Κάποιοι γονείς, σε ένα δηµόσιο σχολείο στην Αττική, κινητοποίησαν τον Σύλλογο Γονέων και Κηδεµόνων (του σχολείου τους) για να αιτηθεί να εφαρµοστεί στους µαθητές και τις µαθήτριες του δηµοτικού σχολείου οµοιόµορφη ενδυµασία, εφόσον βέβαια υπήρχε συναίνεση σε µια τέτοια απόφαση. Λίγες µέρες αργότερα, η συζήτηση αυτή έγινε ευρύτερα γνωστή και πήρε δηµοσιότητα, µε τίτλο που αυθαίρετα µπήκε σε πολλές ειδησεογραφικές ιστοσελίδες: «Γονείς ζητούν επαναφορά της ποδιάς». Οι περισσότερες αντιδράσεις ήταν παβλοφικές: «χούντα», «αντι δραστικοί», «οπισθοδροµικοί». Χαρακτηρισµοί-πακέτο, από µια σηµαντική µερίδα του κόσµου, για κάθε κίνηση που θεωρούν ότι έρχεται από το παρελθόν. Είναι όµως έτσι; Πριν προχωρήσει η όποια τέτοια συζήτηση, είναι σηµαντικό να απαντηθεί το ερώτηµα αυτό. Θεσµικά, ισχύει αυτό που ανέφερε -µέσω διαρροών- το υπουργείο Παιδείας: «Η στολή καταργήθηκε ως υποχρέωση τον Φεβρουάριο του 1982. Kάθε παιδί µπορεί να φοράει ό,τι θέλει στο πλαίσιο της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητάς του, µε γνώµονα τον σεβασµό του συνόλου της εκπαιδευτικής κοινότητας».

Πρακτικά, σήµερα, στα µεγάλα ιδιωτικά σχολεία και στα περισσότερα εν γένει ιδιωτικά εκπαιδευτήρια, η λεγόµενη στολή ισχύει υποχρεωτικά σε όλες τις τάξεις του δηµοτικού - κάποια το εφαρµόζουν και στο γυµνάσιο. Όχι ποδιά, προφανώς, αλλά φόρµα και µπλούζα ή βερµούδα/φούστα και κοντοµάνικο µπλουζάκι ή κάτι παρεµφερές, συνήθως µε το λογότυπο του σχολείου σε διακριτό σηµείο. Στη µακρινή -αλλά µάλλον όχι και τόσο οπισθοδροµική- Αυστραλία, τα ιδιωτικά και καθολικά σχολεία εφαρµόζουν υποχρεωτική οµοιόµορφη ενδυµασία, όπως και πολλά δηµόσια. Στο Μόντρεαλ του Καναδά επίσης. Στη µεταµοντέρνα κοµµουνιστική Κίνα το ίδιο. Στην Κύπρο η οδηγία είναι σαφής: «Ο διδασκαλικός σύλλογος του δηµοτικού σχολείου σε συνεργασία µε τον Σύνδεσµο Γονέων/Κηδεµόνων και το Κεντρικό Μαθητικό Συµβούλιο αποφασίζουν το είδος της ενδυµασίας που θα φορούν οι µαθητές/µαθήτριες επιλέγοντας το είδος ή συνδυασµό που επιθυµούν από τα είδη µαθητικής ενδυµασίας που προτείνονται από το υπουργείο». Στη Γαλλία, ο κεντρώος Εµανουέλ Μακρόν σκέπτεται την επαναφορά της οµοιόµορφης ενδυµασίας στους µαθητές. Στην Αγγλία, αυτό εφαρµόζεται στην πλειονότητα των σχολείων - παρόλο που δεν είναι υποχρεωτικό από το κράτος.

Στις ΗΠΑ, η ενθάρρυνση και µόνο από τον φιλελεύθερο Μπιλ Κλίντον προς τα σχολεία να σκεφτούν την προοπτική της οµοιόµορφης ενδυµασίας έφερε αξιοπρόσεκτα αποτελέσµατα: τη σχολική χρονιά 1995-96, µόλις το 3% των δηµόσιων σχολείων απαιτούσε κάτι τέτοιο από τους µαθητές και τις µαθήτριές του. Το 2011-12 το αντίστοιχο ποσοστό είχε φτάσει στο 20%.

Άρα, το πρώτο συµπέρασµα εξάγεται σχετικά εύκολα. Η οµοιόµορφη σχολική ενδυµασία όχι απλώς δεν έρχεται από το παρελθόν, αλλά εφαρµόζεται σε µια σειρά από χώρες σήµερα - προφανώς όχι σε όλες, ούτε καν στις περισσότερες. Πάµε, λοιπόν, στο δεύτερο και επίσης σηµαντικό ερώτηµα. Έχει αποτέλεσµα εκεί που εφαρµόζεται; Με βάση µια τελευταία επιστηµονική έρευνα («Σχολική ενδυµασία και µαθητική συµπεριφορά» - Arya Ansari, Michael Shepard, Michael A. Gottfried), τα αποτελέσµατα µπορεί να µην είναι θεαµατικά, ωστόσο, υπάρχουν «κάποιες ενδείξεις ότι οι µαθητές από οικογένειες µε χαµηλά εισοδήµατα που φοιτούν σε σχολεία τα οποία απαιτούν στολές είχαν υψηλότερα ποσοστά παρακολούθησης των µαθηµάτων από ό,τι οι µαθητές από οικογένειες µε χαµηλά εισοδήµατα σε σχολεία που δεν απαιτούν».

Οι λόγοι, όπως έχουν εξηγηθεί από ειδικούς, είναι ότι µειώνονται µέσα στο σχολικό περιβάλλον οι ανισότητες µεταξύ πλουσιότερων και φτωχότερων µαθητών -σε µια ηλικία µάλιστα που τα παιδιά επηρεάζονται ίσως περισσότερο ψυχολογικά και συναισθηµατικά- και δηµιουργείται εν γένει ένα πιο δοµηµένο και πειθαρχηµένο περιβάλλον µάθησης. Αν, δε, αφήσετε παράµερα τις έρευνες και τις µελέτες και ρωτήσετε έναν γονιό µαθητή ιδιωτικού δηµοτικού σχολείου στην Αττική, θα σας πει πιθανότατα ότι νιώθει ανακουφισµένος που δεν πρέπει να αγοράζει, τακτικά, νέα ρούχα για το παιδί του και να περνάει χρόνο κάθε πρωί για να διαλέξει τι θα φορέσει.

Φυσικά, το ζήτηµα αυτό δεν είναι άσπρο µαύρο - υπάρχει πληθώρα σοβαρών αντεπιχειρηµάτων, από την ελεύθερη έκφραση (µέσα και από την επιλογή ρουχισµού) και την αυτόνοµη προσωπικότητα κάθε µαθητή (που περνάει και από την ενδυµασία) µέχρι τα αµφισβητούµενα αποτελέσµατα που η οµοιόµορφη ενδυµασία έχει στις σχολικές επιδόσεις. Η συζήτηση, ωστόσο, στη χώρα µας έκλεισε γρήγορα, κυρίως από τον φόβο όλων όσοι τυχόν έβλεπαν θετικά -έστω σε µία συζήτηση επί της αρχής- την οµοιόµορφη µαθητική ενδυµασία µήπως χα ρακτηριστούν από οπισθοδροµικοί µέχρι ακροδεξιοί.

Εδώ ακριβώς βρίσκεται η ουσία του προβλήµατος, που ακουµπά, έστω και αν πολλές φορές δεν το αντιλαµβάνεται, και την κυβέρνηση: Μια µερίδα ανθρώπων, µικρή ή µεγάλη, κανείς δεν µπορεί να πει µε σιγουριά, αναγκάζεται να αποσιωπά τις απόψεις της και να αισθάνεται ενοχικά για αυτές από τον φόβο της «ταµπέλας», της «ρετσινιάς». Όχι µόνο για τη λεγόµενη στολή στα σχολεία - αυτό µάλλον είναι το λιγότερο. Για πολλά µικρά και µεγάλα ζητήµατα της καθηµερινότητας και της ευρύτερης επικαιρότητας. Αυτή τη µερίδα κόσµου ίσως πρέπει να τη βάλει ξανά, µεθοδικά και προσεκτικά, η κυβέρνηση στο «ραντάρ» της. Και να δοκιµάσει κάποιες πολιτικές πρωτοβουλίες «µικρής κλίµακας, χαµηλού κόστους, κοινής λογικής, που µπορεί να έχουν απήχηση σε µια ευρεία γκάµα ψηφοφόρων», όπως έγραφαν κάποιοι Αµερικανοί αναλυτές για το «άνοιγµα» στη σχολική ενδυµασία που πραγµατοποίησε τότε ο Μπιλ Κλίντον.