Είναι αλήθεια ότι το κείμενο του πρωθυπουργού είναι μια μάλλον ισορροπημένη προσέγγιση της πορείας του Ανδρέα Παπανδρέου, τονίζοντας τόσο τον τρόπο με τον οποίο το ΠΑΣΟΚ ήρθε να καλύψει ένα κρίσιμο πολιτικό κενό σε μια συνθήκη κρίσης εκπροσώπησης –διακρίνει κανείς εδώ την επίδραση από σχετικές αναλύσεις του τακτικού συνομιλητή του Αλ. Τσίπρα, υπουργού Επικρατείας Χριστόφορου Βερναρδάκη–, όσο και την ενσωμάτωσή του στη διαχείριση του συστήματος αργότερα. Ωστόσο, σε τέτοιες περιπτώσεις δεν έχει τόση σημασία το ίδιο το κείμενο όσο το διάβημα, ο συμβολισμός της κίνησης.


Η κίνηση, λοιπόν, δεν πρέπει να ερμηνευτεί απλώς ως προσπάθεια να επικυρωθεί η σχέση εκπροσώπησης του ΣΥΡΙΖΑ με μεγάλο μέρος της παλιάς εκλογικής βάσης του ΠΑΣΟΚ, που είναι εμφανής ήδη από τις εκλογές του 2012. Ούτε πρέπει να αντιμετωπιστεί απλώς ως μια –όχι και τόσο– έμμεση παρέμβαση στα εσωκομματικά του ΠΑΣΟΚ και της Δημοκρατικής Συμπαράταξης, σε μια στιγμή που αυτός ο ιστορικός χώρος αναμετριέται με το υπαρξιακό ερώτημα εάν θα κινηθεί προς μια κατεύθυνση «ακραίου κέντρου» και συμπόρευσης με τη ΝΔ ή θα γίνει προσάρτημα μιας νέας εκδοχής της «δημοκρατικής παράταξης», αλλά με ηγεμονία του ΣΥΡΙΖΑ αυτή τη φορά. Οι εκδοχές αυτές ισχύουν –ενισχύονται, άλλωστε, και από παρεμβάσεις όπως αυτές του πάλαι ποτέ «θείου βρέφους» Κώστα Λαλιώτη–, αλλά δεν είναι οι κύριες. Ο Τσίπρας έρχεται να διεκδικήσει την κληρονομιά του ΠΑΣΟΚ και του Ανδρέα, ακριβώς για να κατοχυρώσει τη θέση του στην πολιτική σκηνή και να ενισχύσει το τρέχον αφήγημα του ΣΥΡΙΖΑ στην εκκίνηση της προεκλογικής εκστρατείας για τις πρώτες «μεταμνημονιακές» εκλογές.


Καταρχάς, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η περίοδος των κυβερνήσεων του Ανδρέα Παπανδρέου, ιδίως η πρώτη τετραετία, είναι η ίσως η μόνη περίοδος της πρόσφατης ιστορίας που έχει ταυτιστεί στη συλλογική μνήμη με το «περνούσαμε καλά», όπως μαρτυρούν και έρευνες κοινής γνώμης. Η οικονομική και κοινωνική βελτίωση της θέσης των λαϊκών στρωμάτων, η διόρθωση των αδικιών του μετεμφυλιακού κράτους, το άνοιγμα του Δημοσίου και στους ηττημένους του Εμφυλίου, όλα αυτά κατοχύρωσαν ισχυρούς δεσμούς. Και αυτοί ακριβώς οι δεσμοί μπορούν να εξηγήσουν γιατί παρά τη λυσσαλέα αντίδραση εναντίον του, συμπεριλαμβανομένου και πολύ μεγάλου τμήματος του ΠΑΣΟΚ (ποιος θυμάται την περίφημη συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής στο «Πεντελικόν», τον Οκτώβριο του 1990, όταν οι μετέπειτα «εκσυγχρονιστές» προσπάθησαν να αμφισβητήσουν τις επιλογές του), αντίδραση που πήρε και τη μορφή του Ειδικού Δικαστηρίου, κατάφερε όχι μόνο να μείνει στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, αλλά και να κάνει ένα θριαμβευτικό comeback στις εκλογές του 1993, ενώ λίγα χρόνια πριν τον θεωρούσαν ξεγραμμένο. Όλα αυτά παραμένουν ζωντανά στη συλλογική μνήμη σ’ ένα μεγάλο ποσοστό του εκλογικού σώματος και σε αυτό επενδύει ο Τσίπρας, θέλοντας να διεκδικήσει και αυτός τον ρόλο του πολιτικού με τον οποίο συγκρούονται τα κατεστημένα.

Ο επίλογος του άρθρου του πρωθυπουργού είναι από αυτή την άποψη πολύ χαρακτηριστικός: «Ο φόβος του κατεστημένου, των επικυρίαρχων, της διαπλοκής και της επιτροπείας: ο φόβος μην τυχόν και επανέλθουν στο προσκήνιο και στην επικαιρότητα των λαϊκών αγώνων τα μεγάλα και διαρκή αιτήματα της εθνικής ανεξαρτησίας, της κοινωνικής δικαιοσύνης και της δημοκρατίας εκείνης που θα επιτρέπει στο λαό να ασκεί πραγματικά την εξουσία. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ κατηγορείται σήμερα ως το κόμμα που έχει ξαναπιάσει το νήμα αυτών των στόχων, τότε η κατηγορία γίνεται δεκτή. Και με υπερηφάνεια».


«Μα το ΠΑΣΟΚ τελικά ούτε εθνική ανεξαρτησία έφερε, ούτε κοινωνική δικαιοσύνη», θα μπορούσε να σχολιάσει κανείς, επισημαίνοντας ότι «οι βάσεις των ΗΠΑ “έφυγαν για να μείνουν”, το ΠΑΣΟΚ εφάρμοσε πρόγραμμα λιτότητας ήδη από το 1985, στα μάτια πολλών ταυτίστηκε με την αστυνομική καταστολή, ενώ ήταν η κυβέρνηση του Παπανδρέου που μας κράτησε μέσα στην ΕΟΚ με το ΠΑΣΟΚ να υπερψηφίζει τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, για να μη μιλήσουμε για τα φαινόμενα διαφθοράς, εκμαυλισμού και αντιμετώπισης του κράτους ως λείας». Μα και γι’ αυτό τον λόγο ο Τσίπρας διεκδικεί την ταύτιση με το ΠΑΣΟΚ και τον Ανδρέα Παπανδρέου. Απευθύνεται σε μια κοινωνία κουρασμένη, απογοητευμένη, πεπεισμένη για την ενδημική διαφθορά των πολιτικών, όλων των αποχρώσεων και της λέει ουσιαστικά: «Ναι, έχω κάνει κωλοτούμπες, συμβιβασμούς, στροφές 180 μοιρών και έχω αποδεχτεί αντικοινωνικές πολιτικές, αλλά δεν παύω να είμαι ό,τι καλύτερο μπορείς να έχεις αυτή τη στιγμή. Όπως τότε που το ΠΑΣΟΚ σε πρόδιδε ως προς τα οράματα για “αλλαγή” αλλά τουλάχιστον σου έδινε κάποιες αυξήσεις, έναν διορισμό, έκανε και κανένα δημόσιο έργο, ενώ είχε και πρωθυπουργό που απέπνεε “μαγκιά”. Και ας τσαλαβουτούσαν διάφοροι γύρω του μέσα στη ρεμούλα και τις μίζες. Όπως ίσως και τώρα». Ο βαθύτερος κυνισμός των κινήσεων Τσίπρα είναι ακριβώς ότι διεκδικεί έμμεσα τη συνολική διαδρομή του Ανδρέα Παπανδρέου, αναζητώντας και ταύτιση με τα επιτεύγματα και άλλοθι για τις παλινωδίες.


Δηλαδή, εδώ δεν έχουμε απλώς τη διεκδίκηση μιας ιστορικής αναφοράς, όπως στην περίπτωση της υπεράσπισης του κομμουνισμού, στο πλαίσιο των «πολέμων της μνήμης» που διαδραματίζονται τον τελευταίο καιρό, ούτε μιας διεθνιστικής ευαισθησίας, όπως βλέπουμε στην περίπτωση της υπεράσπισης της Βενεζουέλας. Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια συνολικότερη διεκδίκηση φυσιογνωμίας, που λέει ότι δεν μπορούμε να ελπίζουμε σε τίποτα καλύτερο από μια δικαιότερη εκδοχή του υπάρχοντος.


Μόνο που εδώ αρχίζουν τα δύσκολα. Ο Ανδρέας Παπανδρέου μπορεί να μην έφερε ανατροπές και μπορεί να ταυτίστηκε με μια περίοδο ενσωμάτωσης και εκμαυλισμού των κινημάτων της Μεταπολίτευσης, βρέθηκε όμως σε μια συγκυρία όπου υπήρχαν ακόμη περιθώρια για άσκηση διαφορετικής πολιτικής. Και στη λαϊκή συνείδηση έμεινε γι’ αυτά που έκανε όχι μόνο για τη ρητορική ή τη «μαγκιά».


Τη δεκαετία του 1980 ο Ανδρέας μπορούσε να δίνει αυξήσεις ή να κάνει μαζικούς διορισμούς χωρίς να χρειάζεται να σκέφτεται τους «θεσμούς» και την αξιολόγηση. Ακόμη, στο comeback του το 1993, είχε το περιθώριο να ακυρώσει την ιδιωτικοποίηση των αστικών λεωφορείων της Αθήνας. Σήμερα ο Τσίπρας σε ποιον βαθμό μπορεί να ασκήσει πραγματικά πολιτική πέραν πολύ δευτερευουσών πλευρών; Το γεγονός ότι μπορεί να διεκδικεί ή και να κερδίζει ακόμη χώρο στο συμβολικό πεδίο ως εκπρόσωπος όχι μόνο της Αριστεράς αλλά και της Κεντροαριστεράς (άλλωστε ουσιαστική αριστερή αμφισβήτηση δεν έχει) δεν αναιρεί το ότι στο πραγματικό επίπεδο, στην καθημερινότητα των ανθρώπων, εκεί όπου κρίνονται οι σχέσεις εκπροσώπησης, λίγα έως ελάχιστα έχει να δώσει. Και μπορεί ο Ανδρέας να ήταν ο πιο επικοινωνιακός πολιτικός που γνώρισε ποτέ η Ελλάδα, αλλά η πολιτική του δεν ήταν μόνο επικοινωνία.


Και μόνο με συμβολισμούς Ανδρέας δεν γίνεσαι...