Υπεύθυνη και λεβέντικη στάση από τον Κυριάκο Μητσοτάκη στο Σκοπιανό
Δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή «Μακεδονική» εθνικότητα και γλώσσα
Βασική προϋπόθεση για την επίλυση των εθνικών μας θεμάτων είναι η δημιουργία ενός αρραγούς εθνικού μετώπου σε κλίμα συναίνεσης και εμπιστοσύνης. Απαιτείται χάραξη σταθερής εθνικής γραμμής, σεβασμός στις εθνικές ευαισθησίες, συνεργασία των πολιτικών δυνάμεων και κατάλληλη ενημέρωση της κοινωνίας.
Προς την κατεύθυνση αυτή άλλωστε, ήταν μια από τις πρώτες προτάσεις που έκανε ο Κυριάκος Μητσοτάκης ως Πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας, για σύσταση μόνιμου Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας, για θέματα εξωτερικής πολιτικής και άμυνας.
Αναφορικά δε, πάνω στο ειδικότερο ζήτημα της ονομασίας των Σκοπίων, ο Κυριάκος Μητσοτάκης τον Ιανουάριο του 2018, είχε κάνει μια από τις πιο υπεύθυνες εθνικές τοποθετήσεις με τους ακόλουθους ξεκάθαρους άξονες:
• Η διαπραγμάτευση θα έπρεπε να ξεκινήσει από τα ζητήματα του αλυτρωτισμού, να υπάρξουν απτά δείγματα γραφής από την πλευρά των Σκοπίων με σαφείς αλλαγές στο Σύνταγμα,
• Να μην υπάρχει καμία αναφορά σε «Μακεδονικό Έθνος» και «Μακεδονική γλώσσα». Οι Σκοπιανοί είναι Σλάβοι ή Αλβανοί, άρα το πρώτο είναι ο ορισμός του αλυτρωτισμού, το δε δεύτερο είναι δημιούργημα φαντασίας των σκοπιανών, αφού η γλώσσα που ομιλούν δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια Σερβοβουλγαρική γλώσσα.
• Ονομασία erga omnes.
• Υπό αυτές τις προϋποθέσεις θα μπορούσαμε και οι δύο πλευρές κάνοντας τους αμοιβαίους συμβιβασμούς να καταλήξουμε σε συμφωνία στο όνομα, που στόχος για την ελληνική πλευρά, θα ήταν να βελτίωνε ο κεκτημένο του Βουκουρεστίου.
Αντίθετα από αυτό το εθνικό πλαίσιο του Κυριάκου Μητσοτάκη, ο Πρωθυπουργός της χώρας διαπραγματεύθηκε επί ένα εξάμηνο το ζήτημα της ονομασίας των Σκοπίων χωρίς τη σύμφωνη γνώμη ούτε της ίδιας της κυβέρνησής του. Αγνόησε όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης, αλλά και τους πολίτες. Ο κυβερνητικός εταίρος του κ. Καμένος, ενώ πιστεύει ότι η χώρα μας βγήκε κερδισμένη με την συμφωνία, διαφωνεί και την καταψηφίζει, στηρίζοντας την κυβέρνηση και φυσικά διατηρώντας το Υπουργικό του αξίωμα! Ο κ. Τσίπρας που επέλεξε να διαπραγματευτεί ως αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς την απαραίτητη συναίνεση, ούτε καν πολιτική νομιμοποίηση, προσπαθεί να δεσμεύσει τη χώρα σε ένα τόσο κρίσιμο εθνικό θέμα.
Το κακό είναι ότι οι τακτικισμοί του είναι εύκολα αναγνωρίσιμοι. Προσπάθησε να διχάσει την κοινωνία και την αντιπολίτευση. Περιφρόνησε μία μεγάλη μερίδα πολιτών που αντιτάχθηκε στην πολιτική του, χαρακτηρίζοντάς τους ακραίους. Διέρρεε απαράδεκτες προτάσεις για το όνομα της γείτονος χώρας, για να δημιουργήσει ευνοϊκό κλίμα αποδοχής. Δυστυχώς πολιτεύθηκε σε ένα μείζον εθνικό ζήτημα με το βλέμμα στις επόμενες εκλογές.
Αποτέλεσμα φυσικά όλων των παραπάνω είναι η απουσία εθνικής γραμμής, ο διχασμός του λαού και μία πολύ κακή «συμφωνία» για τη χώρα, που αποδέχεται ουσιαστικά των πυρήνα των διεκδικήσεων των σκοπιανών τα τελευταία 80 χρόνια.
Έχω τη γνώμη ότι αρκετά από τα κυβερνητικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ δεν αντιλαμβάνονται τις ευαισθησίες της συντριπτικής πλειοψηφίας των Ελλήνων πολιτών στο θέμα της Μακεδονίας μας. Οι ίδιοι σε όλη τους την πολιτική διαδρομή ονόμαζαν την γείτονα χώρα «Μακεδονία». Προφανώς δεν θα αλλάξουν τώρα επειδή έγιναν κυβέρνηση. Νομίζουν ότι κάνουν καλό στη χώρα, αλλά ουσιαστικά προχωρούν στην μεγαλύτερη υποχώρηση που θα μπορούσε να γίνει, υιοθετώντας τις θέσεις των σκοπιανών για «Μακεδονική» εθνότητα και «Μακεδονική» γλώσσα.
Να γιατί μια τέτοια συμφωνία δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή από την πλειοψηφία των Ελλήνων. Είναι μία κακή συμφωνία που στο μέλλον θα δώσει έδαφος σε ακραία στοιχεία της άλλης πλευράς, να θέσουν επί της ουσίας ζητήματα αλυτρωτισμού.
Μία λύση για να είναι βιώσιμη και λειτουργική σε βάθος χρόνου δεν θα πρέπει να αφήνει σε καμία από τις δύο πλευρές την πικρή γεύση της εθνικής υποχώρησης, αυτή δηλαδή που νιώθουν σήμερα οι Έλληνες στην προοπτική της αποδοχής της «Μακεδονικής» εθνότητα και γλώσσα για τους σκοπιανούς. Ακόμα περισσότερο, δεν θα πρέπει να δημιουργεί στο εσωτερικό περισσότερα προβλήματα. Η συμφωνία που έφερε η κυβέρνηση δεν πληροί αυτές τις προδιαγραφές.
Είναι μία πολύ κακή συμφωνία από μία πολύ κακή κυβέρνηση.