Η επίσκεψη του προέδρου της Κυπριακής ∆ηµοκρατίας στον Λευκό Οίκο και η συνάντηση µε τον Αµερικανό πρόεδρο Τζο Μπάιντεν αποτελούν ιστορικό και διπλωµατικό ορόσηµο. Επί δεκαετίες η Τουρκία ήταν το σηµείο αναφοράς για την αµερικανική πολιτική στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, µε την Ελλάδα να αντιµετωπίζεται σε µεγάλο βαθµό συµπληρωµατικά και ετεροβαρώς. Η δε Κύπρος αποτελούσε µία διαρκή δυνάµει Ιφιγένεια και οιονεί κατευναστική προσφορά προς την Τουρκία, µε αποκορύφωµα το Σχέδιο Ανάν.

Η σταδιακή µετατόπιση της αµερικανικής στρατηγικής, η οποία είχε ξεκινήσει ήδη από τα µέσα περίπου της προεδρίας Οµπάµα, πλέον έχει φτάσει σε σηµείο αντιστροφής πόλων. Οι λόγοι έχουν υπεραναλυθεί και έχουν να κάνουν κυρίως µε την πορεία στρατηγικής αυτονόµησης της Τουρκίας, την προβληµατική συµπεριφορά της για τα αµερικανικά συµφέροντα και τη συνακόλουθη απόφαση των ΗΠΑ να µειώσουν την έκθεσή τους στους τουρκικούς µοχλούς εκβιασµού. Η Αλεξανδρούπολη είναι µία από τις κορυφαίες εκδηλώσεις αυτής της µετατόπισης και όχι η µόνη.

Η παράκαµψη κατά ένα µεγάλο µέρος των Στενών έδωσε ανάσες και µεγάλους βαθµούς ελευθερίας στον αµερικανικό σχεδιασµό, ο οποίος ξέφυγε από τις Συµπληγάδες του τουρκικού κακόβουλου παζαριού. Η συµπερίληψη της Κύπρου στον νέο σχεδιασµό, που εκδηλώθηκε κατ’ αρχάς µε τα τριµερή σχήµατα συνεργασίας Ελλάδας και Κύπρου µε το Ισραήλ και την Αίγυπτο αντίστοιχα, πλέον εξελίχθηκε σε αυτόνοµη και αυτόφωτη σχέση σε στρατηγικό επίπεδο κατά το ίδιο πλαίσιο που προηγήθηκε και µε την Ελλάδα.

Η εικόνα του προέδρου της Κυπριακής ∆ηµοκρατίας στον Λευκό Οίκο ήταν καταλυτική ως µήνυµα. ∆εν ήταν µόνο ο Αµερικανός πρόεδρος παρών. Ηταν επίσης ο υπουργός Εξωτερικών Αντονι Μπλίνκεν και ο σύµβουλος Εθνικής Ασφαλείας, Τζέικ Σάλιβαν. ∆ηλαδή η ανώτατη πολιτική ηγεσία των ΗΠΑ. Στη δε δήλωσή του ο Αµερικανός πρόεδρος, αφού ανέφερε ότι «δεν υπάρχουν όρια στη συνεργασία µεταξύ των δύο εθνών µας», επεσήµανε ιδιαίτερα τους τοµείς της άµυνας - ασφάλειας - στρατιωτικής συνεργασίας, ενέργειας και εµπορίου - οικονοµίας.

Η Τουρκία βρίσκεται στα πρόθυρα νευρικής κρίσης µε αυτήν την εξέλιξη. Το βαθύ διπλωµατικό κατεστηµένο χρεώνει στον Ερντογάν την απώλεια επιρροής στην αµερικανική πολιτική και την αναβάθµιση της Ελλάδας και της Κύπρου στον σχεδιασµό της Ουάσινγκτον. Ορισµένοι έσπευσαν να ερµηνεύσουν τη συνάντηση ως προσπάθεια του Μπάιντεν να αποσπάσει ψήφους των Ελληνοκυπρίων για τους ∆ηµοκρατικούς.

Είναι τελείως ανυπόστατη ερµηνεία. Αν αυτός ήταν ο σκοπός, η επίσκεψη δεν θα προγραµµατιζόταν για δύο-τρεις ηµέρες πριν από τις εκλογές. Η ψήφος πλέον έχει κλειδώσει. Ούτε αλλάζει µε µία συνάντηση, όσο σηµαντική και αν είναι. Ούτε βεβαίως ψηφοθηρικές συναντήσεις γίνονται παρουσία του υπουργού Εξωτερικών και του συµβούλου Εθνικής Ασφαλείας. Οι δε δηλώσεις του Τζο Μπάιντεν έγιναν από κείµενο που είχε συνταχθεί από τις αρµόδιες υπηρεσίες. Ηταν κείµενο που αποτύπωνε στρατηγική και όχι προεκλογική καραµέλα. 

Το γεγονός ότι η συνάντηση έγινε µε την απερχόµενη διοίκηση λίγες ηµέρες πριν παραδώσει στον όποιο επόµενο πρόεδρο υπογραµµίζει ακριβώς ότι πρόκειται για πολιτική του βαθέος αµερικανικού στρατηγικού σχεδιασµού, που δεν εξαρτάται από το ποιος θα βρίσκεται στον Λευκό Οίκο. Η αναφορά Μπάιντεν, ότι υποστηρίζουν τη λύση της διζωνικής δικοινοτικής οµοσπονδίας, κακώς πάλι ερµηνεύτηκε ως πίεση προς την Κυπριακή ∆ηµοκρατία για λύση σύντοµα. Καµία πίεση δεν υπάρχει. Το αντίθετο. Ο αποδέκτης του µηνύµατος ήταν η Τουρκία και το µήνυµα είναι ότι η λύση των δύο κρατών απορρίπτεται από τους Αµερικανούς. 

Η κρίση στη Μέση Ανατολή λειτουργεί ως επιταχυντής για την αναβάθµιση του ρόλου του ελληνικού παράγοντα συνολικά, Ελλάδας και Κύπρου, στην περιοχή. ∆εδοµένων αυτών, χρειάζεται προσοχή διότι ο άκαιρος και άτοπος ενθουσιασµός για την επικείµενη απόπειρα προσέγγισης µε την Τουρκία, ο οποίος δεν έχει καµιά αντιστοίχιση µε τις προθέσεις της άλλης πλευράς, κινείται σε αντίθετη φορά από εξελίξεις και σχεδιασµούς οι οποίοι µας ευνοούν.

Δημοσιεύτηκε στην Κυριακάτικη Απογευματινή