Η χθεσινή συνάντηση του Τούρκου υπουργού Εξωτερικών με τον Έλληνα ομόλογό του κατέληξε όπως περίπου αναμενόταν. Με τον Χακάν Φιντάν να θέτει όλο το αναθεωρητικό πλαίσιο της Τουρκίας στις δηλώσεις που ακολούθησαν και τον Γιώργο Γεραπετρίτη να περιορίζει το αντικείμενο της δυνητικής συζήτησης στην οριοθέτηση ΑΟΖ και υφαλοκρη πίδας, με πλαίσιο επίλυσης το Δίκαιο της Θάλασσας.

Θα πει κάποιος: «Καλώς, δεν έγινε και τίποτα, η Τουρκία είπε αυτά που λέει πάντα κι εμείς παραμείνα με στη γνωστή εθνική γραμμή. Δεν δώσαμε τίποτα, δεν χάσαμε τίποτα, ήταν ακόμη μία χορογραφία με γνωστά εκ των προτέρων τα βήματα του καθενός». Δεν είναι ακριβώς έτσι. Πέραν της ουσίας του προβλήματος, όπου η κάθε πλευρά παρέμεινε στη θέση της, υπήρξαν θετικές δηλώσεις για ατζέντα, η οποία μπορεί εν τω μεταξύ να προχωρήσει, για τους δύο λαούς που μπορούν να έρθουν πιο κοντά και εκ του πονηρού ατάκες Φιντάν για θάλασσα, το Αιγαίο, που μπορεί να γίνει θάλασσα «αιώνιας φιλίας».

Η αίσθηση που μπορεί να αποκομίσει ένας τρίτος, ακούγοντας μάλιστα την ελληνική πλευρά να λέει ότι θα στηρίξει την ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας και την ένταξή της στην ΕΕ, είναι ότι προφανώς τα πράγματα δεν είναι και τόσο σοβαρά. Αν ήταν σοβαρά, ο απειλούμενος, η Ελλάδα, δεν θα ήταν τόσο πρόθυμος να υποβαθμίσει την απειλή με επικέντρωση στη λεγόμενη θετική ατζέντα, και μάλιστα να βοηθήσει την Τουρκία στην ευρωπαϊκή της πορεία. Άρα, εκ των πραγμάτων η εντύπωση που καλλιεργείται είναι ότι ίσως η Ελλάδα είναι υπερβολική, όταν αρνείται να συζητήσει αυτά που απαιτεί η Τουρκία και τα χαρακτηρίζει -όπως πραγματικά είναι- αναθεωρητικά, παράνομα και εκτός Διεθνούς Δικαίου.

Είναι δύσκολο να καταλάβει ένας ξένος πώς μπορεί κάποιος που απειλείται η κυριαρχία του, υφίσταται απειλή πολέμου για την άσκηση νόμιμων κυριαρχικών δικαιωμάτων, αμφισβητούνται τα σύνορά του, να είναι τόσο πρόθυμος να διευκολύνει σε άλλα πεδία αυτόν που τον απειλεί με όλα αυτά. Αν αύριο μία ξένη δύναμη θέλει να πιέσει για «να τα βρουν» Ελλάδα και Τουρκία, διευκολύνεται από το κλίμα εξωραϊ σμού και σχετικοποίησης της απειλής. Άρα, θα πιέσει προς αυτόν ο οποίος εμφανίζεται πιο «χαλαρός». Η Τουρκία ως γνωστόν έχει τη φήμη -είναι μεγάλο πράγμα η φήμη- ότι είναι ανυποχώρητη. Ακόμα κι αν υποτεθεί ότι θα δεχθεί να υποχωρήσει σε κάτι, θα υποχωρήσει από αυτά που ούτως ή άλλως δεν της ανήκουν και διεκδικεί από εμάς. Οποιαδήποτε δική μας υποχώρηση αυτομάτως αφορά νόμιμα κυριαρχικά δικαιώματα και κυριαρχία. Άρα, ίσως πρέπει να μη δίνουμε τόσο εύκολα την εικόνα δημοσίων σχέσεων και εύκολου κλίματος.