H διαπραγμάτευση με Τουρκία (Ένας σχολιασμός στα σημεία*)
Το παλαιό γνωστό ψευτοδίλημμα «βούτυρο ή κανόνια» δεν ισχύει ειδικώς στην περίπτωσή μας, διότι αν δεν έχεις κανόνια θα χάσεις και το βούτυρο
Σε πρόσφατο άρθρο τους τέσσερις διακεκριμένες προσωπικότητες στον τομέα των διεθνών σχέσεων (Α. Διακόπουλος, Π. Λιάκουρας, Κ. Υφαντής, Κ. Φίλης) συνυπέγραψαν άρθρο («Καθημερινή», ΕΛΙΑΜΕΠ) σχετικά με την προοπτική έναρξης ελληνοτουρκικού διαλόγου, με στόχο ει δυνατόν την κατάληξη σε συμφωνία πιθανόν στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι «η Άγκυρα εγκατέλειψε επί του παρόντος τη ‘‘διπλωματία του καταναγκασμού’’, αλλαγή που οι περισσότεροι απέδωσαν στη “διπλωματία των σεισμών”» , αν και «ο σεισμός και η άμεση αντίδραση της Ελλάδας αποτέλεσαν απλώς επιβοηθητικούς παράγοντες (…), λειτούργησαν δηλαδή ως ένα άλλοθι για μια τακτική έστω αναδίπλωση». Η αναδίπλωση είναι όντως τακτική και οφείλεται σε αντικειμενικούς επιχειρησιακούς περιορισμούς λόγω διαθεσιμοτήτων στη αεροπορία, κόστους πτήσεων κ.λπ. σε μία πιεσμένη τουρκική οικονομία, αλλά κυρίως στην προσπάθειά της να αφαιρέσει επιχειρήματα από το Κογκρέσο για τα F-16 και να προλάβει αντίστοιχα στην ΕΕ για την αναβάθμιση της Τελωνειακής Ένωσης. Θέλει όπλα από ΗΠΑ και λεφτά από ΕΕ και φροντίζει να μειώσει τις λαβές.
Επί της ουσίας, δεν έχει αναιρέσει ούτε κεραία από το αναθεωρητικό πλαίσιό της. Άρα τι λόγο έχει η Ελλάδα να διευκολύνει την Τουρκία στη δημιουργία μιας παραπλανητικής εικόνας, παρουσιάζοντας έναν τακτικό ελιγμό ως δήθεν αλλαγή στάσης, προκειμένου να ενισχυθεί στρατιωτικά και οικονομικά και στη συνέχεια να χρησιμοποιήσει αυτή την ισχύ εναντίον μας; Στο άρθρο σημειώνεται ότι «ρεαλιστικά, η μόνη εναλλακτική που δεν οδηγεί σε σύγκρουση (…) είναι η διατήρηση της παρούσας κατάστασης», επιλογή που έχει μεν «το μικρότερο πολιτικό κόστος, αλλά δεν είναι χωρίς κόστος γενικότερα», διότι δαπανούμε «πάρα πολύ διπλωματικό κεφάλαιο» και για την Άμυνα τα τελευταία 50 χρόνια «συνολικά κοντά στα 400 δισ. ευρώ». Προστίθεται ότι «είναι πιθανό η κούρσα εξοπλισμών να έχει κοστίσει μέχρι σήμερα περισσότερο από το όποιο προσδοκώμενο κέρδος θα μας απέφεραν τυχόν πλουτοπαραγωγικοί πόροι της υφαλοκρηπίδας» και ότι «αν αυτό το ποσό επενδυόταν στο κράτος πρόνοιας, στις υποδομές και σε άλλους κοινωφελείς σκοπούς, θα μπορούσε να παραγάγει πολλαπλάσιο αποτέλεσμα σε οικονομία και κοινωνία». Επιπλέον υποστηρίζεται ότι «σε λίγα χρόνια δεν θα έχουν νόημα τα κοιτάσματα υδρογονανθράκων, ακόμη και αν αυτά υπάρχουν και είναι εκμεταλλεύσιμα, λόγω της κλιματικής κρίσης και συνακόλουθα της αναπόφευκτης πράσινης μετάβασης». Πρώτον, η αναγκαστική προσφυγή σε διαπραγμάτευση σημαίνει ότι η πολιτική καταναγκασμού της Τουρκίας έχει πετύχει, άρα δεν θα έπρεπε να λέγεται δημόσια ως επιχείρημα, διότι επιβεβαιώνει την πολιτική της. Η δε αποφυγή της σύγκρουσης πάση θυσία ως δημόσια θέση και δήλωση υπονομεύει οποιαδήποτε διαπραγματευτική δυνατότητα από τα αποδυτήρια. Δεν είναι η Ελλάδα που την προτάσσει ως εργαλείο, αν όμως την εξαιρεί a priori για την προάσπιση των δικαιωμάτων και των συμφερόντων της, τότε απλά συζητάμε τους όρους υποχώρησης. Δεύτερον, το παλαιό γνωστό (ψευτο)δίλημμα «βούτυρο ή κανόνια» δεν ισχύει ούτε γενικώς ούτε πολύ περισσότερο ειδικώς στην περίπτωσή μας, διότι αν δεν έχεις κανόνια θα χάσεις και το βούτυρο. Δεν υπάρχει διεθνώς παράδειγμα χώρας που να παρέδωσε τα κανόνια της και να μην έχασε και το βούτυρο μαζί με την ασφάλεια και την ανεξαρτησία της.
Εξάλλου υπάρχει κάποιος που πιστεύει ότι αν συμφωνούσαμε σε κάτι με την Τουρκία, έστω και με δικές μας παραχωρήσεις στις διεκδικήσεις της, δεν θα προχωρούσε αμέσως μετά στις επόμενες; Επίσης είναι άβολο να τίθεται εμμέσως στους Έλληνες η επιλογή της ευημερίας με αντάλλαγμα κυριαρχικά δικαιώματα, κυριαρχία ή εθνική αξιοπρέπεια. Η απάντηση έχει δοθεί επανειλημμένως. Μας ενδιαφέρει η τσέπη μας, αλλά όχι εις βάρος της πατρίδας, έστω και με την επίφαση ενός «έντιμου συμβιβασμού». Τρίτον, παρά τη δημόσια «πράσινη» συζήτηση, το πετρέλαιο και κυρίως το φυσικό αέριο θα παραμείνουν βασικό καύσιμο μετάβασης για τις επόμενες δεκαετίες. Ο επικεφαλής της Exxon Mobil ανακοίνωσε ότι η ζήτηση για πετρέλαιο θα αυξάνεται για τα επόμενα πολλά χρόνια, η Βρετανία έδωσε 100 νέες άδειες ερευνών και εξόρυξης για πετρέλαιο στη Βόρεια Θάλασσα, όλοι στην περιοχή μας αξιοποιούν ό,τι έχουν και ψάχνουν για περισσότερα. Είμαστε οι μόνοι που διαλαλούμε ότι δεν μας ενδιαφέρει ο πλούτος μας.
*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή»
Επί της ουσίας, δεν έχει αναιρέσει ούτε κεραία από το αναθεωρητικό πλαίσιό της. Άρα τι λόγο έχει η Ελλάδα να διευκολύνει την Τουρκία στη δημιουργία μιας παραπλανητικής εικόνας, παρουσιάζοντας έναν τακτικό ελιγμό ως δήθεν αλλαγή στάσης, προκειμένου να ενισχυθεί στρατιωτικά και οικονομικά και στη συνέχεια να χρησιμοποιήσει αυτή την ισχύ εναντίον μας; Στο άρθρο σημειώνεται ότι «ρεαλιστικά, η μόνη εναλλακτική που δεν οδηγεί σε σύγκρουση (…) είναι η διατήρηση της παρούσας κατάστασης», επιλογή που έχει μεν «το μικρότερο πολιτικό κόστος, αλλά δεν είναι χωρίς κόστος γενικότερα», διότι δαπανούμε «πάρα πολύ διπλωματικό κεφάλαιο» και για την Άμυνα τα τελευταία 50 χρόνια «συνολικά κοντά στα 400 δισ. ευρώ». Προστίθεται ότι «είναι πιθανό η κούρσα εξοπλισμών να έχει κοστίσει μέχρι σήμερα περισσότερο από το όποιο προσδοκώμενο κέρδος θα μας απέφεραν τυχόν πλουτοπαραγωγικοί πόροι της υφαλοκρηπίδας» και ότι «αν αυτό το ποσό επενδυόταν στο κράτος πρόνοιας, στις υποδομές και σε άλλους κοινωφελείς σκοπούς, θα μπορούσε να παραγάγει πολλαπλάσιο αποτέλεσμα σε οικονομία και κοινωνία». Επιπλέον υποστηρίζεται ότι «σε λίγα χρόνια δεν θα έχουν νόημα τα κοιτάσματα υδρογονανθράκων, ακόμη και αν αυτά υπάρχουν και είναι εκμεταλλεύσιμα, λόγω της κλιματικής κρίσης και συνακόλουθα της αναπόφευκτης πράσινης μετάβασης». Πρώτον, η αναγκαστική προσφυγή σε διαπραγμάτευση σημαίνει ότι η πολιτική καταναγκασμού της Τουρκίας έχει πετύχει, άρα δεν θα έπρεπε να λέγεται δημόσια ως επιχείρημα, διότι επιβεβαιώνει την πολιτική της. Η δε αποφυγή της σύγκρουσης πάση θυσία ως δημόσια θέση και δήλωση υπονομεύει οποιαδήποτε διαπραγματευτική δυνατότητα από τα αποδυτήρια. Δεν είναι η Ελλάδα που την προτάσσει ως εργαλείο, αν όμως την εξαιρεί a priori για την προάσπιση των δικαιωμάτων και των συμφερόντων της, τότε απλά συζητάμε τους όρους υποχώρησης. Δεύτερον, το παλαιό γνωστό (ψευτο)δίλημμα «βούτυρο ή κανόνια» δεν ισχύει ούτε γενικώς ούτε πολύ περισσότερο ειδικώς στην περίπτωσή μας, διότι αν δεν έχεις κανόνια θα χάσεις και το βούτυρο. Δεν υπάρχει διεθνώς παράδειγμα χώρας που να παρέδωσε τα κανόνια της και να μην έχασε και το βούτυρο μαζί με την ασφάλεια και την ανεξαρτησία της.
Εξάλλου υπάρχει κάποιος που πιστεύει ότι αν συμφωνούσαμε σε κάτι με την Τουρκία, έστω και με δικές μας παραχωρήσεις στις διεκδικήσεις της, δεν θα προχωρούσε αμέσως μετά στις επόμενες; Επίσης είναι άβολο να τίθεται εμμέσως στους Έλληνες η επιλογή της ευημερίας με αντάλλαγμα κυριαρχικά δικαιώματα, κυριαρχία ή εθνική αξιοπρέπεια. Η απάντηση έχει δοθεί επανειλημμένως. Μας ενδιαφέρει η τσέπη μας, αλλά όχι εις βάρος της πατρίδας, έστω και με την επίφαση ενός «έντιμου συμβιβασμού». Τρίτον, παρά τη δημόσια «πράσινη» συζήτηση, το πετρέλαιο και κυρίως το φυσικό αέριο θα παραμείνουν βασικό καύσιμο μετάβασης για τις επόμενες δεκαετίες. Ο επικεφαλής της Exxon Mobil ανακοίνωσε ότι η ζήτηση για πετρέλαιο θα αυξάνεται για τα επόμενα πολλά χρόνια, η Βρετανία έδωσε 100 νέες άδειες ερευνών και εξόρυξης για πετρέλαιο στη Βόρεια Θάλασσα, όλοι στην περιοχή μας αξιοποιούν ό,τι έχουν και ψάχνουν για περισσότερα. Είμαστε οι μόνοι που διαλαλούμε ότι δεν μας ενδιαφέρει ο πλούτος μας.
*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή»