Κάποια επετειακή εκδήλωση ή κάποια ανασκόπηση δεν έγινε - και βέβαια µέσα σε αυτή τη διεθνή και εσωτερική συγκυρία είναι λογικό. Αλλά το γεγονός παραµένει: Πριν από λίγες ηµέρες, ο Κυριάκος Μητσοτάκης συµπλήρωσε εννιά χρόνια στην ηγεσία της Νέας ∆ηµοκρατίας. Ξεπέρασε σε διάρκεια θητείας στην ιστορία του κόµµατος, που µετράει πλέον µισό αιώνα, τον Κωνσταντίνο Καραµανλή (που βέβαια ήταν ηγέτης και προδικτατορικά της ΕΡΕ), τον Αντώνη Σαµαρά, ενώ έφτασε και σύντοµα θα ξεπεράσει τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη. Εφόσον οι επόµενες εθνικές εκλογές γίνουν -όπως έχει ο ίδιος δεσµευτεί πολλάκις-, στο τέλος της άνοιξης του 2027, θα συµπληρώνει τότε 11,5 χρόνια στο «γαλάζιο» τιµόνι.

Στις 10 Ιανουαρίου του 2016, στον δεύτερο γύρο των εκλογών για το τότε κόµµα της αξιωµατικής αντιπολίτευσης, αν και αουτσάιντερ εξαρχής, επικράτησε µε 52,43% έναντι 47,57% του Ευάγγελου Μεϊµαράκη και εξελέγη πρόεδρος της Ν∆. Αρκετοί στον ΣΥΡΙΖΑ πανηγύριζαν και δεν του έδιναν καµία ελπίδα να γίνει πρωθυπουργός. Ακόµα και ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας, την άνοιξη του 2019 µάλιστα, έλεγε πως «δεν υπάρχει περίπτωση, ούτε µία στο εκατοµµύριο, τις εθνικές εκλογές να τις κερδίσει ο Κυριάκος Μητσοτάκης». Αρκετοί στη Νέα ∆ηµοκρατία, επίσης, χαµογελούσαν και πίστευαν ότι είναι θέµα χρόνου να ηττηθεί στις εκλογές ή να χάσει την προεδρία για κάποιον άλλον λόγο κι έτσι να προκηρυχθούν ξανά εσωκοµµατικές.

Αναζητώντας το χειροπιαστό όραµα των επόµενων ετών

Η πραγµατικότητα τους διέψευσε. Τα σηµάδια ήταν εκεί ωστόσο εξαρχής: Το Σάββατο, 16 Ιανουαρίου 2016, η εφηµερίδα «Παραπολιτικά» δηµοσίευσε την πρώτη δηµοσκόπηση µετά τις εσωκοµµατικές εκλογές και η Ν∆ απέκτησε πρώτη φορά (έπειτα από δυόµισι χρόνια) προβάδισµα, και µάλιστα 3,7 µονάδων, έναντι του ΣΥΡΙΖΑ, µε 23,6% έναντι 19,9%. Από τότε µέχρι σήµερα έχουν περάσει εννιά ολόκληρα χρόνια και αυτό το προβάδισµα το έχει διατηρήσει σε όλες τις δηµοσκοπήσεις, όλων των εταιρειών και µάλιστα στις περισσότερες περιπτώσεις µε διψήφια διαφορά από τον δεύτερο.

Η εξήγηση για το πολιτικό αυτό φαινόµενο δεν είναι µονοδιάστατη. Ας ξεκινήσουµε από τους αντιπάλους. Ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Αλέξης Τσίπρας τού έκαναν ένα διπλό δώρο: Από τη µία διαρκώς τον υποτιµούσαν και από την άλλη δεν έπραξαν τίποτα για να ανανεώσουν το κόµµα τους σε πρόσωπα και ιδέες. Ο Στέφανος Κασσελάκης έσπρωξε τον ΣΥΡΙΖΑ στη συνέχεια πιο βαθιά στον γκρεµό, που είχε ήδη αρχίσει να κατεβαίνει.

Ίσως βέβαια και η ιστορική συγκυρία να µην είναι η ιδανική: Η Κεντροαριστερά σε όλο τον δυτικό κόσµο βρίσκεται την τελευταία δεκαετία διαρκώς σε ύφεση. Αν ο Φρίντριχ Μερτς του CDU σε έναν µήνα, όπως δείχνουν τα γκάλοπ, εκλεγεί καγκελάριος της Γερµανίας, τότε στην Ευρωπαϊκή Ένωση των 27 κρατών µελών µόλις τρία θα έχουν κεντροαριστερό κόµµα στην κυβέρνησή τους: η Ισπανία, η ∆ανία και η Μάλ τα. Η δε πρωθυπουργός της ∆ανίας, Μέτε Φρεντέρικσεν, έχει υιοθετήσει µια ρητορική στο Μεταναστευτικό που θα ταίριαζε πολλές φορές καλύτερα σε κόµµα της Ακροδεξιάς…

Στα δεξιά της Ν∆, τα κόµµατα που «συνωστίζονται» εκεί µπορεί να σηµείωσαν αθροιστικά καλές επιδόσεις τόσο στις τελευταίες εθνικές εκλογές όσο κυρίως στις ευρωεκλογές, ωστόσο παραµένουν κατά κύριο λόγο αρχηγικά κόµµατα, χωρίς ηγετική οµάδα και κορυφαία στελέχη και χωρίς δοµηµένο πρόγραµµα για τα µεγάλα ζητήµατα που απασχολούν την κοινωνία. Αν γινόταν ένα γκάλοπ, ποιος άραγε θα µπορούσε να ονοµατίσει ένα έστω ακόµα στέλεχος της Ελληνικής Λύσης, της ΝΙΚΗΣ ή της Φωνής Λογικής πλην του αρχηγού τους και ποιος θα µπορούσε να πει µια θέση πολιτικής που έχει διατυπώσει οποιοδήποτε από τα τρία κόµµατα, εκτός των δυο τριών που επαναλαµβάνουν σταθερά οι αρχηγοί τους;

Στον αντίποδα όλων αυτών, µε οργάνωση και µεθοδικότητα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης «έχτισε» πάνω στον εµπλουτισµό της Ν∆ µε καινούργια πρόσωπα τόσο από τον χώρο της πολιτικής όσο και από τον ιδιωτικό τοµέα, αλλά και από τη δηµόσια διοίκηση, στην ανανέωση του ιδεολογικού οπλοστασίου και του προγραµµατικού λόγου του κόµµατος και στην οικοδόµηση διεθνών συµµαχιών και περιφερειακών συνεργασιών, που βοήθησαν σηµαντικά το πρωθυπουργικό προφίλ του. Είναι πολλά ακόµα που έχουν γίνει, είναι αρκετά και τα λάθη και οι παραλείψεις, αλλά σκοπός αυτού του σηµειώµατος δεν είναι η ανασκόπηση µιας σχεδόν δεκαετούς προεδρίας - αυτό είναι αντικείµενο συγγραφής βιβλίου.

Το σηµαντικό ίσως που πρέπει να κρατήσουµε είναι ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης δαπάνησε πολλές ώρες του καθηµερινού του χρόνου, από τις αρχές του 2017 µέχρι τα µέσα του 2019, για να προετοιµάσει από την αρχιτεκτονική της διακυβέρνησής του µέχρι τα πρόσωπα που θα στελεχώσουν νευραλγικά πόστα και από τα βασικά προτάγµατα µέχρι συγκεκριµένα κοµβικά νοµοσχέδια. Κι αυτή η προετοιµασία σε µεγάλο βαθµό απέδωσε πολιτικά και πρακτικά την πρώτη τετραετία.

Το χρονικό διάστηµα που αποµένει µέχρι τις επόµενες εθνικές εκλογές είναι το ίδιο µε αυτό που περιγράψαµε - δυόµισι χρόνια ακριβώς. Εφόσον είναι αληθινή και ισχυρή η βούλησή του να ηγηθεί εκ νέου της Ν∆ στις κάλπες του 2027, τότε τη «συνταγή» τη γνωρίζει καλά και δεν είναι άλλη από το να δηµιουργήσει µια κρίσιµη οµάδα ικανών κυβερνητικών και κοµµατικών στελεχών και εξωκοινοβουλευτικών παραγόντων, που θα εργαστούν πάνω στο επόµενο αφήγηµα, το χειροπιαστό όραµα των επόµενων ετών, που λείπει αυτή τη στιγµή από τη δηµόσια ρητορική.

Δημοσιεύθηκε στην Απογευματινή