Ο φασισμός είναι ακόμη εδώ
4 χρόνια πριν η ελληνική κοινωνία ξυπνούσε συγκλονισμένη από την είδηση για τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα από ένα από τα πρωτοπαλίκαρα της Χρυσής Αυγής στη Νίκαια, σε μια επίθεση οργανωμένη και συντονισμένη από τα κεντρικά του κόμματος.
Ένα φονικό που θα μπορούσε να είχε συμβεί αρκετές φορές νωρίτερα, σε κάποια από τις δεκάδες επιθέσεις της ναζιστικής οργάνωσης σε μετανάστες και αριστερούς αγωνιστές, επιθέσεις που για χρόνια αποτελούσαν τη βασική πολιτική πρακτική της οργάνωσης.
4 χρόνια μετά η Χρυσή Αυγή εξακολουθεί να έχει μια ισχυρή κοινοβουλευτική παρουσία που λογικά δεν θα διακυβευτεί στις επόμενες εκλογές, η δίκη εναντίον της ηγεσίας της συνεχίζεται, με τα στοιχεία για την εγκληματική της δράση να έχουν συγκεντρωθεί κυρίως από την ηρωική προσπάθεια της πολιτικής αγωγής παρά από τις διωκτικές αρχές. Αξιοσημείωτο το ότι πολλές από τις δυναμικές που οδήγησαν στην άνοδο του φασισμού στη χώρα μας παραμένουν ενεργές.
Γιατί το φαινόμενο Χρυσή Αυγή δεν ήρθε από μόνο του. Δεν είναι απλώς η κληρονομιά της ελληνικής Ακροδεξιάς. Ούτε αρκεί να αφήσουμε την απάντηση μόνο στους κοινωνιολόγους που έχουν μελετήσει πώς η ανασφάλεια λαϊκών και εργατικών στρωμάτων μπορεί να τα σπρώξει στην αγκαλιά του φασισμού. Η Χρυσή Αυγή ήταν κοινωνικό φαινόμενο που ενισχύθηκε από όσους θέλησαν κυνικά να παίξουν με τη φωτιά.
Όταν όλοι οι συστημικοί πολιτικοί χώροι έπαιζαν κυνικά το χαρτί του ρατσισμού και μιλούσαν απαξιωτικά για «λαθρομετανάστες», όταν αναφέρονταν στο «πρόβλημα των προσφύγων», όταν μέσω τοπικών παραγόντων, δημάρχων, πολιτευτών «έκρουαν τον κώδωνα του κινδύνου» επειδή απλώς αυξήθηκε η παρουσία μεταναστών στην περιοχή τους (εκτός και αν επρόκειτο για καμιά Μανωλάδα όπου σιωπούσαν για τα εγκλήματα κατά των μεταναστών), όταν ξεσηκώνονταν για τα προσφυγόπουλα στα σχολεία, όταν έπλεκαν τον μύθο «φταίνε οι ξένοι για την εγκληματικότητα», για τη Χρυσή Αυγή δούλευαν, είτε το καταλάβαιναν είτε όχι.
Όπως επίσης για τη Χρυσή Αυγή δούλευαν όταν συνειδητά άφηναν να καλλιεργείται ως εσωτερική ιδεολογική ταυτότητα μεγάλου μέρους των αστυνομικών ο φασισμός με το σκεπτικό ότι αυτό π.χ. τους βοηθά να δέρνουν πιο εύκολα και με λιγότερους ενδοιασμούς φοιτητές και απεργούς. Το ίδιο όταν και όταν διάφοροι καλόβλεπαν τις υποσχέσεις που έδιναν οι χρυσαυγίτες, με το αζημίωτο βέβαια, ότι θα «καθαρίσουν τη Ζώνη και το Πέραμα από τους κομμουνιστές».
Όπως υπήρξαν και αυτοί που συνειδητά «έπαιξαν» με τη Χρυσή Αυγή. Από το ΠΑΣΟΚ που πόνταρε στο να κόψει η Χρυσή Αυγή από τη ΝΔ, τακτική με την οποία, κακά τα ψέματα, κατά καιρούς φλερτάρει και ο ΣΥΡΙΖΑ (που επενδύει συχνά στο να κόψουν οι φασίστες από τα κόμματα της αντιπολίτευσης), μέχρι όλους εκείνους εντός κι εκτός ΝΔ που θα ήθελαν να δουν τους φασίστες «ολίγον αναμορφωμένους» να αποτελούν οργανικό τμήμα της «δεξιάς παράταξης», αλλά και –για να μην ξεχνιόμαστε...– τους δημοσιογράφους που είτε στο κυνήγι της τηλεθέασης είτε από πολιτικό υπολογισμό έδωσαν βήμα, δημοσιότητα και εικόνα στους φασίστες.
Για να μην αναφερθούμε σε διάφορες λεπτομέρειες που καλό είναι να μην ξεχνιούνται, όπως όταν η πρώην πρόεδρος της Βουλής είχε θέσει θέμα εγκυρότητας διατάξεων των μνημονιακών νόμων που είχαν ψηφιστεί απουσία των προφυλακισμένων υπόδικων βουλευτών της Χρυσής Αυγής, εισπράττοντας πανηγυρισμούς της τελευταίας.
Η δίκη της Χρυσής Αυγής έχει πολύ δρόμο μπροστά της. Μακάρι να βγάλει ένα αποτέλεσμα καταδικαστικό που να στέλνει το μήνυμα ότι συμμορίες φασιστών, τραμπούκων και δολοφόνων δεν έχουν θέση στη πολιτική ζωή του τόπου. Όμως, ο φασισμός δεν ξεριζώνεται με δικαστικές αποφάσεις. Σε μια Ευρώπη που καταλύει κάθε έννοια λαϊκής κυριαρχίας, σε μια κοινωνία όπου η δημοκρατία έχει καταστεί το συντομότερο ανέκδοτο, όπου ο ρατσισμός νομιμοποιείται από τις πολιτικές της Ευρώπης-Φρούριο, όπου η Αριστερά εφαρμόζει πολιτικές που φέρνουν δάκρυα συγκίνησης στα μάτια των νεοφιλελεύθερων, και όταν από πουθενά δεν έρχεται ένα θετικό πρόταγμα (πέρα από κάποιες απλές καταγγελίες), δυστυχώς ο φασισμός θα βρίσκει έδαφος να ριζώνει και το αυγό του φιδιού θα εκκολάπτεται όλο και πιο γρήγορα.