Πολιτική χωρίς αντίβαρο και σχέση µε την πραγµατικότητα
Άρθρο γνώμης
Οι ουτοπικές προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ για να ανοίξει ο διάλογος µεταξύ των προοδευτικών δυνάµεων, η σχεδόν ανύπαρκτη αυτοκριτική και η δηµοσκοπική πτώση των κοµµάτων Φάµελλου, Ανδρουλάκη και Χαρίτση

Στους ∆ελφούς, ο Σωκράτης Φάµελλος ζήτησε από τα προοδευτικά κόµµατα να συγκροτήσουν από κοινού «ένα ψηφοδέλτιο το οποίο µε βάση και τις συνταγµατικές προβλέψεις να διεκδικήσει την κυβέρνηση». Συµπλήρωσε δε ότι «µπορεί να είναι ένα ψηφοδέλτιο και συµµαχικών δυνάµεων που θα κατέβει συνταγµατικά ως ένα ενιαίο ψηφοδέλτιο. Υπάρχει τρόπος να κατέβει». Λίγο νωρίτερα, στο ίδιο φόρουµ, ο Νίκος Ανδρουλάκης έλεγε πως δεν πρόκειται να µπει «σε µια συζήτηση όπου ο καθένας λέει ό,τι θέλει και φέρνει την πραγµατικότητα στα µέτρα του, µην κοιτώντας τα πραγµατικά δεδοµένα». Η δε Νέα Αριστερά, µε ανακοίνωση που εξέδωσε την Κυριακή των Βαΐων, τονίζει ότι η Κεντρική Επιτροπή της «απορρίπτει τα σενάρια για συγκόλληση Κοινοβουλευτικών Οµάδων και επιµένει στην έναρξη προγραµµατικού διαλόγου, ώστε να δοθεί πειστική απάντηση στο καθεστώς Μητσοτάκη».
Τα τρία αυτά κοινοβουλευτικά κόµµατα έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό. Από τα συλλαλητήρια της 26ης Ιανουαρίου και µετά, η κυβέρνηση της Νέας ∆ηµοκρατίας µπήκε στην πιο δύσκολη πολιτικά περίοδο της σχεδόν εξαετούς διακυβέρνησής της. Επί σαράντα και πλέον ηµέρες οι τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές εκποµπές ήταν επί της ουσίας µονοθεµατικές, µε αντικείµενο την τραγωδία των Τεµπών, τις ευθύνες πριν και µετά το δυστύχηµα και τη σηµερινή κατάσταση του σιδηροδρόµου, ενώ αµέσως µετά το ζήτηµα της ακρίβειας επανήλθε σταδιακά στη δηµόσια ατζέντα. Μέσα σε αυτό λοιπόν το δίµηνο και υπό αυτές τις συνθήκες, τα ποσοστά των τριών αυτών κοµµάτων σε όλες τις δηµοσκοπήσεις που είδαν το φως της δηµοσιότητας όχι µόνο δεν εκτοξεύτη καν, αλλά αντίθετα σηµείωσαν πτώση. Σε σχέση µε το εκλογικό τους ποσοστό (για όσους συµµετείχαν στις εκλογές) είτε στην κάλπη των εθνικών εκλογών του 2023 είτε στην κάλπη των ευρωεκλογών του 2024, όλες οι µετρήσεις τα φέρνουν πιο χαµηλά. Αυτοκριτική σχεδόν ανύπαρκτη, µάλιστα κάποιοι στον ΣΥΡΙΖΑ υποστηρίζουν ότι φταίει η προσέγγιση µε το κεντρώο ΠΑΣΟΚ και κάποιοι στο ΠΑΣΟΚ ότι φταίει η προσέγγιση µε τον αριστερό ΣΥΡΙΖΑ. Για το αν φταίει κάτι στον τρόπο λειτουργίας του ίδιου του κόµµατος, στα πρόσωπα που το απαρτίζουν και τις ιδέες που κοµίζει, καµία σκέψη µέχρι στιγµής - τουλάχιστον όχι δηµόσια.
Είναι περιττό να µιλήσουµε για τις ραγδαίες εξελίξεις στον πλανήτη µας, που κάθε άλλο παρά ανεπηρέαστη αφήνουν τη χώρα µας. Τις αντιλαµβάνονται πλέον οι πάντες. Από τους δασµούς που βάζει ο Ντόναλντ Τραµπ µέχρι την επέλαση της τεχνητής νοηµοσύνης, µια σειρά από ενέργειες και ζητήµατα µεταµορφώνει τον κόσµο της εργασίας, της εκπαίδευσης και φυσικά της οικονοµίας. Οι πολεµικές συγκρούσεις αλ λάζουν άρδην το τοπίο στην Ανατολική Ευρώπη και την Ανατολική Μεσόγειο. Το ∆ηµογραφικό αναδεικνύεται τεράστιο πρόβληµα στην Ευρώπη - και βέβαια και στην Ελλάδα.
Την περασµένη Πέµπτη, ο ΣΥΡΙΖΑ κατέθεσε «10+1 προγραµµατικούς άξονες για να ανοίξει ο διάλογος των προοδευτικών δυνάµεων». Με βάση αυτές, το κράτος θα κληθεί να δαπανήσει πάνω από πέντε δισεκατοµµύρια ευρώ για να αγοράσει εν όλω ή εν µέρει το ποσοστό των ιδιωτών µετόχων στη ∆ΕΗ («Επαναφορά της ∆ΕΗ υπό δηµόσιο έλεγχο»), της Paneuropean Oil and Industrial Holdings στη Helleniq Energy («∆ηµόσιος έλεγχος στα ΕΛΠΕ»), της Macquarie Asset Management στον ∆Ε∆∆ΗΕ («∆ηµόσια δίκτυα ηλεκτρισµού»), αλλά και για τη διαγραφή οφειλών των ∆ηµοτικών Επιχειρήσεων Ύδρευσης - Αποχέτευσης («Στήριξη των ∆ΕΥΑ µε διαγραφή των χρεών της ρήτρας αναπροσαρµογής»).
Αυτά εφάπαξ. Άλλα πέντε δισ. ευρώ ετησίως θα δίνει περίπου το κράτος για την «επαναφορά του 13ου και του 14ου µισθού στο ∆ηµόσιο» και για την «επαναφορά της 13ης σύνταξης». «Κατάργηση της προσωπικής διαφοράς», «αυξήσεις για όλους τους συνταξιούχους», «κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης των συνταξιούχων» προσθέτουν µερικά δισεκατοµµύρια ακόµα στον ετήσιο λογαριασµό. Το ιδιωτικό χρέος υπολογίζεται πάνω από 370 δισ. ευρώ, συνεπώς η πρόταση για «γενναία ρύθµιση του ιδιωτικού χρέους µε διαγραφή µεγάλου µέρους του» δεν µπορούµε µε σιγουριά να γνωρίζουµε µε πόσες δεκάδες δισεκατοµµύρια θα επιβαρύνει το ελληνικό ∆ηµόσιο. Από εκεί και πέρα, κατά το κοινώς λεγόµενο, χάνεται η µπάλα: Μείωση του ΦΠΑ στα βασικά προϊόντα διαβίωσης, µείωση του ΕΦΚ στα καύσιµα, ολική επιστροφή του ΕΦΚ του αγροτικού πετρελαίου, 15.000 µόνιµες προσλήψεις στο ΕΣΥ, αυξήσεις στις αµοιβές γιατρών, νοσηλευτών και λοιπού υγειονοµικού προσωπικού και ένταξη όλων στα Βαρέα και Ανθυγιεινά, αύξηση της επιδότησης ενοικίου κ.ά. Κι αυτός ο χορός των δισ. χωρίς να αυξηθεί κανένας άµεσος ή έµµεσος φόρος, εκτός από τη «φορολόγηση των υπερκερδών των τραπεζών». Κι αυτές είναι οι προτάσεις, όπως προαναφέραµε, «για να ανοίξει ο διάλογος των προοδευτικών δυνάµεων».
Ίσως αυτός ο διάλογος πράγµατι πρέπει να ανοίξει. Κι ας µην οδηγήσει τελικά σε συνεργασία. Στη διάρκειά του, θα είναι εξαιρετικά χρήσιµο να διαπιστωθεί όχι αν θα απαντηθούν, αλλά αν θα τεθούν τα µεγάλα ερωτήµατα: Πώς θα παραχθεί περισσότερος πλούτος στην Ελλάδα; Ποια είναι τα συγκριτικά πλεονεκτήµατα της Ελλάδας και πώς µπορεί να αξιοποιηθούν; Πώς στεκόµαστε στο νέο γεωπολιτικό περιβάλλον που διαµορφώνεται; Με ποιους τρόπους µπορεί να σταµατήσει η δραµατική ετήσια µείωση των γεννήσεων; Τι ανώτατη Παιδεία χρειαζόµαστε;
Δημοσιεύθηκε στην Απογευματινή
Τα τρία αυτά κοινοβουλευτικά κόµµατα έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό. Από τα συλλαλητήρια της 26ης Ιανουαρίου και µετά, η κυβέρνηση της Νέας ∆ηµοκρατίας µπήκε στην πιο δύσκολη πολιτικά περίοδο της σχεδόν εξαετούς διακυβέρνησής της. Επί σαράντα και πλέον ηµέρες οι τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές εκποµπές ήταν επί της ουσίας µονοθεµατικές, µε αντικείµενο την τραγωδία των Τεµπών, τις ευθύνες πριν και µετά το δυστύχηµα και τη σηµερινή κατάσταση του σιδηροδρόµου, ενώ αµέσως µετά το ζήτηµα της ακρίβειας επανήλθε σταδιακά στη δηµόσια ατζέντα. Μέσα σε αυτό λοιπόν το δίµηνο και υπό αυτές τις συνθήκες, τα ποσοστά των τριών αυτών κοµµάτων σε όλες τις δηµοσκοπήσεις που είδαν το φως της δηµοσιότητας όχι µόνο δεν εκτοξεύτη καν, αλλά αντίθετα σηµείωσαν πτώση. Σε σχέση µε το εκλογικό τους ποσοστό (για όσους συµµετείχαν στις εκλογές) είτε στην κάλπη των εθνικών εκλογών του 2023 είτε στην κάλπη των ευρωεκλογών του 2024, όλες οι µετρήσεις τα φέρνουν πιο χαµηλά. Αυτοκριτική σχεδόν ανύπαρκτη, µάλιστα κάποιοι στον ΣΥΡΙΖΑ υποστηρίζουν ότι φταίει η προσέγγιση µε το κεντρώο ΠΑΣΟΚ και κάποιοι στο ΠΑΣΟΚ ότι φταίει η προσέγγιση µε τον αριστερό ΣΥΡΙΖΑ. Για το αν φταίει κάτι στον τρόπο λειτουργίας του ίδιου του κόµµατος, στα πρόσωπα που το απαρτίζουν και τις ιδέες που κοµίζει, καµία σκέψη µέχρι στιγµής - τουλάχιστον όχι δηµόσια.
Είναι περιττό να µιλήσουµε για τις ραγδαίες εξελίξεις στον πλανήτη µας, που κάθε άλλο παρά ανεπηρέαστη αφήνουν τη χώρα µας. Τις αντιλαµβάνονται πλέον οι πάντες. Από τους δασµούς που βάζει ο Ντόναλντ Τραµπ µέχρι την επέλαση της τεχνητής νοηµοσύνης, µια σειρά από ενέργειες και ζητήµατα µεταµορφώνει τον κόσµο της εργασίας, της εκπαίδευσης και φυσικά της οικονοµίας. Οι πολεµικές συγκρούσεις αλ λάζουν άρδην το τοπίο στην Ανατολική Ευρώπη και την Ανατολική Μεσόγειο. Το ∆ηµογραφικό αναδεικνύεται τεράστιο πρόβληµα στην Ευρώπη - και βέβαια και στην Ελλάδα.
Την περασµένη Πέµπτη, ο ΣΥΡΙΖΑ κατέθεσε «10+1 προγραµµατικούς άξονες για να ανοίξει ο διάλογος των προοδευτικών δυνάµεων». Με βάση αυτές, το κράτος θα κληθεί να δαπανήσει πάνω από πέντε δισεκατοµµύρια ευρώ για να αγοράσει εν όλω ή εν µέρει το ποσοστό των ιδιωτών µετόχων στη ∆ΕΗ («Επαναφορά της ∆ΕΗ υπό δηµόσιο έλεγχο»), της Paneuropean Oil and Industrial Holdings στη Helleniq Energy («∆ηµόσιος έλεγχος στα ΕΛΠΕ»), της Macquarie Asset Management στον ∆Ε∆∆ΗΕ («∆ηµόσια δίκτυα ηλεκτρισµού»), αλλά και για τη διαγραφή οφειλών των ∆ηµοτικών Επιχειρήσεων Ύδρευσης - Αποχέτευσης («Στήριξη των ∆ΕΥΑ µε διαγραφή των χρεών της ρήτρας αναπροσαρµογής»).
Αυτά εφάπαξ. Άλλα πέντε δισ. ευρώ ετησίως θα δίνει περίπου το κράτος για την «επαναφορά του 13ου και του 14ου µισθού στο ∆ηµόσιο» και για την «επαναφορά της 13ης σύνταξης». «Κατάργηση της προσωπικής διαφοράς», «αυξήσεις για όλους τους συνταξιούχους», «κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης των συνταξιούχων» προσθέτουν µερικά δισεκατοµµύρια ακόµα στον ετήσιο λογαριασµό. Το ιδιωτικό χρέος υπολογίζεται πάνω από 370 δισ. ευρώ, συνεπώς η πρόταση για «γενναία ρύθµιση του ιδιωτικού χρέους µε διαγραφή µεγάλου µέρους του» δεν µπορούµε µε σιγουριά να γνωρίζουµε µε πόσες δεκάδες δισεκατοµµύρια θα επιβαρύνει το ελληνικό ∆ηµόσιο. Από εκεί και πέρα, κατά το κοινώς λεγόµενο, χάνεται η µπάλα: Μείωση του ΦΠΑ στα βασικά προϊόντα διαβίωσης, µείωση του ΕΦΚ στα καύσιµα, ολική επιστροφή του ΕΦΚ του αγροτικού πετρελαίου, 15.000 µόνιµες προσλήψεις στο ΕΣΥ, αυξήσεις στις αµοιβές γιατρών, νοσηλευτών και λοιπού υγειονοµικού προσωπικού και ένταξη όλων στα Βαρέα και Ανθυγιεινά, αύξηση της επιδότησης ενοικίου κ.ά. Κι αυτός ο χορός των δισ. χωρίς να αυξηθεί κανένας άµεσος ή έµµεσος φόρος, εκτός από τη «φορολόγηση των υπερκερδών των τραπεζών». Κι αυτές είναι οι προτάσεις, όπως προαναφέραµε, «για να ανοίξει ο διάλογος των προοδευτικών δυνάµεων».
Ίσως αυτός ο διάλογος πράγµατι πρέπει να ανοίξει. Κι ας µην οδηγήσει τελικά σε συνεργασία. Στη διάρκειά του, θα είναι εξαιρετικά χρήσιµο να διαπιστωθεί όχι αν θα απαντηθούν, αλλά αν θα τεθούν τα µεγάλα ερωτήµατα: Πώς θα παραχθεί περισσότερος πλούτος στην Ελλάδα; Ποια είναι τα συγκριτικά πλεονεκτήµατα της Ελλάδας και πώς µπορεί να αξιοποιηθούν; Πώς στεκόµαστε στο νέο γεωπολιτικό περιβάλλον που διαµορφώνεται; Με ποιους τρόπους µπορεί να σταµατήσει η δραµατική ετήσια µείωση των γεννήσεων; Τι ανώτατη Παιδεία χρειαζόµαστε;
Δημοσιεύθηκε στην Απογευματινή