Μία από τις µακροβιότερες συζητήσεις χωρίς κατάληξη στην Ευρώπη, εδώ και περισσότερο από δύο δεκαετίες, είναι αυτή για την Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας και Αµυνας. Το γιατί δεν κατέληξε ποτέ να ανταποκρίνεται στον τίτλο είναι προφανές.

Είναι δύσκολο 27 κράτη-µέλη να συµφωνήσουν απολύτως σε δύο τοµείς που αφορούν τον σκληρό πυρήνα κυριαρχίας και πολιτικής των χωρών: την εξωτερική πολιτική και την άµυνα. Υπάρχουν αποκλίνοντα συµφέροντα και η διαµόρφωση έστω και ελάχιστου κοινού παρονοµαστή είναι µία δύσκολη άσκηση. Από την άλλη, είναι επιβεβληµένο αν η Ευρώπη θέλει να διαδραµατίσει έναν στοιχειώδη γεωπολιτικό ρόλο.

Η αναγκαιότητα µιας τέτοιας κοινής κατά το δυνατόν πολιτικής σε αυτόν τον κρίσιµο τοµέα αντανακλάται και στη θέση του ύπατου εκπροσώπου, στην ουσία του υπουργού Εξωτερικών της Ε.Ε., που είναι ένας από τους κορυφαίους θεσµικούς ρόλους της Ενωσης, µαζί µε τον πρόεδρο της Κοµισιόν και τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συµβουλίου. Ενδεικτικό της δυσκολίας που υπάρχει λόγω της διαφορετικής οπτικής των χωρών σε θέµατα εξωτερικής πολιτικής και άµυνας είναι ότι αντί να αποτελέσουν σηµείο σύγκλισης, σε πολλές περιπτώσεις αποτέλεσαν πεδία όχι απλά απόκλισης, αλλά και σύγκρουσης.

Μία καλή ιδέα έχουµε πάρει κι εµείς από τη στάση συγκεκριµένων κρατών, όπως η Γερµανία επί Μέρκελ και η Ισπανία τώρα, αλλά σε µεγάλο βαθµό και η Ιταλία, απέναντι στην Τουρκία. Τα τελευταία δυόµισι χρόνια όµως σηµειώθηκε µία µείζων µεταβολή που επέτρεψε, όχι χωρίς διακυµάνσεις και επαµφοτερίζουσες σε πρώτη φάση στάσεις, τη διαµόρφωση µιας κοινής θέσης σε συγκεκριµένο ζήτηµα.

Χρειάστηκε µία εισβολή, αυτή της Ρωσίας στην Ουκρανία, και η αντίληψη ότι αναδύεται µια σοβαρή απειλή και για την υπόλοιπη Ευρώπη από τον ρωσικό αναθεωρητισµό, για να εκδηλωθεί µία εντυπωσιακή αλλαγή. Πρώτη φορά η Ευρώπη συµµετέχει ενιαία σε πόλεµο στηρίζοντας ένα τρίτο κράτος στην πράξη, µε τη µαζική αποστολή οπλισµού και µάλιστα οπλικών συστηµάτων στρατηγικού χαρακτήρα, όπως εξελιγµένα αντιαεροπορικά, πύραυλοι Κρουζ, ακόµα και δεκάδες µαχητικά F-16, τα οποία θα αρχίσουν να καταφθάνουν στην Ουκρανία τους επόµενους µήνες.

Η ρωσική εισβολή και η συναντίληψη της κοινής απειλής είχε επίσης αποτέλεσµα να πάρει µπρος η ευρωπαϊκή αµυντική βιοµηχανία, µε πολεµικούς στην κυριολεξία ρυθµούς. Η κατανάλωση των πυροµαχικών στο θέατρο επιχειρήσεων της Ουκρανίας, η µείωση των ευρωπαϊκών αποθεµάτων πυροµαχικών λόγω της βοήθειας προς το Κίεβο και η συνειδητοποίηση των ποσοτήτων που θα χρειαστούν αν η Ευρώπη εµπλακεί η ίδια ευθέως σε πόλεµο λειτούργησαν καταλυτικά.

Η ευρωπαϊκή αµυντική βιοµηχανία έχει πάρει φωτιά. Καθηµερινά δίνονται νέες παραγγελίες και οι χώρες έχουν µπει σε δικαιολογηµένο κρεσέντο εξοπλισµών. Η Ευρώπη ξύπνησε βίαια από τον γεωπολιτικό λήθαργο και τώρα τρέχει να προλάβει. Ο δεύτερος καταλύτης είναι η πιθανότητα εκλογής του Ντόναλντ Τραµπ στην προεδρία των ΗΠΑ.

Ο Τραµπ είχε εγκαίρως προειδοποιήσει τους Ευρωπαίους, ήδη από την προηγούµενη θητεία του, να αναλάβουν µεγαλύτερο βάρος, οικονοµικό, εξοπλιστικό και επιχειρησιακό, για την ασφάλεια της ηπείρου. Στην πραγµατικότητα, αυτό που τους αναλογεί. Να µην είναι οι free riders της Συµµαχίας, επαναπαυόµενοι στα αµερικανικά όπλα και στο αµερικανικό πορτοφόλι.

Τώρα που η απειλή έχει συγκεκριµένη µορφή και ο Τραµπ επανέρχεται, µε την προειδοποίηση ότι αν η Ευρώπη δεν κάνει αυτό που πρέπει οι ΗΠΑ θα αποσύρουν έως ένα βαθµό τις εγγυήσεις ασφαλείας, οι Ευρωπαίοι απέκτησαν ένα επιπλέον κίνητρο για να κάνουν αυτό που δεν έκαναν τα προηγούµενα χρόνια. Και µάλιστα σε τέτοιο βαθµό που επανεκκίνησε η συζήτηση για τη στρατηγική και αµυντική αυτονοµία της Ευρώπης. Από το «δεν βαριέσαι έχει ο Θεός και οι Αµερικανοί», στο «να γίνουµε αυτόνοµοι και να µην εξαρτιόµαστε αµυντικά από τις ΗΠΑ».

Βέβαια, µεταξύ αυτών των δύο, όπου το δεύτερο είναι εξαιρετικά δύσκολο έως αδύνατο υπό τις παρούσες συνθήκες, υπάρχει η µέση οδός και η κοινή λογική. Η Ευρώπη να αναπτύξει µε µεγαλύτερο βαθµό αυτάρκειας τις αµυντικές, εξοπλιστικές και επιχειρησιακές δυνατότητές της εντός του πλαισίου της Συµµαχίας, ώστε να µπορεί -αν χρειάζεται- να αναλαµβάνει αυτόνοµες επιχειρήσεις.

Η πλήρης αποσύνδεση δεν είναι ούτε δυνατή ούτε επιθυµητή, δεδοµένου του µεγέθους των απειλών που αντιµετωπίζει η ∆ύση. Ετερογονία των σκοπών. Η Ευρώπη οφείλει ένα ευχαριστώ στον Πούτιν και στον Τραµπ (στη φωτ. µαζί).


*Δημοσιεύτηκε στην «Κυριακάτικη Απογευματινή»