Η βούληση της Αθήνας για ακόµα µία απόπειρα προσέγγισης µε την Τουρκία για το θέµα της οριοθέτησης των θαλάσσιων ζωνών και συγκεκριµένα της ΑΟΖ - υφαλοκρηπίδας φαίνεται ότι οδεύει στην κατάληξη που είχαν και όλες οι προηγούµενες. Η ελληνική πλευρά προσέρχεται µε την εθνική γραµµή, δηλαδή ότι υπάρχει µόνο µία διαφορά, η προαναφερθείσα, η οποία θα πρέπει να εξεταστεί στο πλαίσιο του ∆ιεθνούς ∆ικαίου και συγκεκριµένα στη βάση του ∆ικαίου της Θάλασσας.

Η Τουρκία δεν έχει µετακινηθεί ούτε κατ’ ελάχιστον από τις γνωστές θέσεις της, που συµπεριλαµβάνουν όλη την αναθεωρητική ατζέντα. Θέλει συζήτηση-«πακέτο» εφ’ όλης της ύλης. Ποια είναι αυτή η ύλη; Γκρίζες ζώνες, αµφισβήτηση κυριαρχίας επί νησιών και νησίδων, ισχυρισµός ότι τα νησιά δεν έχουν ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα, δικαιοδοσία επί του FIR Αθηνών, αποστρατιωτικοποίηση νησιών και πολλά άλλα. Φρόντισε µάλιστα προχθές ο τουρκικός Τύπος να υπενθυµίσει όλα αυτά και να τα ενισχύσει µε την προσθήκη ότι η Τουρκία, για να συζητήσει, απαιτεί να µπει στο τραπέζι και η «τουρκική µειονότητα» όχι µόνο στη Θράκη, αλλά και σε άλλα µέρη της Ελλάδας...

Ηταν προφανές από την αρχή ότι και αυτό το εγχείρηµα θα είχε την εξέλιξη προηγούµενων ανάλογων προσπαθειών. Εξάλλου, έχουν προηγηθεί 67 διερευνητικοί γύροι, όπου στον κάθε επόµενο η Τουρκία όχι απλώς επέµενε στην ατζέντα της, αλλά την εµπλούτιζε κιόλας. Εκτοτε τα πράγµατα έχουν εκτραχυνθεί έτι περαιτέρω. Η σχετική ηρεµία στο Αιγαίο δεν είναι ένδειξη αλλαγής στάσης της Τουρκίας, αλλά ελιγµός, προκειµένου να αφαιρέσει επιχειρήµατα από ΗΠΑ και Ευρώπη, για να διευκολυνθεί στην προώθηση των εξοπλιστικών και οικονοµικών αιτηµάτων της. ∆εν υπήρξε η παραµικρή ένδειξη ότι βρισκόµαστε µπροστά σε κάποιο ιστορικό παράθυρο ευκαιρίας ή ότι τα πράγµατα τείνουν σε βελτίωση.

Η επιχειρησιακή ύφεση δεν σηµαίνει αλλαγή πολιτικής και είναι λάθος οι τουρκικοί ελιγµοί να εκλαµβάνονται ως καλή πρόθεση. Εξάλλου, η αναθεωρητική πολιτική της Τουρκίας δεν αφορά µόνο την Ελλάδα και την Κύπρο, που είναι οι κύριοι αποδέκτες της τουρκικής επιθετικότητας, αλλά συµπεριλαµβάνει όλο τον περίγυρό της. Το να µην επιδιώκει η Ελλάδα την ένταση είναι λογικό. Το να προσπαθεί να µην εκδηλώνονται κρίσεις αφαιρώντας αφορµές είναι επιθυµητό και ευκταίο. Το να γίνεται όµως αυτό µε περιστολή άσκησης νόµιµων κυριαρχικών δικαιωµάτων και µε µία παράλληλη διαδικασία, που λειτουργεί εξωραϊστικά για την Τουρκία, είναι απορριπτέο.

Η Τουρκία χρησιµοποιεί τον διάλογο µε την Ελλάδα για να στείλει µηνύµατα σε τρίτους ότι τα πράγµατα είναι εντός πλαισίου και ελεγχόµενα. Αρα, όταν θα επανέλθει και στην καθηµερινή ένταση, σε καιρό που θα αποφασίσει ότι την ευνοεί, η καταγγελία της Αθήνας θα είναι αποδυναµωµένη, εφόσον έχουν προηγηθεί δηλώσεις και κινήσεις εξοµάλυνσης των σχέσεων, οι οποίες δεν ανταποκρίνονται όµως στην πραγµατικότητα. Είναι λεπτή η ισορροπία µεταξύ της αποφυγής κρίσεων, προκειµένου να τρέξουν άλλα πράγµατα στη χώρα, από επενδύσεις µέχρι εξοπλιστικά, και της αποφυγής µιας de facto περιοριστικής κατάστασης για τα ελληνικά δικαιώµατα, την οποία η Τουρκία καταγράφει ως κεκτηµένο.

Παρά την επικείµενη έναρξη του διαλόγου σε υψηλό επίπεδο, η εκτίµηση είναι ότι όταν διαπιστωθεί στην πράξη το αδιέξοδο η Αγκυρα θα επανέλθει στο γνωστό κλίµα έντασης και στην καθηµερινότητα. ∆εν πρέπει να υπάρχουν ψευδαισθήσεις περί µόνιµης κατάστασης ύφεσης, από τη στιγµή που δεν υπάρχει αλλαγή πολιτικής. Ούτε νοείται η ύφεση να τροφοδοτείται εσαεί µε κατευναστικές κινήσεις, που οδηγούν σε γεωπολιτική περιστολή.

Οσο θα εξελίσσεται η προσπάθεια διαλόγου, ενόψει και του προγραµµατισµένου ανώτατου κυβερνητικού συµβουλίου συνεργασίας Ελλάδας - Τουρκίας τον Ιανουάριο, θα πρέπει η χώρα να προετοιµάζεται και για το ενδεχόµενο απότοµης επιδείνωσης. Πολύ περισσότερο που διάφορες επιδιώξεις της Τουρκίας στον ευρύτερο περίγυρο δεν φαίνεται να της βγαίνουν. Η ελληνική πλευρά θα πρέπει να είναι έτοιµη για τον επόµενο γύρο. Οχι συζητήσεων. Στο πεδίο.

Δημοσιεύθηκε στην Απογευματινή της Κυριακής 13.10.24