Το όραµα Σηµίτη, η παρακαταθήκη και οι θυσίες που κόστισαν στη χώρα
Άρθρο γνώμης
Η αλόγιστη αύξηση του µεγέθους του ∆ηµοσίου όπως και των µισθών, των επιδοµάτων, του κόστους δηµοσίων έργων και εξοπλιστικών προγραµµάτων είναι κάτι που έβαλε ένα σηµαντικό λιθαράκι στο οικοδόµηµα που γκρεµίστηκε µε πάταγο τον Μάιο του 2010
Το τελευταίο διάστηµα έχει επικρατήσει στον δηµόσιο διάλογο, είτε αυτός διεξάγεται στα social media είτε στα καφενεία είτε µέσω αρθρογραφίας ή τηλεοπτικών συζητήσεων, µια µανιχαϊστική προσέγγιση των πραγµάτων. Μπορεί να µιλάµε για τον Στέλιο Καζαντζίδη, 23 χρόνια µετά τον θάνατό του, µπορεί να µιλάµε για τον Κώστα Σηµίτη, τις πρώτες ώρες αφότου έγινε γνωστή η εκδηµία του, αλλά η προσέγγιση γίνεται πάντα µε όρους του απόλυτου καλού ή του απόλυτου κακού - σπάνια ακούς ή διαβάζεις κάτι ενδιάµεσο.
Για κάποιο λόγο είναι πολύ δύσκολο, για παράδειγµα, να µιλήσει κάποιος για έναν τραγουδιστή-θρύλο για δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους, που άγγιξε την ψυχή τους και επηρέασε τη ζωή τους, ο οποίος παράλληλα είχε προβληµατικές πτυχές ως χαρακτήρας και ως προσωπικότητα. Είναι επίσης δύσκολο να γίνει, είκοσι χρόνια αφότου έφυγε από την εξουσία, µια ψύχραιµη και ολιστική αποτίµηση της διακυβέρνησης Σηµίτη που να µην παρουσιάζει τον εκλιπόντα ούτε ως δεύτερο Καποδίστρια ή δεύτερο Βενιζέλο ούτε ως τον χειρότερο πρωθυπουργό µεταπολεµικά.
Ή που να µην επιλέγει ούτε τη µία οδό ούτε την άλλη, αλλά να λέει γενικά και αόριστα ότι θα τον κρίνει ο ιστορικός του µέλλοντος, λες και δύο δεκαετίες απόσταση δεν είναι αρκετές για να γίνει µια πρώτη έστω ιστορική αποτίµηση.
Ο Κώστας Σηµίτης ήρθε στην εξουσία µέσα από εντάσεις, επεισόδια και σκληρές εσωκοµµατικές συγκρούσεις το 1996 και έδωσε στο ΠΑΣΟΚ την ανανέωση που χρειαζόταν για να παραµείνει τελικά οκτώ χρόνια ακόµα στην εξουσία.
Καβάλησε το κύµα του λεγόµενου τρίτου δρόµου που υιοθετούσαν τότε οι Μπιλ Κλίντον, Τόνι Μπλερ και Γκέρχαρντ Σρέντερ -το οποίο λειτούργησε ως αναµορφωτής της σοσιαλδηµοκρατίας- και επιχείρησε να εφαρµόσει την ελληνική εκδοχή του. ∆ηµιούργησε γύρω του έναν κύκλο καθηγητών ΑΕΙ, συγγραφέων, δηµοσιογράφων, αναλυτών και άλλων διαµορφωτών της κοινής γνώµης που τον βοήθησαν να χτίσει ένα αφήγηµα που άφησε γρήγορα πίσω του πολλά από τα λαϊκίστικα και από τα παλαιοκοµµατικά προτάγµατα του ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του ’70 και του ’80 - όχι όλα όµως δυστυχώς.
Είχε συγκεκριµένο όραµα για τη χώρα και ήθελε να το υλοποιήσει πάση θυσία - άσχετα αν οι θυσίες που έγιναν κόστισαν τελικά σηµαντικά στη χώρα: από την υποχώρηση έναντι του «λαϊκού ΠΑΣΟΚ» και την ακύρωση εν τη γενέσει της της µεταρρύθµισης Γιαννίτση στο Ασφαλιστικό, µέχρι την ανοχή σε φαινόµενα µικρής ή µεγάλης διαφθοράς και διαπλοκής, πιθανώς για να µπορεί απερίσπαστος να προχωρά µε το πρόγραµµα και τους στόχους που είχε. Παραµένει άγνωστο αν γνώριζε π.χ. το βάθος και την έκταση της διαφθοράς στο υπουργείο Εθνικής Άµυνας επί υπουργίας Άκη Τσοχατζόπουλου, αλλά δεν είναι εύκολα πιστευτό ότι δεν είχε την παραµικρή εικόνα για κανένα από όλα αυτά τα δυσώδη που αποκαλύφθηκαν αρκετά χρόνια αργότερα.
Οι στόχοι που έβαλε ήταν συγκεκριµένοι και µεγάλοι. Και πράγµατι αυτοί τους οποίους πέτυχε να υλοποιήσει άλλαξαν την Ελλάδα προς το καλύτερο: η αποπολιτικοποίηση µέρους της δηµόσιας διοίκησης, µε την ίδρυση Ανεξάρτητων Αρχών και παράλληλα τη στήριξη και ενίσχυσή τους.
Η ένταξη στην Οικονοµική Νοµισµατική Ένωση και η υιοθέτηση του ευρώ (όταν λίγο µετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία ο πληθωρισµός στην Ελλάδα έφτασε το 10%, ποιος άραγε θυµόταν ότι από το 1973 µέχρι το 1995 ήταν σταθερά σε διψήφια ποσοστά στη χώρα µας και είχε ξεπεράσει ακόµα και το 20%;). Η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση - χωρίς µάλιστα να έχει επιλυθεί το Κυπριακό. Η διοργάνωση των Ολυµπιακών Αγώνων, που έστρεψαν τα φώτα όλου του κόσµου στην Ελλάδα και της προσέδωσαν κύρος και διεθνή αναγνώριση, αν και οι καθυστερήσεις και η αβελτηρία της περιόδου 1997-2000 κόστισαν πολύ ακριβά - στην κυριολεξία εδώ. Η αναθεώρηση του Συντάγµατος του 2001, µε αρκετές και σηµαντικές θεσµικές τοµές. Η ίδρυση των ΚΕΠ, που βελτίωσε την παροχή υπηρεσιών του ∆ηµοσίου προς τους πολίτες.
Όλα αυτά αποτελούν παρακαταθήκες πάνω στις οποίες έχτισαν όλες ουσιαστικά οι επόµενες κυβερνήσεις, χωρίς καµία να τις αµφισβητήσει έµπρακτα, ακόµα και στη δύσκολη και ταραγµένη περίοδο των µνηµονίων. Η αλόγιστη αύξηση του µεγέθους του ∆ηµοσίου ωστόσο, όπως και των µισθών, των συντάξεων, των επιδοµάτων, του κόστους δηµοσίων έργων και εξοπλιστικών προγραµµάτων, χωρίς τίποτα από όλα αυτά να συνάδει µε την παραγωγικότητα της χώρας, είναι κάτι που έβαλε ένα σηµαντικό λιθαράκι στο οικοδόµηµα που γκρεµίστηκε µε πάταγο τον Μάιο του 2010. Αλίµονο εξάλλου αν κάποιος πιστεύει ότι η Ελλάδα έφτασε στο χείλος της χρεωκοπίας εν µιά νυκτί και όχι ως αποτέλεσµα πολιτικών τριών και πλέον δεκαετιών. Τουλάχιστον ο Σηµίτης είχε την πρόνοια να στείλει δηµόσια ένα σήµα κινδύνου σχετικά εγκαίρως.
Όπως είπε τον ∆εκέµβριο του 2008 από το βήµα της Βουλής, «η Ελλάδα, πιστεύουν (σ.σ.: στην Κοµισιόν), καλό θα ήταν να αναγκαστεί να προσφύγει στο ∆ιεθνές Νοµισµατικό Ταµείο, για να εξασφαλίσει τον απαραίτητο δανεισµό, ώστε η παρακολούθηση της ελληνικής οικονοµίας να είναι αρµοδιότητά του και όχι φροντίδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής».
Δημοσιεύθηκε στην Απογευματινή
Για κάποιο λόγο είναι πολύ δύσκολο, για παράδειγµα, να µιλήσει κάποιος για έναν τραγουδιστή-θρύλο για δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους, που άγγιξε την ψυχή τους και επηρέασε τη ζωή τους, ο οποίος παράλληλα είχε προβληµατικές πτυχές ως χαρακτήρας και ως προσωπικότητα. Είναι επίσης δύσκολο να γίνει, είκοσι χρόνια αφότου έφυγε από την εξουσία, µια ψύχραιµη και ολιστική αποτίµηση της διακυβέρνησης Σηµίτη που να µην παρουσιάζει τον εκλιπόντα ούτε ως δεύτερο Καποδίστρια ή δεύτερο Βενιζέλο ούτε ως τον χειρότερο πρωθυπουργό µεταπολεµικά.
Ή που να µην επιλέγει ούτε τη µία οδό ούτε την άλλη, αλλά να λέει γενικά και αόριστα ότι θα τον κρίνει ο ιστορικός του µέλλοντος, λες και δύο δεκαετίες απόσταση δεν είναι αρκετές για να γίνει µια πρώτη έστω ιστορική αποτίµηση.
Ο Κώστας Σηµίτης ήρθε στην εξουσία µέσα από εντάσεις, επεισόδια και σκληρές εσωκοµµατικές συγκρούσεις το 1996 και έδωσε στο ΠΑΣΟΚ την ανανέωση που χρειαζόταν για να παραµείνει τελικά οκτώ χρόνια ακόµα στην εξουσία.
Είχε συγκεκριµένο όραµα για τη χώρα και ήθελε να το υλοποιήσει πάση θυσία - άσχετα αν οι θυσίες που έγιναν κόστισαν τελικά σηµαντικά στη χώρα
Καβάλησε το κύµα του λεγόµενου τρίτου δρόµου που υιοθετούσαν τότε οι Μπιλ Κλίντον, Τόνι Μπλερ και Γκέρχαρντ Σρέντερ -το οποίο λειτούργησε ως αναµορφωτής της σοσιαλδηµοκρατίας- και επιχείρησε να εφαρµόσει την ελληνική εκδοχή του. ∆ηµιούργησε γύρω του έναν κύκλο καθηγητών ΑΕΙ, συγγραφέων, δηµοσιογράφων, αναλυτών και άλλων διαµορφωτών της κοινής γνώµης που τον βοήθησαν να χτίσει ένα αφήγηµα που άφησε γρήγορα πίσω του πολλά από τα λαϊκίστικα και από τα παλαιοκοµµατικά προτάγµατα του ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του ’70 και του ’80 - όχι όλα όµως δυστυχώς.
Είχε συγκεκριµένο όραµα για τη χώρα και ήθελε να το υλοποιήσει πάση θυσία - άσχετα αν οι θυσίες που έγιναν κόστισαν τελικά σηµαντικά στη χώρα: από την υποχώρηση έναντι του «λαϊκού ΠΑΣΟΚ» και την ακύρωση εν τη γενέσει της της µεταρρύθµισης Γιαννίτση στο Ασφαλιστικό, µέχρι την ανοχή σε φαινόµενα µικρής ή µεγάλης διαφθοράς και διαπλοκής, πιθανώς για να µπορεί απερίσπαστος να προχωρά µε το πρόγραµµα και τους στόχους που είχε. Παραµένει άγνωστο αν γνώριζε π.χ. το βάθος και την έκταση της διαφθοράς στο υπουργείο Εθνικής Άµυνας επί υπουργίας Άκη Τσοχατζόπουλου, αλλά δεν είναι εύκολα πιστευτό ότι δεν είχε την παραµικρή εικόνα για κανένα από όλα αυτά τα δυσώδη που αποκαλύφθηκαν αρκετά χρόνια αργότερα.
Οι στόχοι που έβαλε ήταν συγκεκριµένοι και µεγάλοι. Και πράγµατι αυτοί τους οποίους πέτυχε να υλοποιήσει άλλαξαν την Ελλάδα προς το καλύτερο: η αποπολιτικοποίηση µέρους της δηµόσιας διοίκησης, µε την ίδρυση Ανεξάρτητων Αρχών και παράλληλα τη στήριξη και ενίσχυσή τους.
Όλα αυτά αποτελούν παρακαταθήκες πάνω στις οποίες έχτισαν όλες ουσιαστικά οι επόµενες κυβερνήσεις, χωρίς καµία να τις αµφισβητήσει έµπρακτα, ακόµα και στη δύσκολη και ταραγµένη περίοδο των µνηµονίων
Η ένταξη στην Οικονοµική Νοµισµατική Ένωση και η υιοθέτηση του ευρώ (όταν λίγο µετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία ο πληθωρισµός στην Ελλάδα έφτασε το 10%, ποιος άραγε θυµόταν ότι από το 1973 µέχρι το 1995 ήταν σταθερά σε διψήφια ποσοστά στη χώρα µας και είχε ξεπεράσει ακόµα και το 20%;). Η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση - χωρίς µάλιστα να έχει επιλυθεί το Κυπριακό. Η διοργάνωση των Ολυµπιακών Αγώνων, που έστρεψαν τα φώτα όλου του κόσµου στην Ελλάδα και της προσέδωσαν κύρος και διεθνή αναγνώριση, αν και οι καθυστερήσεις και η αβελτηρία της περιόδου 1997-2000 κόστισαν πολύ ακριβά - στην κυριολεξία εδώ. Η αναθεώρηση του Συντάγµατος του 2001, µε αρκετές και σηµαντικές θεσµικές τοµές. Η ίδρυση των ΚΕΠ, που βελτίωσε την παροχή υπηρεσιών του ∆ηµοσίου προς τους πολίτες.
Όλα αυτά αποτελούν παρακαταθήκες πάνω στις οποίες έχτισαν όλες ουσιαστικά οι επόµενες κυβερνήσεις, χωρίς καµία να τις αµφισβητήσει έµπρακτα, ακόµα και στη δύσκολη και ταραγµένη περίοδο των µνηµονίων. Η αλόγιστη αύξηση του µεγέθους του ∆ηµοσίου ωστόσο, όπως και των µισθών, των συντάξεων, των επιδοµάτων, του κόστους δηµοσίων έργων και εξοπλιστικών προγραµµάτων, χωρίς τίποτα από όλα αυτά να συνάδει µε την παραγωγικότητα της χώρας, είναι κάτι που έβαλε ένα σηµαντικό λιθαράκι στο οικοδόµηµα που γκρεµίστηκε µε πάταγο τον Μάιο του 2010. Αλίµονο εξάλλου αν κάποιος πιστεύει ότι η Ελλάδα έφτασε στο χείλος της χρεωκοπίας εν µιά νυκτί και όχι ως αποτέλεσµα πολιτικών τριών και πλέον δεκαετιών. Τουλάχιστον ο Σηµίτης είχε την πρόνοια να στείλει δηµόσια ένα σήµα κινδύνου σχετικά εγκαίρως.
Όπως είπε τον ∆εκέµβριο του 2008 από το βήµα της Βουλής, «η Ελλάδα, πιστεύουν (σ.σ.: στην Κοµισιόν), καλό θα ήταν να αναγκαστεί να προσφύγει στο ∆ιεθνές Νοµισµατικό Ταµείο, για να εξασφαλίσει τον απαραίτητο δανεισµό, ώστε η παρακολούθηση της ελληνικής οικονοµίας να είναι αρµοδιότητά του και όχι φροντίδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής».
Δημοσιεύθηκε στην Απογευματινή