Ας προσπαθήσουµε να δούµε τα νούµερα λίγο ψυχρά: «Οι γεννήσεις στην Ελλάδα κατά το 2023 ανήλθαν σε 71.455 (36.622 αγόρια και 34.833 κορίτσια) καταγράφοντας µείωση κατά 6,1% σε σχέση µε το 2022» (ανακοίνωση της ΕΛΣΤΑΤ «αναφορικά µε την εξέλιξη των δηµογραφικών µεγεθών»). Πάµε να δοκιµάσουµε µια προβολή στο µέλλον και συγκεκριµένα στο έτος 2041: Η τάξη των παιδιών αυτών, που γεννήθηκαν δηλαδή το 2023, θα αποφοιτά από το λύκειο και θα ετοιµάζεται για τη ζωή µετά το σχολείο. Ας υποθέσουµε, µε βάση και τις σχετικές ενδείξεις από το παρελθόν, ότι περίπου το 20% είτε ολοκληρώνει µόνο την Υποχρεωτική Εκπαίδευση, δηλαδή το γυµνάσιο, είτε επιλέγει να σπουδάσει στο εξωτερικό είτε µπαίνει κατευθείαν, µετά το σχολείο, στον επαγγελµατικό στίβο.

Έτσι, στις Πανελλαδικές Εξετάσεις εκείνης της χρονιάς συµµετέχει το 80%, δηλαδή περίπου 57.000 παιδιά. Εξ αυτών περίπου το 80% πετυχαίνει την εισαγωγή του σε κάποιο ΑΕΙ της χώρας -µε όποιο σύστηµα τέλος πάντων εφαρµόζεται τότεκι έτσι οι πρωτοετείς φοιτητές σε όλα τα ελληνικά πανεπιστήµια είναι 45.000. Από εδώ και πέρα το πρόβληµα γίνεται απολύτως αντιληπτό: Πόσα από τα ΑΕΙ της χώρας θα µπορέσουν µε αυτά τα δεδοµένα να συνεχίσουν την πλήρη λειτουργία τους; Πόσα τµήµατα -ειδικά στην περιφέρεια- θα χρειαστεί αναγκαστικά να βάλουν «λουκέτο»; Στη συνέχεια δε, ακόµα και στο πολύ αισιόδοξο σενάριο, η «φουρνιά» αυτή θα βγάλει το πολύ 40.000 πτυχιούχους - σε όλους τους κλάδους, σε όλους τους τοµείς. Πώς θα καλυφθεί η τεράστια ζήτηση, που ήδη από σήµερα υπάρχει, για µια σειρά από ειδικότητες, από πληροφορικάριους µέχρι εξειδικευµένο προσωπικό στη λεγόµενη βιοµηχανία του τουρισµού και από γιατρούς µέχρι λογιστές;

Σε ό,τι αφορά δε τις Ένοπλες ∆υνάµεις, 36.622 δυνητικά στρατεύσιµοι σε µία χρονιά (που στην πράξη είναι αρκετά λιγότεροι) δεν αρκούν σε καµία περίπτωση για να καλύψουν την ανάγκη για κληρωτούς, δηλαδή στρατιώτες, ναύτες και σµηνίτες. Όλα αυτά δεν τα αναφέρουµε ούτε γιατί µας κατέλαβε ξαφνικά κάποια αριθµολαγνεία ούτε γιατί θέλουµε να γίνουµε µάντεις κακών.

Το ∆ηµογραφικό, ωστόσο, δεν είναι ένα ζήτηµα του µέλλοντος: είναι ένα ζήτηµα του παρόντος. Ούτε είναι ένα από µεγάλα προβλήµατα που αντιµετωπίζει η χώρα: είναι το µεγαλύτερο πρόβληµα. Επειδή οι προβολές που γίνονται συνήθως για το µέλλον αφορούν εκτιµήσεις αν θα είµαστε σε πληθυσµό δέκα εκατοµµύρια ή εννιά ή οκτώ, χάνουµε ίσως τον πυρήνα του προβλήµατος, πόσος θα είναι δηλαδή ο οικονοµικά ενεργός πληθυσµός - και τα στοιχεία εδώ είναι δραµατικά.

Τα κόµµατα της αντιπολίτευσης, δυστυχώς, δεν δείχνουν να έχουν κάποιον ιδιαίτερο προβληµατισµό γύρω από τις εξελίξεις αυτές. Το ΠΑΣΟΚ και ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκονται σε διαδικασία εσωκοµµατικών διεργασιών και επιλογής ηγεσίας, τα τρία κόµµατα δεξιότερα της Ν∆ αναπολούν µια Ελλάδα των δεκαετιών του ’50 και του ’60, που µε κάποιο µαγικό τρόπο θα την επαναφέρουν µόνο βέβαια στο σκέλος του αριθµού των γεννήσεων, το ΚΚΕ έχει τις πάγιες δικές του θέσεις ανεξαρτήτως εποχής και συγκυρίας.

Η κυβέρνηση παρουσίασε προ ηµερών ένα οµολογουµένως φιλόδοξο σχέδιο για το ∆ηµογραφικό, που απαιτεί και σηµαντική κρατική χρηµατοδότηση αλλά και συνεργασία της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, ιδιωτικών εταιρειών και επιχειρήσεων και άλλων παραγόντων. Στην τελευταία δε συνεδρίαση του υπουργικού συµβουλίου, το πρόβληµα και οι ενδεδειγµένοι τρόποι αντιµετώπισής του έγιναν όπως µαθαίνουµε αντικείµενο ευρείας συζήτησης. Η αλήθεια είναι πως αν υπήρχε µια δοκιµασµένη και επιτυχηµένη, έστω µερικώς, «συνταγή» σε κάποια χώρα του εξωτερικού, οι υπόλοιπες, συµπεριλαµβανοµένης της Ελλάδας, θα την αντέγραφαν, µε µια απαραίτητη προσαρµογή στα εθνικά δεδοµένα και τις ιδιαιτερότητες.

Πριν από τέσσερις µήνες, το γνωστό εβδοµαδιαίο περιοδικό «Economist» κυκλοφόρησε µε κεντρικό τίτλο στο εξώφυλλο «Μετρητά για παιδιά (Cash for kids): Γιατί οι πολιτικές ενίσχυσης των ποσοστών γεννήσεων δεν δουλεύουν». Εκεί, σε εκτεταµένο ρεπορτάζ, αναλύει γιατί ειδικά στον δυτικό κόσµο (αλλά και αλλού, όπως π.χ. στη Νότια Κορέα) ακόµα και τα πιο γενναιόδωρα προγράµµατα αντιµετώπισης του ∆ηµογραφικού δεν φέρνουν τα προσδοκώµενα αποτελέσµατα. Υπολογίζει µάλιστα ότι σε χώρες όπως η Γαλλία και η Πολωνία κάθε έξτρα γέννηση παιδιού -που γίνεται δηλαδή χάρη στα προγράµµατα κρατικής στήριξης και ενίσχυσης- κοστίζει στην πραγµατικότητα στο ∆ηµόσιο από ένα έως δύο εκατοµµύρια δολάρια. Η δηµιουργία νέων βρεφονηπιακών και παιδικών σταθµών, η επέκταση του ολοήµερου σχολείου, τα κίνητρα στις επιχειρήσεις που στηρίζουν νέες µητέρες οι οποίες εργάζονται σε αυτές, οι δωρεάν παιδιατρικές εξετάσεις, τα επιδόµατα τέκνων, όλα αυτά συνιστούν ένα πλέγµα πολιτικών που πρέπει να τεστάρεται διαρκώς αν αποδίδει και πρέπει επίσης να ενισχύεται διαρκώς.

Ταυτόχρονα, όµως, η κυβέρνηση είναι υποχρεωµένη να προετοιµάζει και σχέδιο για την αντιµετώπιση της γήρανσης του πληθυσµού και της µείωσης του διαθέσιµου εργατικού δυναµικού, δύο συνέπειες του ∆ηµογραφικού που είναι µπροστά µας και θα αργήσουν να αναστραφούν, εφόσον αυτό τελικά αποδειχθεί εφικτό.

Δημοσιεύθηκε στην Απογευματινή