Η υπερφορολόγηση ενισχύει τη φοροδιαφυγή
Τα στοιχεία είναι όντως εντυπωσιακά για τον όγκο των ληξιπρόθεσμων οφειλών των πολιτών που προστέθηκαν το τελευταίο διάστημα.
Κατά 2 δισεκατομμύρια αυξήθηκαν οι φόροι που δεν καταβλήθηκαν τον Ιούλιο του 2017, ένας στους δύο φορολογούμενους έχει μια ληξιπρόθεσμη οφειλή προς το δημόσιο, 1.678.160 φορολογούμενοι κινδυνεύουν να βρεθούν αντιμέτωποι με μέτρα αναγκαστικής είσπραξης (κοινώς, όλες τις παραλλαγές κατάσχεσης) και 1 εκατομμύριο σχεδόν φορολογούμενοι βρίσκονται ήδη υπό το καθεστώς τέτοιων μέτρων.
Στην πραγματικότητα η εικόνα αυτή δείχνει το πρόβλημα: μια χώρα που από τη μια υπεροφορολογεί τους πολίτες, υποχρεώνοντας ταυτόχρονα αρκετούς από αυτούς να γίνονται μπαταχτσήδες, και ταυτόχρονα τους προσφέρει όλο και πιο λίγα.
Θα μου πείτε, η γκρίνια για την υπερβολική φορολογία - όπως και για τη φοροδιαφυγή- είναι πιο κοινότοπη και από τα ανέκδοτα για τις ξανθιές. «Σε λίγο θα μας πεις και για το πώς και η αυτή η κυβέρνηση ξεζουμίζει τα “συνήθη υποζύγια”», ακούω κάποιους να λένε. Κι όμως, κάποιες φορές οι κοινοτοπίες κρύβουν μεγάλες αλήθειες.
Η ιστορία είναι λίγο πολύ γνωστή. Η Τρόικα εξαρχής ζήτησε ένα σύστημα φορολογίας που να έχει άμεση και σίγουρη απόδοση γιατί την ένοιαζαν η αποπληρωμή του χρέους και τα πρωτογενή πλεονάσματα. Δεν ήθελε να αυξήσει τη φορολογία των επιχειρήσεων, από άποψη αρχής αλλά και επειδή θα είχε μικρή απόδοση σε μια περίοδο ύφεσης. Δεν επιδίωξε πραγματικά να κυνηγήσει τη μεγάλη φοροδιαφυγή ή το μεγάλης κλίμακας λαθρεμπόριο, γιατί η απόδοση και πάλι δεν είναι σίγουρη (με τις υποθέσεις να παίρνουν πολλά χρόνια στα δικαστήρια, τα οποία στο τέλος συχνα ακυρώνουν τα πρόστιμα) αλλά και γιατί δεν το ήθελε, γιατί καμιά φορά φοροδιαφεύγουν και οι «επενδυτές». Ποιος θυμάται πόσο πίεσε η Τρόικα για να ακυρωθεί η φορολογία για τις τριγωνικές συναλλαγές που είχε φέρει η Νάντια Βαλαβάνη;
Οπότε μένουμε με τους μισθωτούς, τους συνταξιούχους και τους ελεύθερους επαγγελματίες. Εύκολα και σίγουρα θύματα, ιδίως οι μισθωτοί. Εδώ να πούμε κάτι: προφανώς και υπάρχουν χώρες με μεγάλη φορολογία και των μισθωτών. Είδατε, όμως, τους μισθούς εκεί; Κανείς δεν είχε αντίρρηση να παίρνει ένα μεγάλο μισθό, να πληρώνει υψηλή φορολογία, ακόμη κι υψηλότερη αναλογικά από ότι εδώ, και να απολαμβάνει ένα πραγματικό και λειτουργικό κοινωνικό κράτος.
Όμως, το να αυξάνονται οι φόροι των μισθωτών των 600 και 700 ευρώ (όπως θα γίνει με την μείωση του αφορολόγητου που αποφασίστηκε, επειδή με κυνικό τρόπο η Τρόικα είδε ότι με τη μείωση των μέσων μισθών όλο και λιγότεροι μισθωτοί ξεπερνούσαν το φράγμα του αφορολόγητου), είναι σχεδόν προσβλητικό. Θα βιωθεί ως κλοπή χωρίς αντίκρισμα.
Το ίδιο ισχύει και για τη μείωση όλων των απαλλαγών. Για αρκετά χρόνια το σύστημα λειτουργούσε με βάση τη λογική ότι, επειδή κάποιοι κλάδοι φοροδιέφευγαν, θα δίναμε στους φορολογουμένους κίνητρο για να ζητούν αποδείξεις. Φοροδιαφεύγουν οι γιατροί; Κάνε τις αποδείξεις ιατρικών δαπανών να μειώνουν την φορολογία. Σε άλλες περιπτώσεις αυτό αποτελούσε και ένα κίνητρο για τους πολίτες να κάνουν θετικές επιλογές. Για χρόνια, οι αποδείξεις για την εγκατάσταση και συντήρηση, π.χ. ηλιακών θερμοσιφώνων, ήταν ιδιαίτερα χρήσιμες στη φορολογική δήλωση. Σήμερα απλώς μπαίνουν μαζί με όλες τις άλλες.
Εάν κανείς συνδυάσει την αύξηση της φορολογίας, την κατάργηση κινήτρων για αποδείξεις και τη μείωση του εισοδήματος που κάνει κάθε ευρώ να μετράει, δεν είναι παράλογο που εμφανίζεται αύξηση των συναλλαγών χωρίς αποδείξεις και μάλιστα χωρίς κανένας να εκβιάσει κανέναν. Επ’ αμοιβαία ωφελεία. Και, κακά τα ψέματα, όσες ηλεκτρονικές διασταυρώσεις και υποχρεωτικές ηλεκτρονικές συναλλαγές και εάν βάλουν, πάντα υπάρχει περιθώριο για τέτοιες συναλλαγές. Και η παραοικονομία την οποία υποτίθεται ότι έδιωξαν από την πόρτα, επιστρέφει από το παράθυρο.
Το ίδιο δεν είδαμε με τα μπλοκάκια; Η λογική ήταν όντως απλή: όποιος εισπράττει εισόδημα από παροχή υπηρεσιών να φορολογείται και να πληρώνει ασφαλιστικές εισφορές κανονικά. Σωστό, αρκεί αυτός που έχει το μπλοκάκι να μπορεί να έχει τόσες δουλειές ώστε να ανταπεξέλθει. Διαφορετικά, το να τον βάλεις να πληρώσει περισσότερο, την ώρα που βγάζει όλο και λιγότερα, τρέχοντας από περιστασιακή δουλειά σε δουλειά, απλώς θα τον ωθήσει να προτιμήσει να κλείσει το μπλοκάκι και να δουλεύει «μαύρα». Γιατί, σε τελική ανάλυση, αυτό που θα τον νοιάζει θα είναι να μπορεί να βγάλει το μήνα, όχι το εάν θα σωθεί η χώρα και το ασφαλιστικό σύστημα.
Σε άλλες εποχές και άλλες καταστάσεις, η φορολογική συνέπεια παρουσιαζόταν ως ένα από τα γνωρίσματα του καλού πολίτη. Αυτού που αναγνωρίζει την ηθική ευθύνη του να συνεισφέρει στο κοινό καλό. Που δίνει, αλλά ταυτοχρονως γνωρίζει ότι θα τα πάρει πίσω σε σχολεία, νοσοκομεία και χρηστή διοίκηση. Σήμερα ένα μείγμα υπερφορολόγησης και φτωχοποίησης αρχίζει να ξανακάνει τη φορολογική συνέπεια ίδιον, όχι του καλού πολίτη, αλλά του κορόιδου. Και αυτό είναι ό,τι χειρότερο για το φορολογικό σύστημα.
Θα με ρωτήσετε, δεν τα ξέρουν αυτά οι υπεύθυνοι του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης, εν προκειμένω Τσακαλώτος και Χουλιαράκης; Τα ξέρουν. Πιθανώς και ο, πάντα πιο ευφραδής στα αγγλικά, Ευκλείδης να τους τα έχει περιγράψει γλαφυρά σε αλλεπάλληλες συζητήσεις. Αλλά μετά «οι θεσμοί» θα επέμειναν, θα έλεγαν ότι χρειάζονται συγκεκριμένοι στόχοι και αυτά με την καταπολέμηση της μεγάλης φοροδιαφυγής είναι όνειρο θερινής νυκτός και καλύτερα «πέντε και στο χέρι», όπως και θα θύμιζαν τις τρέχουσες προτεραιότητες, ρωτώντας, τι είναι πιο βασικό: η «κοινωνική δικαιοσύνη» ή η ολοκλήρωση της αξιολόγησης; Και κάπου εκεί ο ο Τσακαλώτος κι ο Χουλιαράκης, όπως κι άλλοι πριν από αυτούς, ας είμαστε δίκαιοι, δεν θα ήθελαν πολλά για να πουν το μεγάλο «ναι».
Κι εσύ κι εγώ απλώς θα περιμένουμε την 29/09, την επόμενη «ημέρα δόσεων» (δεύτερη εισοδήματος, πρώτη ΕΝΦΙΑ) και θα περπατάμε σε αναμμένα κάρβουνα.