Τα 162 δισ. που μας χρωστάει το Βερολίνο και μία ιδέα
Άρθρο γνώμης
Θα µπορούσε η οφειλή ή µέρος αυτής να αποδοθεί µε τη µορφή αµυντικών εξοπλισµών
Με αφορμή την επίσκεψη του Γερμανού προέδρου Φρανκ Βάλτερ Σταϊνμάιερ στην Ελλάδα, υπήρξε μία γενική υπενθύμιση του εκκρεμούς εθνικού ζητήματος των γερμανικών υποχρεώσεων από την Κατοχή, λόγω και της σχετικής δήλωσης του πρωθυπουργού ότι το θέμα για τη χώρα μας παραμένει ενεργό.στην Ελλάδα, υπήρξε μία γενική υπενθύμιση του εκκρεμούς εθνικού ζητήματος των γερμανικών υποχρεώσεων από την Κατοχή, λόγω και της σχετικής δήλωσης του πρωθυπουργού ότι το θέμα για τη χώρα μας παραμένει ενεργό.
Οι γερμανικές οφειλές δεν είναι μία ενιαία υποχρέωση προς την Ελλάδα, καθώς υπάρχουν διαφορετικού είδους διεκδικήσεις από πλευράς μας. Το αναγκαστικό κατοχικό δάνειο, οι επανορθώσεις από την καταστροφή των υποδομών και τις κλοπές αρχαιοτήτων και άλλων κειμηλίων αξίας, οι αποζημιώσεις προς τους συγγενείς των θυμάτων από τις ναζιστικές θηριωδίες.
Η Γερμανία έχει αρνηθεί οποιαδήποτε συζήτηση, θεωρώντας ότι το θέμα έχει λήξει, αλλά αυτό είναι ανυπόστατο νομικά, αστήρικτο ιστορικά και απαράδεκτο πολιτικά. Απλά, εκμεταλλευόμενη την ισχυρή θέση της στην ΕΕ, αυθαίρετα αποφεύγει να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της.
Σε αυτή τη στάση τη βοηθάει η διαχρονική ελληνική πολιτική ατολμία, παρότι το θέμα έχει τεθεί επανειλημμένως τουλάχιστον εννέα φορές από το 1945 μέχρι και το 1995, που πρέπει να ήταν η τελευταία φορά που υπήρξε μία ας πούμε επίσημη έγερση του ζητήματος.
Διάφορες εξαρτήσεις της χώρας μας, κυρίως οικονομικές, και οι μη ευνοϊκοί συσχετισμοί από άποψη μεγεθών, επιρροής, δυνατοτήτων και μοχλών πίεσης εντός της ΕΕ αποτέλεσαν εν μέρει αντικειμενικό παράγοντα αλλά και πρόσχημα για την έλλειψη πολιτικής βούλησης. Από το σύνολο των γερμανικών οφειλών το κατοχικό δάνειο είναι το πλέον διεκδικήσιμο και νομικά τεκμηριωμένο, καθότι υπάρχουν αδιάσειστα στοιχεία και από τα ίδια τα γερμανικά αρχεία, ξέρουμε τα ποσά, τις χρονολογίες και μπορούν να υπολογιστούν οι τόκοι.
Οι Γερμανοί γνωρίζουν τη δυσχερή θέση στην οποία θα βρεθούν αν ποτέ η ελληνική πολιτεία αποφασίσει να τα διεκδικήσει σθεναρά και προσφύγει στις διαθέσιμες νομικές επιλογές. Υπάρχουν διάφορες εκτιμήσεις για το συνολικό ύψος των γερμανικών οφειλών, από περίπου 10 δισ., εκτίμηση που είναι κραυγαλέα υποτιμημένη και εκτός κάθε μετριοπαθούς υπολογισμού, μέχρι πολλές εκατοντάδες δισ., που και αυτό είναι θέμα αξιολόγησης.
Ίσως η πιο ρεαλιστική εκτίμηση, με βάση τους υπολογισμούς Ελλήνων εμπειρογνωμόνων που προ δεκαετίας είχε υιοθετήσει και το γερμανικό περιοδικό «Spiegel», είναι ότι το ποσό προς το ελληνικό Δημόσιο, πέραν των αποζημιώσεων προς απογόνους των θυμάτων, ανέρχεται στα 162 δισ. ευρώ: 54 δισ. για το αναγκαστικό κατοχικό δάνειο και 108 δισ. για τις κατεστραμμένες υποδομές.
Μπορεί η Ελλάδα να αγνοήσει μια τέτοια οφειλή; Έχει το οικονομικό, ηθικό και ιστορικό περιθώριο να την «ξεχάσει»; Και μία ιδέα. Θα μπορούσε η χώρα μας, εφόσον τη διεκδικήσει σοβαρά, να κάνει μια διαπραγμάτευση ώστε η οφειλή ή μέρος αυτής να αποδοθεί με τη μορφή αμυντικών εξοπλισμών... Ακόμα και σε βάθος τριακονταετίας, που σε ετήσια βάση για τη Γερμανία είναι αστείο ποσό, ειδικά αν δοθεί σε εξοπλισμούς. Επ’ αυτού θα επανέλθουμε.
*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 31/10/2024
Οι γερμανικές οφειλές δεν είναι μία ενιαία υποχρέωση προς την Ελλάδα, καθώς υπάρχουν διαφορετικού είδους διεκδικήσεις από πλευράς μας. Το αναγκαστικό κατοχικό δάνειο, οι επανορθώσεις από την καταστροφή των υποδομών και τις κλοπές αρχαιοτήτων και άλλων κειμηλίων αξίας, οι αποζημιώσεις προς τους συγγενείς των θυμάτων από τις ναζιστικές θηριωδίες.
Η Γερμανία έχει αρνηθεί οποιαδήποτε συζήτηση, θεωρώντας ότι το θέμα έχει λήξει, αλλά αυτό είναι ανυπόστατο νομικά, αστήρικτο ιστορικά και απαράδεκτο πολιτικά. Απλά, εκμεταλλευόμενη την ισχυρή θέση της στην ΕΕ, αυθαίρετα αποφεύγει να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της.
Σε αυτή τη στάση τη βοηθάει η διαχρονική ελληνική πολιτική ατολμία, παρότι το θέμα έχει τεθεί επανειλημμένως τουλάχιστον εννέα φορές από το 1945 μέχρι και το 1995, που πρέπει να ήταν η τελευταία φορά που υπήρξε μία ας πούμε επίσημη έγερση του ζητήματος.
Διάφορες εξαρτήσεις της χώρας μας, κυρίως οικονομικές, και οι μη ευνοϊκοί συσχετισμοί από άποψη μεγεθών, επιρροής, δυνατοτήτων και μοχλών πίεσης εντός της ΕΕ αποτέλεσαν εν μέρει αντικειμενικό παράγοντα αλλά και πρόσχημα για την έλλειψη πολιτικής βούλησης. Από το σύνολο των γερμανικών οφειλών το κατοχικό δάνειο είναι το πλέον διεκδικήσιμο και νομικά τεκμηριωμένο, καθότι υπάρχουν αδιάσειστα στοιχεία και από τα ίδια τα γερμανικά αρχεία, ξέρουμε τα ποσά, τις χρονολογίες και μπορούν να υπολογιστούν οι τόκοι.
Οι Γερμανοί γνωρίζουν τη δυσχερή θέση στην οποία θα βρεθούν αν ποτέ η ελληνική πολιτεία αποφασίσει να τα διεκδικήσει σθεναρά και προσφύγει στις διαθέσιμες νομικές επιλογές. Υπάρχουν διάφορες εκτιμήσεις για το συνολικό ύψος των γερμανικών οφειλών, από περίπου 10 δισ., εκτίμηση που είναι κραυγαλέα υποτιμημένη και εκτός κάθε μετριοπαθούς υπολογισμού, μέχρι πολλές εκατοντάδες δισ., που και αυτό είναι θέμα αξιολόγησης.
Ίσως η πιο ρεαλιστική εκτίμηση, με βάση τους υπολογισμούς Ελλήνων εμπειρογνωμόνων που προ δεκαετίας είχε υιοθετήσει και το γερμανικό περιοδικό «Spiegel», είναι ότι το ποσό προς το ελληνικό Δημόσιο, πέραν των αποζημιώσεων προς απογόνους των θυμάτων, ανέρχεται στα 162 δισ. ευρώ: 54 δισ. για το αναγκαστικό κατοχικό δάνειο και 108 δισ. για τις κατεστραμμένες υποδομές.
Μπορεί η Ελλάδα να αγνοήσει μια τέτοια οφειλή; Έχει το οικονομικό, ηθικό και ιστορικό περιθώριο να την «ξεχάσει»; Και μία ιδέα. Θα μπορούσε η χώρα μας, εφόσον τη διεκδικήσει σοβαρά, να κάνει μια διαπραγμάτευση ώστε η οφειλή ή μέρος αυτής να αποδοθεί με τη μορφή αμυντικών εξοπλισμών... Ακόμα και σε βάθος τριακονταετίας, που σε ετήσια βάση για τη Γερμανία είναι αστείο ποσό, ειδικά αν δοθεί σε εξοπλισμούς. Επ’ αυτού θα επανέλθουμε.
*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 31/10/2024