Στις 21 Αυγούστου πέρυσι, η κυβέρνηση πανηγύρισε την «έξοδο από τα μνημόνια». Ηρωική έξοδος από μια περήφανη κυβέρνηση που θα μπορούσε πλέον, μας έλεγε, να εφαρμόσει το πρόγραμμά της που οι κακοί δανειστές δεν την άφηναν τόσο καιρό.


Έκτοτε, το πάρτυ καλά κρατεί. Πλησιάζοντας μάλιστα η ώρα των εκλογών, ο ΣΥΡΙΖΑ φροντίζει να διασφαλίσει την παρουσία του την επόμενη μέρα, αυξάνοντας θεαματικά τις προσλήψεις και τις υποσχέσεις προσλήψεων σε όλο το δημόσιο. Αναβιώνοντας όλες τις παθογένειες του παρελθόντος, βρίσκει την ευκαιρία τώρα να ικανοποιήσει την πελατειακή του βάση διογκώνοντας το Δημόσιο, και βιάζεται να νομοθετήσει στα όρια της λογικής (όπως για παράδειγμα η πρότασή του για την διάσπαση της ΔΕΠΑ και την πρόσληψη δεκάδων υπαλλήλων εκτός ΑΣΕΠ).


Εν τω μεταξύ σε κάποιο κυβερνητικό συρτάρι έχει ξεχαστεί το σχέδιο με τις μεταμνημονιακές δεσμεύσεις της Ελλάδας, δηλαδή οι υποχρεώσεις που έχουμε αναλάβει ως χώρα για τα επόμενα χρόνια και μέχρι την εξόφληση σημαντικού μέρους των σημερινών δανείων μας. Μέχρι την προηγούμενη εβδομάδα, αυτό το έγγραφο ήταν περίπου εξαφανισμένο.
Μέχρι που φθάσαμε λίγες μέρες πριν από το Eurogroup της Καθαράς Δευτέρας, όπου θα έπρεπε να αποφασιστεί η εκταμίευση των € 970 εκατομμυρίων για την Ελλάδα. Κάπου εκεί, οι δανειστές άνοιξαν το συρτάρι -που και οι ίδιοι είχαν κλείσει, μαζί με την δική μας κυβέρνηση- και όλοι μαζί θυμηθήκαμε τις δεσμεύσεις μας. Θυμηθήκαμε ότι ο νόμος Κατσέλη έχει πάρει δυο φορές παράταση και ακόμη δεν έχει βρεθεί το διάδοχο πλαίσιο.

Έτσι η λύση για τα κόκκινα δάνεια, που δεν αφήνουν την οικονομία να ανασάνει, μία λύση βιώσιμη για όλες τις πλευρές, καθυστερεί εδώ και χρόνια. Θυμηθήκαμε ότι η απελευθέρωση και ο εξορθολογισμός της αγοράς ενέργειας και τα επόμενα βήματα για την ΔΕΗ καρκινοβατούν. Ότι άλλωστε δεν έχει γίνει καμία αποκρατικοποίηση, ούτε και κάποια μεγάλη επένδυση στην Ελλάδα εδώ και χρόνια. Θυμηθήκαμε επίσης ότι οι πρόσφατες προσλήψεις «δημιουργούν ανησυχία ως προς την δυνατότητα επίτευξης των στόχων για τον αριθμό των υπαλλήλων στο δημόσιο και το μισθολογικό κόστος» .
Πάνω από όλα, θυμηθήκαμε ότι δεν αποφασίζουμε μόνοι μας. Προσγειωθήκαμε στην πραγματικότητα.


Την εβδομάδα που μας πέρασε κυκλοφόρησε η έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την αυξημένη εποπτεία καθώς και η έκθεση για την οικονομία μας στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού εξαμήνου. Και οι δύο εκθέσεις επισημαίνουν τις ανεπάρκειες της κυβερνητικής πολιτικής, και κυρίως την απροθυμία δέσμευσης στην εκπλήρωση των μεταμνημονιακών υποχρεώσεών μας. Έτσι, μόλις λίγες μέρες πριν από το Eurogroup, η κυβέρνηση έφερε προς ψήφιση σειρά νομοθετημάτων, με τη διαδικασία του επείγοντος, με την ελπίδα να προλάβει την καταληκτική ημερομηνία και να μην χάσει την επιστροφή του 1 δισ. ευρώ. Με υποτυπώδη διαβούλευση και καμία συναίνεση, άλλαξε σε μία εβδομάδα την νομοθεσία για τα φάρμακα, την νομοθεσία για την ενέργεια, τον αθλητισμό, δημιουργεί αναπτυξιακή τράπεζα και άλλα. Μάταια, όπως αποδείχθηκε, καθώς η αναμενόμενη εκταμίευση των 970 εκατ. ευρώ αναβλήθηκε για ένα μήνα μετά και αφού η χώρα τηρήσεις τις δεσμέυσεις της έναντι των πιστωτών της.


Δεν χρειαζόμαστε μία κυβέρνηση «ήξεις-αφήξεις», που κάθε λίγο θα την επιπλήττουν οι εταίροι μας. Δεν χρειαζόμαστε μία κυβέρνηση που δεν τιμά την υπογραφή της και εκθέτει την Ελλάδα στην διεθνή κοινότητα, αδυνατώντας ακόμη να βγει στις αγορές με επιτόκια συγκρινόμενα με αυτά των υπολοίπων χωρών που εφάρμοσαν μνημόνια. Δεν χρειαζόμαστε μία κυβέρνηση που μας έχει περιορίσει σε περιβάλλον capital controls σχεδόν από την αρχή της θητείας της…


Χρειαζόμαστε επιτέλους μία κυβέρνηση που, με αποφασιστικότητα, θα εφαρμόσει ένα πρόγραμμα απελευθέρωσης την οικονομίας από τα δεσμά του κρατισμού, και θα δώσει χώρο στις υγιείς δυνάμεις να παράξουν πλούτο και ποιοτικές θέσεις εργασίας. Που θα ανακτήσει πάλι την αξιοπιστία στο εσωτερικό της χώρας και θα πείσει τους εταίρους μας για την σοβαρότητα των δεσμεύσεών της. Που θα βάλει στο επίκεντρο του έργου της τον πολίτη, όχι τον πελάτη, και θα δώσει στον καθένα μας ξεχωριστά την δυνατότητα να αναπτυχθεί κοινωνικά και επαγγελματικά.
Χρειαζόμαστε μια Κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη.

(*)Ο Μανώλης Γραφάκος είναι οικονομολόγος με μεταπτυχιακές σπουδές στη Διοίκηση Επιχειρήσεων (ΜΒΑ), στην Τραπεζική και στον Τουρισμό, υποψήφιος διδάκτορας. Πρώην Δήμαρχος Μελισσίων. Υποψήφιος με την Νέα Δημοκρατία στον Βόρειο Τομέα Αθηνών.