Περί διαδρόμου IMEC και ελληνικής υποβάθμισης
Άρθρο γνώμης
ΗΠΑ και Ιταλία κάνουν τη δουλειά τους. Το ερώτηµα είναι αν κάνουµε εµείς τη δική µας ή επαναπαυόµαστε στη στρατηγική θέση της χώρας

Τις τελευταίες ημέρες σημειώνεται μία σύγχυση σχετικά με τη συμμετοχή της Ελλάδος στον μεγάλο εμπορευματικό διάδρομο IMEC Ινδίας-Μέσης Ανατολής-Ευρώπης-Αμερικής. Ο λόγος είναι ότι κατά την πρόσφατη συνάντηση του Αμερικανού προέδρου, Ντόναλντ Τραμπ, με τον Ινδό πρωθυπουργό, Ναρέντρα Μόντι, ο πρώτος αναφέρθηκε στον διάδρομο ως τον μεγαλύτερο του είδους του, περιγράφοντας τη διαδρομή ΙνδίαΙταλία-ΗΠΑ.
Η παράλειψη της Ελλάδας εκ μέρους του προέδρου Τραμπ, εν αντιθέσει με τον προκάτοχό του, Τζο Μπάιντεν, ο οποίος δύο φορές είχε αναφερθεί στην Ελλάδα και στην Κύπρο, μιλώντας για το εν λόγω έργο, πυροδότησε ανησυχία.
Η ανησυχία εντάθηκε από τη σχεδόν ταυτόχρονη κυκλοφορία στο διαδίκτυο χαρτών με τη διαδρομή του IMEC, όπου εμφανιζόταν όντως η Ελλάδα να παρακάμπτεται και η χάραξη να κατευθύνεται απευθείας στην Ιταλία. Στο σημείο αυτό να πούμε ότι η Ιταλία βλέπει την Ελλάδα ανταγωνιστικά, καθώς επιδιώκει πρωταγωνιστικό ρόλο στη Μεσόγειο και δεν θα είχε πρόβλημα -αντιθέτως- να βρεθεί η χώρα μας εκτός ή με υποβαθμισμένο ρόλο.
Αντικειμενικά είναι δύσκολο να παρακαμφθεί πλήρως η Ελλάδα, διότι η γεωγραφική θέση είναι τέτοια που εκ των πραγμάτων ο διάδρομος πρέπει με κάποιο τρόπο να περάσει και από εμάς. Παρεμπιπτόντως, η αδιευκρίνιστη αυτή σύγχυση που ενέσκηψε ξαφνικά σχετικά με τη συμμετοχή της Ελλάδας στο έργο ερμηνεύτηκε ως έναν βαθμό, ορθώς κατά τη γνώμη μας, και ως μήνυμα πίεσης από τη νέα κατάσταση της Ουάσινγκτον, προκειμένου η χώρα να ευθυγραμμιστεί, διότι είναι προφανές ότι υπάρχει... δυσαρμονία.
Η Ιταλία, υπό την Τζόρτζια Μελόνι, έπαιξε πολύ νωρίς και πολύ καθαρά υπέρ του Ντόναλντ Τραμπ, ποντάροντας αφενός στην ιδεολογική εγγύτητα και αφετέρου στα γεωπολιτικά χαρακτηριστικά της χώρας της. Εκμεταλλευόμενη και την περιδίνηση στην οποία βρίσκονται η Γαλλία και η Γερμανία, η Μελόνι προβάλλει την ιδέα να αποτελέσει η Ρώμη το νέο κέντρο βάρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ταυτόχρονα ενίσχυσε περαιτέρω τις σχέσεις με τη νέα αμερικανική κυβέρνηση. Μπορεί κάποιος βάσιμα να υποθέσει ότι, αξιοποιώντας τους διαύλους που καλλιέργησε, επιδιώκει αναβαθμισμένο ρόλο της Ιταλίας στο έργο με παράλληλη ελληνική υποβάθμιση. Όλοι αυτοί κάνουν τη δουλειά τους. Το ερώτημα είναι αν κάνουμε εμείς τη δική μας ή επαναπαυόμαστε στη στρατηγική θέση της χώρας και περιμένουμε όλα να λειτουργήσουν από μόνα τους και να δουλέψουν άλλοι για εμάς.
Οι καθυστερήσεις και κωλυσιεργίες με το καλώδιο της ηλεκτρικής διασύνδεσης, με τον θαλάσσιο χωροταξικό σχεδιασμό, με τις γεωτρήσεις και με μία σειρά από άλλα στρατηγικής εμβέλειας θέματα δίνουν την εικόνα μίας χώρας ευεπίφορης σε πιέσεις και απειλές, όπως οι τουρκικές, δυσλειτουργικής, δέσμιας συμφερόντων, η οποία έχει δυσκολία στην υλοποίηση πολιτικών που την αφορούν άμεσα και την αναβαθμίζουν. Άρα, υποσκάπτεται η αξιοπιστία της σε ό,τι αφορά τη δυνατότητά της να ανταποκριθεί σε μεγάλους περιφερειακούς σχεδιασμούς.
Επίσης, υπάρχουν κι άλλα πρακτικά προβλήματα, τα οποία αξιοποιούν οι ανταγωνιστές μας. Η Ελλάδα, εν αντιθέσει με την Ιταλία, έχει καχεκτικό και προβληματικό σιδηροδρομικό δίκτυο, το οποίο είναι απαραίτητο για την προώθηση των εμπορευμάτων στην ευρωπαϊκή ενδοχώρα από τα ελληνικά λιμάνια. Τα οποία είναι περίπου «τυφλά» σε ό,τι αφορά τη συνδεσιμότητά τους με μεγάλα δίκτυα.
Επιπλέον, το λιμάνι του Πειραιά διαχειρίζεται εταιρεία κινεζικών συμφερόντων, που είναι «κόκκινο πανί» για τους Αμερικανούς, στο δε της Θεσσαλονίκης υπάρχει ρωσική εμπλοκή. Συνοψίζοντας, η πλήρης παράκαμψη της Ελλάδος από το έργο είναι δύσκολη (όχι αδύνατη), αλλά η υποβάθμιση της συμμετοχής της είναι ένα υπαρκτό δυσμενές σενάριο, αν και όχι το βασικό. Μία από τις παραμέτρους, οι οποίες μας διασώζουν και μας ενισχύουν, είναι ότι -καλώς εχόντων των πραγμάτων- η Ελλάδα θα είναι κόμβος διέλευσης καλωδίων διασύνδεσης, ενεργειακών και δεδομένων, καθώς και αγωγών.
Άρα σκληρών υποδομών, οι οποίες δεν μπορούν να παρακαμφθούν. Εν τω μεταξύ, φαίνεται ότι μία εκδοχή που προκρίνεται σε πρώτη φάση είναι να χρησιμοποιηθεί μεταξύ άλλων το λιμάνι της Πάτρας, μέχρι να λυθούν -αν λυθούν- τα άλλα θέματα. Ας κρατήσουμε ότι δεν φταίνε πάντα οι άλλοι, όταν εμείς δεν κάνουμε τη δουλειά μας.
*Δημοσιεύτηκε στην «Απογευματινή»
Η παράλειψη της Ελλάδας εκ μέρους του προέδρου Τραμπ, εν αντιθέσει με τον προκάτοχό του, Τζο Μπάιντεν, ο οποίος δύο φορές είχε αναφερθεί στην Ελλάδα και στην Κύπρο, μιλώντας για το εν λόγω έργο, πυροδότησε ανησυχία.
Η ανησυχία εντάθηκε από τη σχεδόν ταυτόχρονη κυκλοφορία στο διαδίκτυο χαρτών με τη διαδρομή του IMEC, όπου εμφανιζόταν όντως η Ελλάδα να παρακάμπτεται και η χάραξη να κατευθύνεται απευθείας στην Ιταλία. Στο σημείο αυτό να πούμε ότι η Ιταλία βλέπει την Ελλάδα ανταγωνιστικά, καθώς επιδιώκει πρωταγωνιστικό ρόλο στη Μεσόγειο και δεν θα είχε πρόβλημα -αντιθέτως- να βρεθεί η χώρα μας εκτός ή με υποβαθμισμένο ρόλο.
Αντικειμενικά είναι δύσκολο να παρακαμφθεί πλήρως η Ελλάδα, διότι η γεωγραφική θέση είναι τέτοια που εκ των πραγμάτων ο διάδρομος πρέπει με κάποιο τρόπο να περάσει και από εμάς. Παρεμπιπτόντως, η αδιευκρίνιστη αυτή σύγχυση που ενέσκηψε ξαφνικά σχετικά με τη συμμετοχή της Ελλάδας στο έργο ερμηνεύτηκε ως έναν βαθμό, ορθώς κατά τη γνώμη μας, και ως μήνυμα πίεσης από τη νέα κατάσταση της Ουάσινγκτον, προκειμένου η χώρα να ευθυγραμμιστεί, διότι είναι προφανές ότι υπάρχει... δυσαρμονία.
Η Ιταλία, υπό την Τζόρτζια Μελόνι, έπαιξε πολύ νωρίς και πολύ καθαρά υπέρ του Ντόναλντ Τραμπ, ποντάροντας αφενός στην ιδεολογική εγγύτητα και αφετέρου στα γεωπολιτικά χαρακτηριστικά της χώρας της. Εκμεταλλευόμενη και την περιδίνηση στην οποία βρίσκονται η Γαλλία και η Γερμανία, η Μελόνι προβάλλει την ιδέα να αποτελέσει η Ρώμη το νέο κέντρο βάρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ταυτόχρονα ενίσχυσε περαιτέρω τις σχέσεις με τη νέα αμερικανική κυβέρνηση. Μπορεί κάποιος βάσιμα να υποθέσει ότι, αξιοποιώντας τους διαύλους που καλλιέργησε, επιδιώκει αναβαθμισμένο ρόλο της Ιταλίας στο έργο με παράλληλη ελληνική υποβάθμιση. Όλοι αυτοί κάνουν τη δουλειά τους. Το ερώτημα είναι αν κάνουμε εμείς τη δική μας ή επαναπαυόμαστε στη στρατηγική θέση της χώρας και περιμένουμε όλα να λειτουργήσουν από μόνα τους και να δουλέψουν άλλοι για εμάς.
Οι καθυστερήσεις και κωλυσιεργίες με το καλώδιο της ηλεκτρικής διασύνδεσης, με τον θαλάσσιο χωροταξικό σχεδιασμό, με τις γεωτρήσεις και με μία σειρά από άλλα στρατηγικής εμβέλειας θέματα δίνουν την εικόνα μίας χώρας ευεπίφορης σε πιέσεις και απειλές, όπως οι τουρκικές, δυσλειτουργικής, δέσμιας συμφερόντων, η οποία έχει δυσκολία στην υλοποίηση πολιτικών που την αφορούν άμεσα και την αναβαθμίζουν. Άρα, υποσκάπτεται η αξιοπιστία της σε ό,τι αφορά τη δυνατότητά της να ανταποκριθεί σε μεγάλους περιφερειακούς σχεδιασμούς.
Επίσης, υπάρχουν κι άλλα πρακτικά προβλήματα, τα οποία αξιοποιούν οι ανταγωνιστές μας. Η Ελλάδα, εν αντιθέσει με την Ιταλία, έχει καχεκτικό και προβληματικό σιδηροδρομικό δίκτυο, το οποίο είναι απαραίτητο για την προώθηση των εμπορευμάτων στην ευρωπαϊκή ενδοχώρα από τα ελληνικά λιμάνια. Τα οποία είναι περίπου «τυφλά» σε ό,τι αφορά τη συνδεσιμότητά τους με μεγάλα δίκτυα.
Επιπλέον, το λιμάνι του Πειραιά διαχειρίζεται εταιρεία κινεζικών συμφερόντων, που είναι «κόκκινο πανί» για τους Αμερικανούς, στο δε της Θεσσαλονίκης υπάρχει ρωσική εμπλοκή. Συνοψίζοντας, η πλήρης παράκαμψη της Ελλάδος από το έργο είναι δύσκολη (όχι αδύνατη), αλλά η υποβάθμιση της συμμετοχής της είναι ένα υπαρκτό δυσμενές σενάριο, αν και όχι το βασικό. Μία από τις παραμέτρους, οι οποίες μας διασώζουν και μας ενισχύουν, είναι ότι -καλώς εχόντων των πραγμάτων- η Ελλάδα θα είναι κόμβος διέλευσης καλωδίων διασύνδεσης, ενεργειακών και δεδομένων, καθώς και αγωγών.
Άρα σκληρών υποδομών, οι οποίες δεν μπορούν να παρακαμφθούν. Εν τω μεταξύ, φαίνεται ότι μία εκδοχή που προκρίνεται σε πρώτη φάση είναι να χρησιμοποιηθεί μεταξύ άλλων το λιμάνι της Πάτρας, μέχρι να λυθούν -αν λυθούν- τα άλλα θέματα. Ας κρατήσουμε ότι δεν φταίνε πάντα οι άλλοι, όταν εμείς δεν κάνουμε τη δουλειά μας.
*Δημοσιεύτηκε στην «Απογευματινή»