Η Ελλάδα βρίσκεται αντιµέτωπη µε τρεις εξελίξεις σε ισάριθµα θέµατα εξωτερικής πολιτικής, όλες απόρροια προηγούµενων δικών µας διαχρονικών χειρισµών. Τουρκία, Αλβανία, Σκόπια είναι το τρίγωνο των εθνικών θεµάτων, το οποίο συνεχίζει να τροφοδοτεί αρνητικά κατά κανόνα τις σχέσεις της Ελλάδας µε κάθε ένα από αυτά τα κράτη, όχι µε ελληνική υπαιτιότητα.

Η ευθύνη της Ελλάδας έγκειται στο ότι δεν διέγνωσε ορθά την πολιτική και τις προθέσεις και των τριών ή τις διέγνωσε και για διάφορους λόγους δεν εφάρµοσε την απαιτούµενη πολιτική. Ό,τι και από τα δύο να ισχύει, το αποτέλεσµα είναι το ίδιο. Η χώρα βρίσκει διαρκώς µπροστά της αυτά που δεν αντιµετώπισε εγκαίρως, ενδεδειγµένα και ορθολογικά. Υπάρχει από ελληνικής πλευράς δοµικό πρόβληµα στην ανάλυση και ανάγνωση της πολιτικής των τριών κρατών.

Η Τουρκία δεν σταµατά ποτέ να δηµιουργεί νέα τετελεσµένα εις βάρος της Ελλάδας και η τελευταία µε κάθε νέα τέτοια εξέλιξη επιµένει ότι ο διάλογος είναι µονόδροµος. Αυτό βέβαια εκλαµβάνεται από την Τουρκία ως πράσινο φως για να προχωρήσει στο επόµενο τετελεσµένο, βέβαιη ότι δεν θα υπάρξει σοβαρή ελληνική αντίδραση ούτε και κόστος. Η µετατροπή της Μονής της Χώρας σε τζαµί, παραµονές της συνάντησης του Τούρκου προέδρου µε τον Ελληνα πρωθυπουργό, ήταν αποτέλεσµα της ∆ιακήρυξης των Αθηνών µε την οποία η Αθήνα ανανέωσε τον εξωραϊσµό της Τουρκίας και την υποβάθµιση των προκλήσεων. Προκαλεί εντύπωση ότι δεν υπάρχει ούτε µία επίσηµη ελληνική αναφορά περί παραβίασης της εν λόγω ∆ιακήρυξης από την τουρκική συµπεριφορά.

Χωρίς να είµαστε µάντεις, µπορούµε µε βεβαιότητα να πούµε ότι οι προκλήσεις θα συνεχιστούν και θα κλιµακωθούν και την εποµένη της συνάντησης των δύο ηγετών. Ο λόγος είναι ότι η Τουρκία δεν εξαρτά την πολιτική της από συναντήσεις και προσωπικές σχέσεις, αλλά βασίζεται σε µία µακροπρόθεσµη αναθεωρητική στρατηγική την οποία εφαρµόζουν όλοι οι Τούρκοι ηγέτες διαδοχικά και απαρέγκλιτα. Αντιθέτως, στην Ελλάδα προτάσσουµε ως εθνικό στόχο να περάσουµε ένα ήρεµο καλοκαίρι. Όλη αυτή η αντίφαση φέρνει την κρίση πιο κοντά.

Το ίδιο συµβαίνει και µε την Αλβανία. Η Αθήνα επί µακρόν υποβαθµίζει την πολιτική εθνοκάθαρσης χαµηλής έντασης που υλοποιούν οι αλβανικές κυβερνήσεις κατά της ελληνικής εθνικής µειονότητας στη Βόρειο Ηπειρο, αναπαράγοντας το σχήµα που καθοδηγούσε την ελληνική πολιτική και στη σχέση µας µε την Τουρκία, µε τα γνωστά αποτελέσµατα. Ότι η υποτιθέµενη ευρωπαϊκή πορεία θα αναγκάσει το έτερο µέρος, την Αλβανία εν προκειµένω, να συµµορφωθεί µε το ευρωπαϊκό κεκτηµένο.

Αυτό δεν συνέβη ούτε πρόκειται να συµβεί, όπως δεν συνέβη και µε την Τουρκία. Ο λόγος είναι ότι και τα δύο αυτά κράτη δεν είναι διατεθειµένα να υποτάξουν την εθνική τους ατζέντα σε υποχρεώσεις που απορρέουν από θολές προοπτικές, οι οποίες στην πραγµατικότητα δεν τα ενδιαφέρουν παρά µόνο à la carte.

Το αποτέλεσµα είναι κι εδώ η Ελλάδα να βρεθεί σε αµηχανία, µε τον Αλβανό πρωθυπουργό να διεξάγει κανονική ψυχολογική επιχείρηση ερχόµενος για προεκλογική φιέστα σε ελληνικό έδαφος, την επέτειο της παράνοµης φυλάκισης του Φρέντη Μπελέρη και ενώ συνεχίζει να τον κρατά φυλακισµένο, παραβιάζοντας κάθε έννοια ευρωπαϊκής έννοµης τάξης και δικαίου.

Στα Σκόπια έχουµε ακόµα έναν προαναγγελθέντα εκτροχιασµό από αυτό που η ελληνική πλευρά θεωρούσε ότι αποτελεί σταθερή τροχιά των σχέσεων. Η Συµφωνία των Πρεσπών ούτως ή άλλως ποτέ δεν υλοποιήθηκε από τα Σκόπια. Αφού εξασφάλισαν την αναγνώριση από την Ελλάδα «µακεδονικής» ταυτότητας, γλώσσας, εθνικότητας, πολιτισµικού περιεχοµένου, όλα κλεµµένα, αρνήθηκαν να υλοποιήσουν ακόµα κι αυτά τα ελάχιστα και προσχηµατικά για τα οποία ήταν υποχρεωµένοι. Με την ανάδειξη σε κυβέρνηση και προεδρία του εθνικιστικού VMRO, τα Σκόπια πλέον αποκηρύσσουν ακόµα και το κουφάρι αυτής της Συµφωνίας.

Η προσπάθεια της Ελλάδας να προσποιηθεί πως και στα τρία αυτά µέτωπα τα πράγµατα δεν είναι τόσο στραβά όσο φαίνονται και ότι όλα έχουν µία εξήγηση και ακόµα περισσότερο πως µπορούν να φτιάξουν, διότι και οι τρεις θα πιεστούν από κάποιον τρίτο παράγοντα, απλά επιδεινώνει τη θέση της χώρας απέναντι και στα συγκεκριµένα κράτη, αλλά και έναντι εταίρων και συµµάχων που αξιολογούν αναλόγως το ελληνικό ειδικό βάρος. Το καλό της υπόθεσης, δεδοµένων των συνθηκών, είναι ότι και στις τρεις περιπτώσεις δίνεται στη χώρα όχι απλά αφορµή, αλλά αιτία για να αναθεωρήσει τη στάση της και να θέσει τις σχέσεις στη σωστή βάση της αµοιβαιότητας.

*Δημοσιεύτηκε στην Απογευματινή της Κυριακής