Το απατηλό όνειρο και τα "φάουλ" του πρώην
Άρθρο γνώμης
Δεν είναι εύκολο να προσπαθήσει να ψυχολογήσει κανείς τον Αντώνη Σαµαρά. Ίσως και ελάχιστοι να είναι αυτοί που πραγµατικά µπορούν. Και σίγουρα δεν γίνεται µε τα σηµερινά µέτρα
Δεν είναι εύκολο να προσπαθήσει να ψυχολογήσει κανείς τον Αντώνη Σαµαρά. Ίσως και ελάχιστοι να είναι αυτοί που πραγµατικά µπορούν. Και σίγουρα δεν γίνεται µε τα σηµερινά µέτρα. Η Ελλάδα υπέγραψε την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΟΚ ακόµα τότε) πριν από 45 χρόνια - ο Σαµαράς είναι ο µόνος από τους σηµερινούς βουλευτές (µαζί µε τον Γιάννη Τραγάκη) που είχε εκλεγεί στο Κοινοβούλιο πριν ακόµα φτάσουµε σε εκείνο τον ιστορικό σταθµό.
Το 1989, σε ηλικία µόλις 38 ετών, ορίζεται υπουργός Οικονοµικών στην κυβέρνηση συνασπισµού του Τζαννή Τζαννετάκη. Από τότε -ίσως και νωρίτερα µάλιστα- έχει στο µυαλό του ότι έχει τα φόντα για να γίνει πρωθυπουργός και πως µια µέρα θα το καταφέρει. Θα πρέπει να περάσουν 23 ολόκληρα χρόνια για να το πετύχει και αφού προηγουµένως έχει ζήσει µια περιπετειώδη πολιτική διαδροµή. Όταν όµως τελικά το κατορθώνει, είναι αναγκαστικά σε µια τρικοµµατική συγκυβέρνηση, µε ένα δύσκολο δεύτερο µνηµόνιο να υλοποιήσει και τα γεγονότα αναπόδραστα οδηγούν στην πτώση του από την εξουσία έπειτα από δυόµισι χρόνια.
∆εν είναι ο µόνος που δεν µπόρεσε να αποδεχθεί ότι δεν κυβέρνησε όπως ίσως επιθυµούσε και ότι η πολιτική που εφάρµοσε ήταν εν πολλοίς προδιαγεγραµµένη από µία εξαντλητικά αναλυτική συµφωνία µε τους δανειστές της χώρας: ο Γιώργος Παπανδρέου λίγα χρόνια µετά την πτώση του έφτιαξε δικό του κόµµα, απέτυχε, ξαναγύρισε στο ΠΑΣΟΚ, έβαλε ξανά υποψηφιότητα για πρόεδρος, έχασε και τώρα πια, στα 72 του χρόνια, µοιάζει να έχει µπει σε ένα αυτόνοµο πάντα αλλά πιο «συντεταγµένο» µονοπάτι.
Ο Αλέξης Τσίπρας έγινε ο πρώτος πρωθυπουργός στη Μεταπολίτευση που αφότου χάνει διεκδικεί στις αµέσως επόµενες εκλογές ξανά την πρωθυπουργία - και τότε κατάλαβε γιατί κανένας προκάτοχός του δεν είχε επιλέξει αυτή την οδό. Τα σενάρια των τελευταίων εβδοµάδων τον θέλουν να µελετά την επιστροφή του σε ηγετικό ρόλο, χωρίς να είναι ακόµα σαφές σε ποιο κόµµα ή σχηµατισµό.
Η ιστορία συνήθως ακολουθεί µια δυναµική και όχι γραµµική πορεία κι έτσι ο Μητσοτάκης συµπληρώνει σε λίγο καιρό εννιά χρόνια στην ηγεσία της Ν∆, ο δεύτερος µακροβιότερος πρόεδρος στην ιστορία της µετά τον Κώστα Καραµανλή. Η επιστροφή στο Μαξίµου έγινε τελικά ένα όνειρο απατηλό, η µετακόµιση στις Βρυξέλλες ως επίτροπος και αντιπρόεδρος της Κοµισιόν δεν έγινε ποτέ (φέρεται να είχε επί της αρχής συµφωνηθεί), ο ίδιος σε λίγους µήνες κλείνει τα 74 του χρόνια.
Τον Ιούλιο, από το Πολεµικό Μουσείο, κατηγόρησε τον Κυριάκο Μητσοτάκη ως «αλαζόνα». Τον Οκτώβριο, από τη Λευκωσία, τον κατηγόρησε ότι µαγειρεύει «“λύσεις” άδικες και καταστροφικές» για το Κυπριακό και για τα Ελληνοτουρκικά. Τον Νοέµβριο, από το «Βήµα», τον κατηγόρησε εµµέσως πλην σαφώς ως µειοδότη. Για τον πρωθυπουργό, το «φάουλ» του Αντώνη Σαµαρά είναι η διαρκής και κλιµακούµενη επίθεση και αµφισβήτηση στο πρόσωπό του και στην κυβερνητική πολιτική, µε σκληρούς µάλιστα χαρακτηρισµούς, χωρίς σε όλες αυτές τις παρεµβάσεις να έχει διατυπώσει ούτε έναν θετικό λόγο για κάποιο από τα κυβερνητικά πεπραγµένα.
Για τα εθνικά θέµατα, το «φάουλ» φοβάµαι πως είναι µεγαλύτερο: το 1992 το Μακεδονικό ήταν ένα υπαρκτό ζήτηµα, που η Ιστορία πλέον θα κρίνει πώς το χειρίστηκε κάθε κόµµα και κάθε πολιτικός. Το 2024 οι «Πρέσπες του Αιγαίου» είναι ένα ανύπαρκτο ζήτηµα, µε την ονοµασία αυτή να έχει δοθεί -όχι τυχαία- πριν από ενάµιση χρόνο από τον ίδιο τον Αντώνη Σαµαρά. Τα οφέλη από τα «ήρεµα νερά» στις ελληνοτουρκικές σχέσεις είναι µικρά αλλά µετρήσιµα, στο Μεταναστευτικό, στο εµπόριο, στην οικονοµία και αλλού. Αρκεί να πάει κανείς µια βόλτα στα νησιά όπου εφαρµόζεται η βίζα-εξπρές και να µάθει πόσοι επισκέπτες ήρθαν από την Τουρκία τη θερινή περίοδο και τι συνάλλαγµα άφησαν.
Η αναφορά σε «λύσεις που ακούγεται ότι “µαγειρεύονται”» αρµόζει σε δηµοσιογράφο µετρίου βεληνεκούς, όχι σε διατελέσαντα πρωθυπουργό της χώρας. Η διαρκής επίκληση στο θυµικό των Ελλήνων δεν προσφέρει πολλά στην προσπάθεια για επίλυση της ελληνοτουρκικής διαφοράς, που όλοι ελπίζουµε µια µέρα να έρθει, µε πλήρη σεβασµό πάντα στην εθνική µας κυριαρχία και τα κυριαρχικά µας δικαιώµατα. Αν κάποιος µάλιστα αποµόνωνε τις οµιλίες και συνεντεύξεις αυτές, θα πίστευε ότι αναφέρονται σε µια χώρα περικυκλωµένη από εχθρούς, που είναι µε το όπλο παρά πόδα, όχι σε ένα κράτος-µέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ και προσεχώς µέλος του Συµβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ.
Μία απορία δε ίσως µείνει πάντα αναπάντητη: αφού κανένας δεν δέχεται, ούτε πρόκειται να δεχθεί (και καλά κάνει), την επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων σε ούτε µία ίντσα λιγότερη από 12 ναυτικά µίλια και το δικαίωµα αυτό ασκείται µονοµερώς, γιατί στον µισό αιώνα της Μεταπολίτευσης -ή έστω µετά το 1995 και την ενσωµάτωση στο εθνικό δίκαιο της Σύµβασης για το ∆ίκαιο της Θάλασσας δεν το άσκησε κανείς;
Δημοσιεύθηκε στην Απογευματινή
Αντώνης Σαμαράς: Το απατηλό όνειρο και τα "φάουλ" του πρώην
Το 1989, σε ηλικία µόλις 38 ετών, ορίζεται υπουργός Οικονοµικών στην κυβέρνηση συνασπισµού του Τζαννή Τζαννετάκη. Από τότε -ίσως και νωρίτερα µάλιστα- έχει στο µυαλό του ότι έχει τα φόντα για να γίνει πρωθυπουργός και πως µια µέρα θα το καταφέρει. Θα πρέπει να περάσουν 23 ολόκληρα χρόνια για να το πετύχει και αφού προηγουµένως έχει ζήσει µια περιπετειώδη πολιτική διαδροµή. Όταν όµως τελικά το κατορθώνει, είναι αναγκαστικά σε µια τρικοµµατική συγκυβέρνηση, µε ένα δύσκολο δεύτερο µνηµόνιο να υλοποιήσει και τα γεγονότα αναπόδραστα οδηγούν στην πτώση του από την εξουσία έπειτα από δυόµισι χρόνια.∆εν είναι ο µόνος που δεν µπόρεσε να αποδεχθεί ότι δεν κυβέρνησε όπως ίσως επιθυµούσε και ότι η πολιτική που εφάρµοσε ήταν εν πολλοίς προδιαγεγραµµένη από µία εξαντλητικά αναλυτική συµφωνία µε τους δανειστές της χώρας: ο Γιώργος Παπανδρέου λίγα χρόνια µετά την πτώση του έφτιαξε δικό του κόµµα, απέτυχε, ξαναγύρισε στο ΠΑΣΟΚ, έβαλε ξανά υποψηφιότητα για πρόεδρος, έχασε και τώρα πια, στα 72 του χρόνια, µοιάζει να έχει µπει σε ένα αυτόνοµο πάντα αλλά πιο «συντεταγµένο» µονοπάτι.
Ο Αλέξης Τσίπρας έγινε ο πρώτος πρωθυπουργός στη Μεταπολίτευση που αφότου χάνει διεκδικεί στις αµέσως επόµενες εκλογές ξανά την πρωθυπουργία - και τότε κατάλαβε γιατί κανένας προκάτοχός του δεν είχε επιλέξει αυτή την οδό. Τα σενάρια των τελευταίων εβδοµάδων τον θέλουν να µελετά την επιστροφή του σε ηγετικό ρόλο, χωρίς να είναι ακόµα σαφές σε ποιο κόµµα ή σχηµατισµό.
Ο πρώτος πρωθυπουργός που δεν παρέδωσε στον διάδοχό του στο Μέγαρο Μαξίµου
Οι κινήσεις του Αντώνη Σαµαρά από τη µέρα που έχασε τις εκλογές το 2015 «πρόδιδαν» έναν πολιτικό που δεν µπορούσε να συµβιβαστεί µε την ιδέα ότι όλη αυτή η προσπάθεια που έχτιζε µε τόσο κόπο και επιµονή επί σχεδόν τρεις δεκαετίες κράτησε µόλις δυόµισι χρόνια και διεκόπη απότοµα. Έγινε ο πρώτος πρωθυπουργός που δεν παρέδωσε στον διάδοχό του στο Μέγαρο Μαξίµου - ένας συνεργάτης του µάλιστα φέρεται να τον είχε συµβουλεύσει να µην το πράξει για να µην υπάρχει συµβολικά η εικόνα ότι αποχωρεί από το Μαξίµου, αφού αργά ή γρήγορα θα επέστρεφε σε αυτό. Ο Ράλλης, ο Μητσοτάκης, ο Καραµανλής, όλοι οι πρώην πρόεδροι της Νέας ∆ηµοκρατίας που ηττήθηκαν στην κάλπη ως εν ενεργεία πρωθυπουργοί παραιτήθηκαν ύστερα από λίγο από την ηγεσία του κόµµατος. Ο Σαµαράς ήταν ο πρώτος που δεν το έπραξε παρά µόνο έπειτα από πέντε µήνες και αφού είχε µεσολαβήσει η επικράτηση του «Όχι» στο δηµοψήφισµα. Στις εσωκοµµατικές εκλογές «ζύγισε» τις επιλογές του, είδε ότι Γεωργιάδης και Τζιτζικώστας είχαν µικρές πιθανότητες επιτυχίας, είδε ότι ο Κώστας Καραµανλής στοιχήθηκε πίσω από την υποψηφιότητα Μεϊµαράκη και επέλεξε στρατηγικά να στηρίξει τον Κυριάκο Μητσοτάκη, έχοντας επίσης την πεποίθηση ότι σε βάθος χρόνου δεν θα τα καταφέρει, ανοίγοντας έτσι τον δρόµο για τη δική του επιστροφή.Η ιστορία συνήθως ακολουθεί µια δυναµική και όχι γραµµική πορεία κι έτσι ο Μητσοτάκης συµπληρώνει σε λίγο καιρό εννιά χρόνια στην ηγεσία της Ν∆, ο δεύτερος µακροβιότερος πρόεδρος στην ιστορία της µετά τον Κώστα Καραµανλή. Η επιστροφή στο Μαξίµου έγινε τελικά ένα όνειρο απατηλό, η µετακόµιση στις Βρυξέλλες ως επίτροπος και αντιπρόεδρος της Κοµισιόν δεν έγινε ποτέ (φέρεται να είχε επί της αρχής συµφωνηθεί), ο ίδιος σε λίγους µήνες κλείνει τα 74 του χρόνια.
Οι κατηγορίες προς τον Μητσοτάκη
Τον Ιούλιο, από το Πολεµικό Μουσείο, κατηγόρησε τον Κυριάκο Μητσοτάκη ως «αλαζόνα». Τον Οκτώβριο, από τη Λευκωσία, τον κατηγόρησε ότι µαγειρεύει «“λύσεις” άδικες και καταστροφικές» για το Κυπριακό και για τα Ελληνοτουρκικά. Τον Νοέµβριο, από το «Βήµα», τον κατηγόρησε εµµέσως πλην σαφώς ως µειοδότη. Για τον πρωθυπουργό, το «φάουλ» του Αντώνη Σαµαρά είναι η διαρκής και κλιµακούµενη επίθεση και αµφισβήτηση στο πρόσωπό του και στην κυβερνητική πολιτική, µε σκληρούς µάλιστα χαρακτηρισµούς, χωρίς σε όλες αυτές τις παρεµβάσεις να έχει διατυπώσει ούτε έναν θετικό λόγο για κάποιο από τα κυβερνητικά πεπραγµένα. Για τα εθνικά θέµατα, το «φάουλ» φοβάµαι πως είναι µεγαλύτερο: το 1992 το Μακεδονικό ήταν ένα υπαρκτό ζήτηµα, που η Ιστορία πλέον θα κρίνει πώς το χειρίστηκε κάθε κόµµα και κάθε πολιτικός. Το 2024 οι «Πρέσπες του Αιγαίου» είναι ένα ανύπαρκτο ζήτηµα, µε την ονοµασία αυτή να έχει δοθεί -όχι τυχαία- πριν από ενάµιση χρόνο από τον ίδιο τον Αντώνη Σαµαρά. Τα οφέλη από τα «ήρεµα νερά» στις ελληνοτουρκικές σχέσεις είναι µικρά αλλά µετρήσιµα, στο Μεταναστευτικό, στο εµπόριο, στην οικονοµία και αλλού. Αρκεί να πάει κανείς µια βόλτα στα νησιά όπου εφαρµόζεται η βίζα-εξπρές και να µάθει πόσοι επισκέπτες ήρθαν από την Τουρκία τη θερινή περίοδο και τι συνάλλαγµα άφησαν.
Η αναφορά σε «λύσεις που ακούγεται ότι “µαγειρεύονται”» αρµόζει σε δηµοσιογράφο µετρίου βεληνεκούς, όχι σε διατελέσαντα πρωθυπουργό της χώρας. Η διαρκής επίκληση στο θυµικό των Ελλήνων δεν προσφέρει πολλά στην προσπάθεια για επίλυση της ελληνοτουρκικής διαφοράς, που όλοι ελπίζουµε µια µέρα να έρθει, µε πλήρη σεβασµό πάντα στην εθνική µας κυριαρχία και τα κυριαρχικά µας δικαιώµατα. Αν κάποιος µάλιστα αποµόνωνε τις οµιλίες και συνεντεύξεις αυτές, θα πίστευε ότι αναφέρονται σε µια χώρα περικυκλωµένη από εχθρούς, που είναι µε το όπλο παρά πόδα, όχι σε ένα κράτος-µέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ και προσεχώς µέλος του Συµβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ.
Μία απορία δε ίσως µείνει πάντα αναπάντητη: αφού κανένας δεν δέχεται, ούτε πρόκειται να δεχθεί (και καλά κάνει), την επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων σε ούτε µία ίντσα λιγότερη από 12 ναυτικά µίλια και το δικαίωµα αυτό ασκείται µονοµερώς, γιατί στον µισό αιώνα της Μεταπολίτευσης -ή έστω µετά το 1995 και την ενσωµάτωση στο εθνικό δίκαιο της Σύµβασης για το ∆ίκαιο της Θάλασσας δεν το άσκησε κανείς;
Δημοσιεύθηκε στην Απογευματινή