Ο ανασχηµατισµός -ο πρώτος στ’ αλήθεια µεγάλος στα πεντέµισι χρόνια διακυβέρνησης της Νέας ∆ηµοκρατίας- δίνει µεταξύ άλλων µια ευκαιρία στη νεότερη γενιά του κυβερνώντος κόµµατος να αποδείξει την αξία της και να δείξει στην πράξη ότι πράγµατι άξιζε την ευκαιρία αυτή. Για πρώτη φορά, µια πλειάδα υπουργών, αναπληρωτών υπουργών και υφυπουργών είναι παιδιά της Μεταπολίτευσης, γεννηµένοι δηλαδή από το 1974 και µετά, κάποιοι δε και αρκετά µικρότεροι. Μιλάµε βέβαια για νεότερη γενιά και όχι για νέα, καθώς ως χώρα χρειαζόµαστε ένα κάποιο διάστηµα ακόµα µέχρι να φτάσουµε εκεί.

Στη Βόρεια και ∆υτική Ευρώπη έχουµε δει στην πρόσφατη πολιτική ιστορία, για παράδειγµα, τον Γκαµπριέλ Ατάλ να γίνεται στα 35 του πρωθυπουργός της Γαλλίας, τη Σάνα Μαρίν στα 34 πρωθυπουργός της Φινλανδίας, τη Μέτε Φρεντέρικσεν στα 42 πρωθυπουργός της ∆ανίας, τον Λίο Βαράντκαρ στα 38 του πρωθυπουργός της Ιρλανδίας. Και πολλές ακόµα τέτοιες περιπτώσεις βέβαια σε πόστα υπουργών, υφυπουργών κ.λπ.

Στην Ελλάδα της υψηλής νεανικής ανεργίας, της δυσκολίας απογαλακτισµού από το σπίτι, της έλλειψης εµπιστοσύνης των εργοδοτών στους εικοσάρηδες, αυτά τα φαινόµενα θα αργήσουµε ακόµα να τα δούµε - πρέπει πρώτα να αλλάξουν οι υποβόσκουσες συνθήκες. Ας γυρίσουµε όµως στο ανανεωµένο κυβερνητικό σχήµα. Έχουν γίνει τις τελευταίες ηµέρες αρκετές προσπάθειες ακτινογραφίας του, µία ωστόσο δεν έχει επιχειρηθεί ακόµα: από πού κρατάει πολιτικά η «σκούφια» τους; Όχι ιδεολογικά ή κοµµατικά - πολιτικά.

Πώς ξεκίνησαν την ενασχόλησή τους οι νεοεισερχόµενοι µε την πολιτική, που τους οδήγησε σταδιακά στο υψηλότερο κλιµάκιο, δηλαδή αυτό του υπουργικού συµβουλίου; Το ερώτηµα δεν είναι φιλοσοφικό, είναι απολύτως πρακτικής σηµασίας και συνδέεται και µε τη διάχυτη επιχείρηση απαξίωσης της πολιτικής από διαφόρους, χωρίς βέβαια η κεντρική πολιτική σκηνή της χώρας να είναι άµοιρη ευθυνών για αυτή την απαξίωση.

Αν επιχειρήσει κανείς αυτή την ακτινογραφία, θα διαπιστώσει ότι οι «δεξαµενές» είναι κατά βάση όλες κι όλες δύο. Η µία είναι η Τοπική Αυτοδιοίκηση, από όπου ξεκίνησε π.χ. ο Βασίλης Κικίλιας (στην Αθήνα), η Έλενα Ράπτη (στη Θεσσαλονίκη), η Άννα Ευθυµίου (επίσης στη Θεσσαλονίκη) και ο Λάζαρος Τσαβδαρίδης (στη Βέροια), αλλά και η Άννα Καραµανλή (στην Περιφέρεια Αττικής), αφού όµως πρωτύτερα είχε αποκτήσει µεγάλη αναγνωρισιµότητα από την τηλεόραση.

Η εκλογή ενός πολίτη σε ένα δηµοτικό ή περιφερειακό συµβούλιο είναι πιο απλή υπόθεση, καθώς χρειάζονται µερικές εκατοντάδες ή χιλιάδες -ανάλογα µε τον δήµο και την Περιφέρεια- ψήφοι για να το πετύχει. Στη συνέχεια, µε την αξία του και ανάλογα µε τις συγκυρίες, µπορεί να αναρριχηθεί ψηλότερα. Η δεύτερη και σαφώς µεγαλύτερη «δεξαµενή» είναι οι φοιτητικές παρατάξεις και πολιτικές νεολαίες, που ωστόσο τα τελευταία χρόνια πνέουν τα λοίσθια.

Αυτή η γενιά των τριαντάρηδων και σαραντάρηδων της Νέας ∆ηµοκρατίας ίσως είναι η τελευταία που βγαίνει µέσα και από αυτή τη «δεξαµενή», η οποία φαίνεται πως σταδιακά στερεύει και το κυβερνών κόµµα -όπως και τα υπόλοιπα κόµµατα φυσικά- θα πρέπει να αναζητήσει στο εγγύς µέλλον άλλες πηγές για την ανανέωσή του.

Το πού θα τις βρει είναι ένα ενδιαφέρον ερώτηµα, µε όχι τόσο εύκολη απάντηση για ένα κόµµα που θέλει να διατηρεί µια ενιαία ως επί το πλείστον ταυτότητα, έναν διακριτό χαρακτήρα και µια ενότητα λόγου και σκέψης. Από τη φοιτητική παράταξη της ∆ΑΠΝ∆ΦΚ, λοιπόν, ξεκίνησαν να ασχολούνται για πρώτη φορά µε την πολιτική αρκετοί από τους νέους υπουργούς και υφυπουργούς, που συνέχισαν την ενασχόλησή τους στα µεταπανεπιστηµιακά τους χρόνια µε τη νεολαία της Ν∆, την ΟΝΝΕ∆ και στη συνέχεια µεταπήδησαν στην κεντρική πολιτική σκηνή: ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Κωστής Χατζηδάκης από τη ∆ΑΠ της Νοµικής Αθηνών και έφτασε να γίνει πρόεδρος της ΟΝΝΕ∆ και εν συνεχεία ευρωβουλευτής.

Από την ίδια «µήτρα» και ο Γιάννης Κεφαλογιάννης (υπουργός Πολιτικής Προστασίας), ο Κωνσταντίνος Κυρανάκης (αναπληρωτής υπουργός Μεταφορών), ο Γιώργος Κώτσηρας (υφυπουργός Οικονοµικών), αλλά και παλαιότερα ο Γιάννης Λοβέρδος (υφυπουργός Εξωτερικών) και βέβαια ο Σταύρος Παπασταύρου, που έφτασε να γίνει και πρόεδρος στην ευρωπαϊκή νεολαία των κεντροδεξιών κοµµάτων. Από τη Νοµική του ∆ηµοκρίτειου Πανεπιστηµίου Θράκης ο Θανάσης ∆αβάκης (υφυπουργός Άµυνας), ο Γιάννης Λαµπρόπουλος (υφυπουργός Προστασίας του Πολίτη) και φυσικά ο κυβερνητικός εκπρόσωπος και υφυπουργός παρά τω Πρωθυπουργώ, Παύλος Μαρινάκης, που διατήρησε τη θέση του.

Από τη Φιλοσοφική του ΕΚΠΑ η Σοφία Ζαχαράκη (υπουργός Παιδείας), από την Ιατρική του ίδιου πανεπιστηµίου ο Κώστας Βλάσης (υφυπουργός Παιδείας), από το Πανεπιστήµιο Πειραιά ο Κώστας Κατσαφάδος. Στη «γαλάζια» φοιτητική παράταξη και πολιτική νεολαία ήταν και ο Χρίστος ∆ήµας (υπουργός Υποδοµών και Μεταφορών) στην Αγγλία και ο Χρήστος Μπουκώρος (υφυπουργός Ψηφιακής ∆ιακυβέρνησης) στην Ιταλία. Φυσικά ο καθένας εξ αυτών εξελίχθηκε µέσα από διαφορετική πολιτική, επαγγελµατική και προσωπική διαδροµή, αλλά το σηµείο αφετηρίας ήταν κοινό.

Τώρα που τείνει να εκλείψει, η αντικατάστασή του µε κάποιο ή κάποια άλλα χρειάζεται σχεδιασµό, που µένει να φανεί στο κοντινό µέλλον ποιος είναι. 


*Δημοσιεύτηκε στην «Απογευματινή»