Και χρυσάφι θα πιάνει, και επικοινωνία θα γίνεται: Το Eldorado του ΣΥΡΙΖΑ
Ένα από τα πράγματα που κάνουν την κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα να ξεχωρίζει είναι ότι μπορεί να εκμεταλλεύεται πολιτικά κάθε ευκαιρία που ανακύπτει, ακόμη και εάν πρόκειται για μια δική της παλινωδία.
Πάρτε για παράδειγμα την υπόθεση με την επένδυση της Eldorado Gold στη Χαλκιδική. Στην πραγματικότητα, και σε αυτό το ζήτημα η κυβέρνηση Τσίπρα ήδη από το 2015 εκτέλεσε άλλη μία άψογη κωλοτούμπα.
Ενώ είχε δεσμευτεί απέναντι στους κατοίκους ότι θα σταματήσει εντελώς η επένδυση και πως θα συμβάλει στην προστασία του περιβάλλοντος, όταν ήρθε στην εξουσία αποδέχτηκε ότι δεν μπορούσε να διώξει τους «επενδυτές». Ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες, μάλιστα, έλεγαν ακόμη και για επαφές με τους Καναδούς και πριν από την άνοδο στην εξουσία.
Ωστόσο, έμεναν να δοθούν σημαντικές εγκρίσεις εγκαταστάσεων, σε μια υπόθεση για την οποία υπάρχουν αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας και ανοιχτά περιβαλλοντικά ζητήματα. Εκεί οι επενδυτές της Eldorado Gold, κάπως καλομαθημένοι είναι η αλήθεια, τα ήθελαν όλα και τα ήθελαν τώρα.
Η κυβέρνηση προσπαθούσε να κερδίσει χρόνο, να εξασφαλίσει βελτίωση των περιβαλλοντικών όρων και να ισορροπήσει ανάμεσα στην πραγματοποίηση της επένδυσης και τις πιέσεις από τα κινήματα και τους κατοίκους. Ενδιαμέσως, διάφορες σχετικές άδειες είχαν δοθεί και το σχέδιο προχωρούσε.
Μάλιστα, με την αλλαγή φρουράς και την άφιξη του Γ. Σταθάκη στο αρμόδιο υπουργείο θεωρήθηκε ότι ξεπάγωσαν πλευρές του έργου. Άλλωστε, η εταιρεία μπορούσε να εξορύσσει και να εξαγάγει χρυσοφόρα συμπυκνώματα, πετυχαίνοντας καλές τιμές. Όμως, παρέμενε ανοιχτό το ζήτημα για την πλήρη αδειοδότηση των εγκαταστάσεων σχετικά με τη μεταλλουργία, καθώς οι Καναδοί ήθελαν να εξασφαλίσουν όρους που να κάνουν ακόμη πιο συμφέρουσα την επένδυσή τους.
Η ελληνική κυβέρνηση επέλεξε τότε να πάει την υπόθεση στη διαιτησία για να βγει από τη δύσκολη θέση. Το κίνημα κατά των μεταλλείων με αρθρογραφία του είχε περίπου κατηγορήσει την κυβέρνηση και τον Γ. Σταθάκη ότι υπαναχωρεί για ικανοποιήσει τις απαιτήσεις των «επενδυτών».
Λίγες εβδομάδες μετά, είχαμε την ανακοίνωση της Eldorado Gold ότι αναστέλλει τις νέες επενδύσεις και τις σχετικές δηλώσεις του διευθύνοντος συμβούλου της, με τις οποίες κατηγόρησε προσωπικά τον πρωθυπουργό και τον Γ. Σταθάκη. Βέβαια, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που σε αυτή την κίνηση είδαν κυρίως έναν εκβιασμό προκειμένου η εταιρεία να πετύχει καλύτερη μεταχείριση και λιγότερο... οριστική αποχώρηση. Άλλωστε, ήδη βγαίνουν λεφτά από την επένδυση.
Η αντιπολίτευση φυσικά εκμεταλλεύεται την υπόθεση για να κατηγορήσει την κυβέρνηση «ότι δεν θέλει τις επενδύσεις» και διώχνει την Eldorado Gold. Μόνο που κάνοντας αυτό, η αντιπολίτευση όχι μόνο ταυτίζεται με μία από τις περισσότερο αντιδημοφιλείς επενδύσεις σε έναν από τους πιο δημοφιλείς τουριστικούς προορισμούς, αλλά και πέφτει στην παγίδα του επικοινωνιακού χειρισμού της κυβέρνησης.
Η κυβέρνηση σήμερα κινείται για άλλη μία φορά σε δύο επίπεδα. Με το να έχει αποδεχτεί από θέση αρχής την επένδυση, όπως και αρκετές άλλες, και να διαλέγει να πάει σε διαιτησία αντί για ακύρωση, στέλνει το μήνυμα εκεί που πρέπει ότι γενικά είναι με τις «επενδύσεις», αλλά και ότι το «ανοίξαμε και σας περιμένουμε» προς όσους θέλουν να επενδύσουν ή να αγοράσουν –ενίοτε και κοψοχρονιά– παραμένει η ειλικρινή της βούληση.
Ακόμη και το non-paper που κυκλοφόρησε από το Μαξίμου τονίζει ότι «έχουν εισρεύσει 1,6 δισ. ευρώ άμεσες ξένες επενδύσεις στην ελληνική οικονομία» και ότι «η κυβέρνηση για πρώτη φορά θέτει τις θεσμικές βάσεις για ένα νέο παραγωγικό και αναπτυξιακό μοντέλο βασισμένο στις επενδύσεις έντασης γνώσης, που αξιοποιούν και δεν θέτουν σε κίνδυνο τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας μας».
Ταυτόχρονα, όμως, κλείνει το μάτι στο κοινό της ότι στέλνει «στα τσακίδια την Eldorado Gold», όπως έσπευσε να ανακοινώσει ο απαραίτητος Καρανίκας, και κατηγορεί την αντιπολίτευση ότι υποτιμά «το ζήτημα της περιβαλλοντικής προστασίας».
Όμως, ας μη γελιόμαστε, έστω και με μια καθυστέρηση –που στενά εκλογικά συμφέρει την κυβέρνηση– ο ορίζοντας είναι η επιστροφή των επενδυτών, η οποία κάποια στιγμή θα παρουσιαστεί ως δικαίωση των κυβερνητικών προσπαθειών, ως προστασία του περιβάλλοντος και φυσικά ως ανάπτυξη.