Υπάρχουν και κάποια άλλα στοιχεία, καθοριστικά της οδυνηρής περιπέτειας που ζει η χώρα.

Ορισμένα από αυτά θίγονται πρόχειρα, επιδερμικά και με συναισθηματολογίες στην πολιτική σκηνή και κάποια άλλα είναι εξαφανισμένα από τις ρητορείες και τα κείμενα πολιτικών προσώπων και κομμάτων.

Σήμερα, στο τέλος του 2017, χωρίς απορίες πλέον για την ποιότητα και την έκταση των όρων της «μνημονιακής» διαχείρισης, είναι ίσως καιρός να μπουν σε συζήτηση τα θέματα που έχουν συντελέσει αποφασιστικά στη γέννηση του δράματος. Και είναι πολλά αυτά τα θέματα.

Ξεκινώντας από την κορυφή, τίθενται ερωτήματα όπως: Τα μεγάλα πολιτικά κόμματα εξουσίας, πλουσίως χρηματοδοτούμενα από τον δημόσιο προϋπολογισμό, ποίου επιπέδου πολιτικά στελέχη διαμόρφωσαν και χρησιμοποίησαν, ποιο παραγωγικό αίτημα πέρασαν στην κοινωνία, ποιες δημιουργικές δυνάμεις της χώρας εμπιστεύθηκαν, πόσο υψηλά βαθμολόγησαν για δεκαετίες τη δημόσια εκπαίδευση;

Με τις «πολιτικές» των υποτιθέμενων «ελίτ» όλων ανεξαιρέτως των παρατάξεων να υποβαθμίζουν τον τεχνικό πολιτισμό της Ελλάδας, με την τεχνολογία, την έρευνα και την καινοτομία στο περιθώριο της παραγωγικής διαδικασίας, τι είδους κράτος θα ήταν δυνατόν να οργανωθεί στη Μεταπολίτευση και ποιο μέλλον μπορούσε να έχει η χώρα στον σύγχρονο κόσμο, στον διεθνή καταμερισμό εργασίας;

Από όλα αυτά τα ελλείμματα, που οδηγούσαν στη διαμόρφωση μιας κοινωνίας εσωστρεφούς, χωρίς πίστη σε συλλογικές αξίες, χωρίς υψηλή αξιολόγηση της μόρφωσης, μίας κοινωνίας που οι «ελίτ» ώθησαν σε ένα παρασιτικό καταναλωτισμό με παραισθήσεις εθνικής ευημερίας και προόδου, τι άλλο από μια βαθιά εθνική ΚΡΙΣΗ μπορούσε να παραχθεί;

Η Ελλάδα βρισκόταν, ουσιαστικά, σε κρίση πολύ πριν από τη «λαίλαπα ΓΑΠ» και τα μνημόνια. Το έργο του ελληνικού δράματος είχε γραφτεί και απλώς δεν είχε τεθεί σε κυκλοφορία. Είναι ΒΟΛΙΚΟ να μετράμε τη διάρκεια της κρίσης από το 2010, αλλά είναι ΨΕΥΔΕΣ. Και αυτό το μεγάλο ψεύδος οδήγησε και στα όσα βασανίζουν άγρια τη χώρα επί των ημερών της διακυβέρνησης από τον πολιτικά ασυνάρτητο ΣΥΡΙΖΑ, από μία Αριστερά που με τον δικό της τρόπο συνέβαλε ουκ ολίγον, χρόνια πριν από το 2015, στην εθνική κατηφόρα, κρατώντας συστηματικά τα ακροατήριά της μακριά από την αλήθεια, τροφοδοτώντας τα με φαντασιώσεις και υποστηρίζοντας με «δημοκρατικά» επιχειρήματα μια ταξική Παιδεία καλή για νέους πληβείους, υπό την «προστασία» της.

Η καταστροφή έχει προ πολλού συντελεσθεί. Και καμία από τις αιτίες του κακού δεν έχει εξαλειφθεί.

Το 2018 θα ανατείλει με την Ελλάδα σε πολύ άσχημη κατάσταση, σε καθεστώς σκληρής λιτότητας και αυστηρής διεθνούς οικονομικής επιτήρησης, με την ελληνική κοινωνία εισοδηματικά πολτοποιημένη, ταπεινωμένη, χωρίς ηθικό. Το 2017 κατέδειξε την απουσία εθνικών σχεδίων για ανασυγκρότηση, για αλλαγή πολιτικής συνείδησης των εγχώριων «ελίτ», για διαμόρφωση όρων εθνικής «συνεννόησης». Ολο το «υλικό» που οδήγησε στην κρίση παρέμεινε, κατ’ ουσίαν, άθικτο.

Η διακυβέρνηση της χώρας από το κόμμα του κ. Αλέξη Τσίπρα κατέδειξε την έλλειψη σοβαρότητας και τη χαμηλή ποιότητα κεντρικών στελεχών της, την αδυναμία της κυβέρνησης για παραγωγικές πολιτικές και διαμόρφωση κλίματος «ανάπτυξης». Καμία νέα ιδέα για ένα νέο παραγωγικό πρότυπο, για τον σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό, για το μέλλον της Ελλάδας και τη θέση της στο διεθνές περιβάλλον διατυπώθηκε. Και επιπλέον, ειδικότερες περιπτώσεις, όπως της ανεξέλεγκτης ανομίας και της βίας «αναρχικών» στο κέντρο της Αθήνας και μέσα σε πανεπιστημιακούς χώρους, οι «συμπεριφορές» της κ. Δούρου, του κ. Καμμένου, του κ. Πολάκη έπεισαν ότι ο πρωθυπουργός δεν διαθέτει τα προσόντα που απαιτεί η θέση του ηγέτη. Και το δράμα συνεχίζεται.