληρού νομίσματος, του ευρώ. Η συζήτηση, αν γινόταν στην ώρα της, θα φώτιζε ένα θέμα μείζονος εθνικού ενδιαφέροντος. Το νόμισμα μιας χώρας σχετίζεται με τη δύναμη της παραγωγικής βάσης της και συνδέεται με την εθνική κυριαρχία της.

Δεν αποτελεί ένα τεχνικό οικονομικό ζήτημα, ούτε και βαθμολογεί αυτομάτως το κύρος και την ισχύ της χώρας που αποφασίζει να το χρησιμοποιεί.

Πριν από μία 20ετία, οι πολιτικές ηγεσίες των μεγάλων αστικών κομμάτων είπαν «ναι» στο ευρώ, με εντυπωσιακή ελαφρότητα και συνοπτικές διαδικασίες, χωρίς να έχει προηγηθεί δημόσιος διάλογος, πολιτικός και οικονομικός, για μια σε βάθος ανάλυση της υπόθεσης. Θεωρήθηκε, μάλιστα, από τις «ελίτ» της τότε εποχής ιδιαίτερα κολακευτικό για την Ελλάδα το γεγονός της συμμετοχής της στο «κλαμπ» του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος.

Σήμερα, όγδοη χρονιά ύφεσης και με τη χώρα μας οικονομικά κατεστραμμένη, υπό αυστηρό διεθνή οικονομικό έλεγχο, έχει καταστεί σαφές, με τρομερή καθυστέρηση, ότι τα ήδη συρρικνωμένα παραγωγικά μεγέθη της χώρας τη δεκαετία ’90, οι δομικές καθυστερήσεις της και ο φτωχός τεχνικός πολιτισμός της δεν ήταν δυνατόν να της επιτρέψουν το 2001 μια ομαλή συμπόρευσή της με τους κατά πολύ ισχυρότερους «συνεταίρους της στην απαιτητική ευρωζώνη». Το κακό ξεκίνησε πολύ πιο νωρίς για την Ελλάδα.

Ξεκίνησε όταν στην αρχή της ελληνικής θητείας στην τότε εύρωστη Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, το 1981, οι πολιτικές και οικονομικές «ελίτ» δεν μπήκαν στον κόπο να μελετήσουν, προκειμένου να τις αντιμετωπίσουν, τις σοβαρές παραγωγικές επιπτώσεις της συμμετοχής στην ΕΟΚ και να εργασθούν εντατικά για τον εκσυγχρονισμό των υποδομών, του οικονομικού μοντέλου και της δημόσιας διοίκησης. Τα χρόνια πέρασαν με κύματα κοινοτικών επιχορηγήσεων και πλούσιους δανεισμούς ως «καύσιμα» για την επέκταση ενός εντυπωσιακού παρασιτικού καταναλωτισμού.

Στη δημόσια σκηνή πνίγονταν εύκολα οι φωνές εκείνων των ολίγων που προειδοποιούσαν για το επερχόμενο ελληνικό κακό, πολύ πριν από την κρίση του 2009. Κι έτσι, χωρίς σοβαρή κουβέντα, με πολιτικές αερολογίες και θολές ανησυχίες χωρίς βάθος, ήρθε ο κεραυνός του πρώτου Μνημονίου να συνταράξει τη χώρα.

Η Ελλάδα μπήκε με τη φωνή ενός αξιοθρήνητου πρωθυπουργού σε διεθνή οικονομικό έλεγχο, με πρόγραμμα που συνέταξαν ξένοι για λογαριασμό της. Το μείζον, ιστορικών διαστάσεων, γεγονός συνέβη αιφνιδίως και έλαβε, μετά την ανακοίνωσή του, θετική ψήφο από τη Βουλή. Δεν είχε προηγηθεί καμία συζήτηση για το θέμα στην κυβέρνηση, στα κόμματα, στο Κοινοβούλιο, στην επιστημονική κοινότητα. Το τι ακολούθησε το γνωρίζουμε όλοι μας.

Σήμερα, λοιπόν, στα ξαφνικά, αφού ο πολιτικός κόσμος έχει καταπιεί από το 2010 «αμάσητα» τα Μνημόνια και αφού δεν μπόρεσε ούτε μία σελίδα προγράμματος παραγωγικής ανασύνταξης της χώρας να παρουσιάσει, ακούμε λόγια και καυγάδες για τη δραχμή! Διότι με καθυστέρηση περίπου δύο δεκαετιών υποστηρίζεται από πολλούς ότι με το ευρώ ανά χείρας η Ελλάδα… μάλλον δεν είναι σε θέση να βρει προκοπή. Μεγάλη ανακάλυψη! Και πόσο έγκαιρα σερβιρισμένη!

Και βέβαια αυτή η εκτίμηση όχι μόνο ερεθίζει πάλι την ταραγμένη κυβερνώσα Αριστερά, αλλά προκαλεί και «ανατριχίλες» σε εκείνους τους αιωνίως χασμώμενους πολιτικούς, που θέλουν μεν να ζουν οπωσδήποτε με ευρώ στις τσέπες, αλλά με άδεια μυαλά, ράθυμοι και με «ευρωπαϊκές» παραισθήσεις. Στην πολιτική, η σωστή σκέψη, η σωστή απόφαση, όταν δεν εμφανίζεται στον σωστό χρόνο, καθίσταται στη συνέχεια παντελώς άχρηστη, όποτε κι αν διατυπωθεί. Ο καιρός των σοβαρών προβληματισμών για το παρόν και το μέλλον της ελληνικής οικονομίας στην Ευρώπη πέρασε προ πολλού. Για αυτό και σήμερα πια, σκόρπια και χωρίς συνοχή, είναι όλα τα κατά στιγμές «σωστά» λόγια που παράγονται είτε από ανθρώπους του ΣΥΡΙΖΑ είτε από τη Ν.Δ. και τα άλλα αστικά πολιτικά κόμματα.