«Σαν σήμερα»: Όταν ο Τσίπρας τελείωσε το «αντιμνημονιακό κίνημα»
Έχουν περάσει δύο χρόνια, αλλά ο καιρός μοιάζει πολύ περισσότερος. Στις 20 Σεπτεμβρίου 2015 έμπαινε οριστικά ταφόπλακα σε αυτό που ονομάστηκε «αντιμνημονιακό κίνημα». Και την ταφόπλακα την έβαζε το κόμμα που κατεξοχήν προσπάθησε να εκπροσωπήσει αυτό το ρεύμα και τροφοδοτήθηκε εκλογικά κυρίως από αυτό.
Λίγοι συνειδητοποιούσαν τότε πόσο πολύ άλλαξε ο κοινωνικός, ο πολιτικός και ο κοινωνικός συσχετισμός δύναμης ανάμεσα στον Ιούλιο και τον Σεπτέμβριο του 2015. Το δημοψήφισμα ήταν κατά κάποιον τρόπο η τελευταία πράξη ενός δράματος που ξεκίνησε την άνοιξη του 2010. Ενός δράματος στο οποίο πρωταγωνίστησαν, από τη μία, το περίσσευμα κυνισμού των δανειστών που είδαν την Ελλάδα ως το μεγάλο πειραματόζωο για την εφαρμογή ενός ακραίου νεοφιλελευθερισμού που τώρα πάει να γίνει κανόνας και, από την άλλη, μια κοινωνία που για 5 χρόνια δοκίμασε τα πάντα στην προσπάθειά της να αποτρέψει τη συνθήκη της ίδιας της της καταστροφής.
Εντέλει η ανατροπή δεν ήρθε. Πολλοί μπορεί να είναι οι λόγοι, και οι ιστορικοί του μέλλοντος θα έχουν αρκετά να γράψουν και να στοχαστούν πάνω σε αυτό. Φταίει ότι όσοι διεκδίκησαν να ηγηθούν στο αντιμνημονιακό κίνημα ήταν από τυχάρπαστοι έως απλώς απροετοίμαστοι; Φταίει ότι οι δανειστές πρόλαβαν και πήραν όλα τα προληπτικά μέτρα που θα καθιστούσαν το κόστος μιας ρήξης υπερβολικό; Φταίει ότι η ελληνική κοινωνία δεν ήταν έτοιμη για το μέγεθος των έστω πρόσκαιρων θυσιών που θα συνεπαγόταν μια ρήξη με την Ευρώπη; Δεν ξέρω, μπορεί να είναι κάτι απ' όλα αυτά ή και όλα μαζί.
Όμως, το σίγουρο είναι ότι αυτό που είπε ο Τσίπρας έπιασε. Ναι, δεν ήταν εκλογικός θρίαμβος και η τεράστια αύξηση της αποχής κυρίως απογοήτευση από την αριστερά εξέφρασε. Ούτε και αυτοί που διεκδίκησαν να είναι η συνέχεια του αντιμνημονιακού ΣΥΡΙΖΑ, όμως, κατάφεραν να πάνε καλά. Όσο για τη μετέπειτα πορεία τους, αυτή δείχνει ότι ακόμη δεν έχουν καταφέρει να εμπνεύσουν την κοινωνία, όσο εύστοχη και αν είναι η κριτική τους απέναντι στις κυβερνητικές παλινωδίες.
Οι κοινωνίες, ιδίως τα πιο λαϊκά, πληβειακά στρώματά τους, συμπεριφέρονται κάποιες φορές με έναν παράξενο υπολογισμό. Τους συγκινούν τα οράματα και οι ιδέες, αλλά ξέρουν να μετρούν και τι χρειάζεται ο καθημερινός αγώνας για επιβίωση. Δεν τους κορόιδεψε ο Τσίπρας. Απλώς τα έβαλαν κάτω, με τον τρόπο που πιάνεις χαρτί και μολύβι για να μετρήσεις πώς θα βγάλεις τον μήνα, και είπαν ότι εάν τα πράγματα δεν μπορούν να αλλάξουν ριζικά, ας πάμε με αυτόν που υπόσχεται το μικρότερο κόστος.
Αυτός ήταν ο βαθύτερος υπολογισμός του Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ και μέχρι στιγμής τους έχει βγει. Φθορά αντιμετωπίζουν και από διάφορες επιλογές τους, κυρίως από τον άγαρμπο τρόπο με τον οποίο οικοδομούν τη δική τους «διαπλοκή», από τη συνεχιζόμενη συνεργασία με τον πολιτικό θίασο του Πάνου Καμμένου. Όλα αυτά είχαν και έχουν κόστος. Αλλά δεν κατέρρευσαν και μπορούν να διαχειρίζονται τη νέα κανονικότητα. Δεν επιδιώκουν άλλωστε τον θρίαμβο, αλλά να παραμείνουν μέσα στο παιχνίδι σε ένα πολιτικό τοπίο που σχετικά σύντομα θα μπει σε έναν νέο κύκλο εκλογικής αστάθειας.
Όταν ξεκίνησαν να εφαρμόζονται τα μνημόνια, σύντομα έγινε σαφές ότι η επιδίωξη δεν ήταν απλώς η λιτότητα ως μέσο για την αποπληρωμή του χρέους (άλλωστε να μνημόνια εκτίναξαν το χρέος), ούτε καν το να περάσουν απλώς οι «διαρθρωτικές αλλαγές» (ιδιωτικοποιήσεις, διάλυση εργατικής νομοθεσίας, «διευκόλυνση» επενδύσεων κ.λπ.).
Το βασικό ήταν να αλλάξει ριζικά το «κοινωνικό DNA» αυτής της χώρας, οι νοοτροπίες, οι στάσεις, ο τρόπος που βλέπουν οι άνθρωποι τα πράγματα. Να σταματήσουν οι άνθρωποι να έχουν μεγάλες προσδοκίες, να πάψουν να πιστεύουν ότι μπορούν τα πράγματα στη ζωή τους να αλλάξουν ριζικά, να μην ονειρεύονται, αλλά απλώς να προσπαθούν να επιβιώσουν αποδεχόμενοι κάθε συνθήκη.
Και εδώ είναι το μεγαλύτερο επίτευγμα και συνάμα η μεγαλύτερη αντίφαση του Αλέξη Τσίπρα. Σε μια χώρα όπου η αριστερά ταυτίστηκε ιστορικά με την ελπίδα, το όραμα και τη συλλογική φαντασία, είναι μια αριστερή κυβέρνηση που ηγήθηκε της μετατροπής της Ελλάδας σε μια κοινωνία μειωμένων προσδοκιών. Μόνο που αυτό είναι και μεγάλο ρίσκο: είτε γιατί –το λιγότερο πιθανό, δυστυχώς...– το όνειρο μπορεί να ξαναβγεί μπροστά (όσο θα έρχονται μπροστά και γενιές που δεν μοιράστηκαν την ήττα, αν και προς το παρόν καλού κακού τις στέλνουμε στη μετανάστευση), είτε γιατί η σωρευμένη απογοήτευση θα ξανακάνει θελκτικό τον κοινωνικό κανιβαλισμό που προτείνει ως διέξοδο η ακροδεξιά.