Η Αντιμνημονιακή Δεξιά επιστρέφει στη Νέα Δημοκρατία
Η αποδοχή και η προώθηση - εκτέλεση -των Μνημονίων και των εντολών των «αρχιτεκτόνων» τους –Ευρωπαϊκού Διευθυντηρίου και ΔΝΤ- από τις συστημικές δυνάμεις του μεταπολιτευτικού δικομματισμού μπορεί να κατάστρεψε πολιτικά και εκλογικά το ΠΑΣΟΚ , δημιούργησε όμως ταυτόχρονα σοβαρές ρωγμές στην σχέση της Νέας Δημοκρατίας, με μια αξιοσημείωτη μερίδα των παραδοσιακών ψηφοφόρων της .
Ουσιαστικά μετά την μνημονιακή στροφή που έκανε η ηγετική ομάδα της Κεντροδεξιάς υπό τον τότε πρόεδρο της Ν.Δ κ. Α. Σαμαρά από την μη υπογραφή του Μνημονίου 1 και τις διακηρύξεις οικονομικής στρατηγικής από το Ζάππειο , στην υπογραφή του Μνημονίου 2 τον Νοέμβριο του 2011 , την αποδοχή και νομιμοποίηση της κυβέρνησης συνασπισμού υπό τον Λ. Παπαδήμο και τέλος μετά τις εκλογές της 17ης Ιουνίου 2012 την συγκρότηση κυβέρνησης «μεγάλου συνασπισμού» με το ΠΑΣΟΚ στο μοντέλο της Γερμανίας , με πρωθυπουργό τον Α. Σαμαρά και αντιπρόεδρο και συγκυβερνήτη τον Ευ. Βενιζέλο , είχε ως κόστος 800.000-1.000.000 ψηφοφόροι της και στελέχη της από την δεξιά , εθνικού προσανατολισμού, πτέρυγα του κόμματος να την εγκαταλείψουν εκλογικά.
Αυτοί δεν προσμετρώνται τα επόμενα χρόνια συσπειρωμένοι σε κάποιο άλλο κόμμα. Αλλά παραμένουν αποσυσπειρωμένοι από την δύναμη και την εκλογική βάση της Νέας Δημοκρατίας ψηφίζοντας κατά το δοκούν και στο πλαίσιο της συγκυρίας κόμματα και σχηματισμούς του αντιμνημονιακού τόξου δεξιά της Ν.Δ όπως οι Ανεξάρτητοι Έλληνες ή η Χρυσή Αυγή (για τους πιο αγανακτισμένους) ή σχήματα που προέκυψαν μέσα από τον πυρήνα εθνικής- κοινωνικής αντίστασης της «Σπίθας», αλλά και αριστερά του πολιτικού κέντρου , όπως για παράδειγμα ο ανερχόμενος τότε (2011-2014) αριστερόστροφος ΣΥΡΙΖΑ.
Η Νέα Δημοκρατία αντίστοιχα στα χρόνια αυτά των Μνημονίων όπου σύμφωνα με την συγκεκριμένη αντίληψη της επονομαζόμενης και αντι-Μνημονικής δεξιάς έχει ενταχθεί στις «δοσολογικές δυνάμεις» σε κάποιες περιπτώσεις κατορθώνει να συσπειρώσει μέρος αυτών των πολιτών-ψηφοφόρων ,αλλά κατά κύριο λόγο κινείται σε πολύ πιο χαμηλά εκλογικά ποσοστά σε σχέση με το μακρύ πολιτικό παρελθόν της.
Η κορύφωση της «ανταρσίας» αυτής της αντιμνημονιακής οντότητας της Δεξιάς, απέναντι στην ευρω-φεντεραλιστική κεντροδεξιά είναι οι εκλογικές αναμετρήσεις του 2015. Σε επίπεδο βουλευτικών εκλογών τον Ιανουάριο και τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς , αλλά και στο πλαίσιο του δημοψηφίσματος κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Η Νέα Δημοκρατία συσπειρώνει δυνάμεις έναντι όλων των άλλων από τον «μεσαίο χώρο» του «μένουμε Ευρώπη» , αλλά χάνει τον δομικό όγκο δεξιών ψηφοφόρων της , που αρνούνται να νομιμοποιήσουν την μνημονιακή της υποταγή.
Τα επόμενα χρόνια μια σειρά από ζητήματα που ανήκουν στον σκληρή «αριστερή ατζέντα» του ΣΥΡΙΖΑ όπως τα νέα δικαιώματα για τους ομοφυλόφιλους, η ανεκτικότητα της αριστερής διακυβέρνησης στο μεταναστευτικό, η διάθεση για κατάργηση του θρησκευτικού όρκου στο πλαίσιο του πλήρους διαχωρισμού κράτους – εκκλησίας και της πρωινής χριστιανικής προσευχής στα σχολεία , το νέο νομικό πλαίσιο υπέρ των εγκληματιών και των τρομοκρατών με την δικαιολογία της αποσυμφόρησης των φυλακών και τελικά τα ζητήματα εσωτερικής ασφάλειας και η Συμφωνία των Πρεσπών για το Σκοπιανό, άλλαξαν απολύτως τον συσχετισμό δυνάμεων. Άρχισε να βαραίνει στους δεξιούς αυτούς ψηφοφόρους-με μετρίσιμο τρόπο- η άποψή ότι «και η χειρότερη Νέα Δημοκρατία είναι προτιμότερη από την καλύτερη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ».
Κρίσιμο ρόλο στις εξελίξεις είχαν και δύο ακόμη παράμετροι. Πρώτον ότι δεν κατέστη εφικτό να συγκροτηθεί ένα αμιγώς δεξιό κόμμα στο πλάι της Κεντροδεξιάς Νέας Δημοκρατίας με σύνθημα «η Ελλάδα πρώτα» ,αντί για το «η Ευρώπη πρώτα» , που να εκπροσωπήσει στο εγχώριο πολιτικό και κομματικό πεδίο τις νέες διεθνείς τάσεις όπως αυτή του Τράμπ στις ΗΠΑ ή του Brexit σε έναν κριτικό ευρωσκεπτικισμό. Δεύτερον ότι τελικά , έστω και τυπικά, τον Αύγουστο του 2018 η Ελλάδα εξήλθε του κύκλου των Μνημονίων. Αποτέλεσμα από τις επερχόμενες βουλευτικές εκλογές οι κυβερνήσεις με στόχο την αναδιάρθρωση της χώρας δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν «δοσολογικές» , αλλά κυβερνήσεις εθνικού χαρακτήρα για χώρα – μέλος της ευρωζώνης. Άρα το μέτωπο των ψηφοφόρων αυτών με την Νέα Δημοκρατία έχει την τάση να κλείσει.
Ταυτόχρονα οι δημοσκόποι πολύ πριν τις τελευταίες ευρωπαϊκές και περιφερειακές εκλογές είχαν μόνιμες καταγραφές και ευρήματα ότι περίπου 10-13 % ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ του 2015 επέστρεφαν χωρίς ενδιάμεση στάση σε κάποιον άλλο σχηματισμό στη Νέα Δημοκρατία. Επίσης όλα τα τελευταία χρόνια όλες οι δημοσκοπήσεις κατέγραφαν μια υψηλότατη συσπείρωση των ψηφοφόρων της Νέας Δημοκρατίας στο 75-85% και πάλι του 2015 , καταλήγοντας στο εύλογο συμπέρασμα ότι τα περιθώρια για τη Νέα Δημοκρατία να συγκεντρώσει πολύ μεγαλύτερο αριθμό ψηφοφόρων ήταν περιορισμένα , έναντι του ΣΥΡΙΖΑ με την χαμηλή συσπείρωση.
Κι όμως το άλμα της Νέας Δημοκρατίας και η ισοπεδωτική εκλογική κυριαρχία της , που προβλέπεται να συμπληρωθεί με ποσοστά αυτοδυναμίας στις επερχόμενες βουλευτικές εκλογές , οφείλονται στο ότι τελικά είχε μια «μεγάλη δεξαμενή» ψηφοφόρων να συσπειρώσει. Αυτούς τους εκατοντάδες χιλιάδες που την είχαν εγκαταλείψει την οκταετία των Μνημονίων και δεν προσμετρούνται φυσικά στους ψηφοφόρους του 2015 αλλά ούτε και του 2014 ή και του 2012 . Παράλληλα ο ΣΥΡΙΖΑ , ως νέο κόμμα, δεν μπορεί να συγκροτήσει μια ανάλογη βάση αφού η Κεντροαριστερά και η Αριστερά βρίσκεται αφενός πολυδιασπασμένη , αλλά και γιατί ο περιθωριακός στην αρχή των Μνημονίων ΣΥΡΙΖΑ, δεν έχει «εφεδρικές δεξαμενές» για το τέλος της εποχής των Μνημονίων. Θα πρέπει να συγκροτήσει τα επόμενα χρόνια έναν πιο άρτιο πολιτικό φορέα , στρατηγική έκφραση μιας νέας Αριστεράς- Κεντροαριστεράς στην κοινωνία για να διεκδικήσει επιπλέον μερίδες ψηφοφόρων ,όπως τις δεκαετίες του 1970-1980 το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου.
Αντίθετα η αντι-μνημονιακή δεξιά από κάλπη σε κάλπη και από εκλογή σε εκλογή τις τελευταίες εβδομάδες αυξάνει την συσπείρωση της με την Νέα Δημοκρατία δίδοντας της έναν «αέρα» της τάξης του 15-18%, εντασσόμενη στην εθνική προσπάθεια για την ανασυγκρότηση της χώρας υπό την ηγεσία του αναθεωρητή Κ. Μητσοτάκη αλλά και την σύμπραξη εμβληματικών ηγετικών δεξιών κύκλων και προσωπικοτήτων όπως ο Μ. Βορίδης για παράδειγμα , που σε κάθε περίπτωση μπορεί να εγγυηθεί μια δεξιά στρατηγική σε σειρά θεμελιωδών ζητημάτων για την Ελλάδα, αντί για παράδειγμα τον τυχοδιώκτη « τηλε-ευαγγελιστή» Κ. Βελόπουλο της «Ελληνικής Λύσης».
Ουσιαστικά μετά την μνημονιακή στροφή που έκανε η ηγετική ομάδα της Κεντροδεξιάς υπό τον τότε πρόεδρο της Ν.Δ κ. Α. Σαμαρά από την μη υπογραφή του Μνημονίου 1 και τις διακηρύξεις οικονομικής στρατηγικής από το Ζάππειο , στην υπογραφή του Μνημονίου 2 τον Νοέμβριο του 2011 , την αποδοχή και νομιμοποίηση της κυβέρνησης συνασπισμού υπό τον Λ. Παπαδήμο και τέλος μετά τις εκλογές της 17ης Ιουνίου 2012 την συγκρότηση κυβέρνησης «μεγάλου συνασπισμού» με το ΠΑΣΟΚ στο μοντέλο της Γερμανίας , με πρωθυπουργό τον Α. Σαμαρά και αντιπρόεδρο και συγκυβερνήτη τον Ευ. Βενιζέλο , είχε ως κόστος 800.000-1.000.000 ψηφοφόροι της και στελέχη της από την δεξιά , εθνικού προσανατολισμού, πτέρυγα του κόμματος να την εγκαταλείψουν εκλογικά.
Αυτοί δεν προσμετρώνται τα επόμενα χρόνια συσπειρωμένοι σε κάποιο άλλο κόμμα. Αλλά παραμένουν αποσυσπειρωμένοι από την δύναμη και την εκλογική βάση της Νέας Δημοκρατίας ψηφίζοντας κατά το δοκούν και στο πλαίσιο της συγκυρίας κόμματα και σχηματισμούς του αντιμνημονιακού τόξου δεξιά της Ν.Δ όπως οι Ανεξάρτητοι Έλληνες ή η Χρυσή Αυγή (για τους πιο αγανακτισμένους) ή σχήματα που προέκυψαν μέσα από τον πυρήνα εθνικής- κοινωνικής αντίστασης της «Σπίθας», αλλά και αριστερά του πολιτικού κέντρου , όπως για παράδειγμα ο ανερχόμενος τότε (2011-2014) αριστερόστροφος ΣΥΡΙΖΑ.
Η Νέα Δημοκρατία αντίστοιχα στα χρόνια αυτά των Μνημονίων όπου σύμφωνα με την συγκεκριμένη αντίληψη της επονομαζόμενης και αντι-Μνημονικής δεξιάς έχει ενταχθεί στις «δοσολογικές δυνάμεις» σε κάποιες περιπτώσεις κατορθώνει να συσπειρώσει μέρος αυτών των πολιτών-ψηφοφόρων ,αλλά κατά κύριο λόγο κινείται σε πολύ πιο χαμηλά εκλογικά ποσοστά σε σχέση με το μακρύ πολιτικό παρελθόν της.
Η κορύφωση της «ανταρσίας» αυτής της αντιμνημονιακής οντότητας της Δεξιάς, απέναντι στην ευρω-φεντεραλιστική κεντροδεξιά είναι οι εκλογικές αναμετρήσεις του 2015. Σε επίπεδο βουλευτικών εκλογών τον Ιανουάριο και τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς , αλλά και στο πλαίσιο του δημοψηφίσματος κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Η Νέα Δημοκρατία συσπειρώνει δυνάμεις έναντι όλων των άλλων από τον «μεσαίο χώρο» του «μένουμε Ευρώπη» , αλλά χάνει τον δομικό όγκο δεξιών ψηφοφόρων της , που αρνούνται να νομιμοποιήσουν την μνημονιακή της υποταγή.
Τα επόμενα χρόνια μια σειρά από ζητήματα που ανήκουν στον σκληρή «αριστερή ατζέντα» του ΣΥΡΙΖΑ όπως τα νέα δικαιώματα για τους ομοφυλόφιλους, η ανεκτικότητα της αριστερής διακυβέρνησης στο μεταναστευτικό, η διάθεση για κατάργηση του θρησκευτικού όρκου στο πλαίσιο του πλήρους διαχωρισμού κράτους – εκκλησίας και της πρωινής χριστιανικής προσευχής στα σχολεία , το νέο νομικό πλαίσιο υπέρ των εγκληματιών και των τρομοκρατών με την δικαιολογία της αποσυμφόρησης των φυλακών και τελικά τα ζητήματα εσωτερικής ασφάλειας και η Συμφωνία των Πρεσπών για το Σκοπιανό, άλλαξαν απολύτως τον συσχετισμό δυνάμεων. Άρχισε να βαραίνει στους δεξιούς αυτούς ψηφοφόρους-με μετρίσιμο τρόπο- η άποψή ότι «και η χειρότερη Νέα Δημοκρατία είναι προτιμότερη από την καλύτερη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ».
Κρίσιμο ρόλο στις εξελίξεις είχαν και δύο ακόμη παράμετροι. Πρώτον ότι δεν κατέστη εφικτό να συγκροτηθεί ένα αμιγώς δεξιό κόμμα στο πλάι της Κεντροδεξιάς Νέας Δημοκρατίας με σύνθημα «η Ελλάδα πρώτα» ,αντί για το «η Ευρώπη πρώτα» , που να εκπροσωπήσει στο εγχώριο πολιτικό και κομματικό πεδίο τις νέες διεθνείς τάσεις όπως αυτή του Τράμπ στις ΗΠΑ ή του Brexit σε έναν κριτικό ευρωσκεπτικισμό. Δεύτερον ότι τελικά , έστω και τυπικά, τον Αύγουστο του 2018 η Ελλάδα εξήλθε του κύκλου των Μνημονίων. Αποτέλεσμα από τις επερχόμενες βουλευτικές εκλογές οι κυβερνήσεις με στόχο την αναδιάρθρωση της χώρας δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν «δοσολογικές» , αλλά κυβερνήσεις εθνικού χαρακτήρα για χώρα – μέλος της ευρωζώνης. Άρα το μέτωπο των ψηφοφόρων αυτών με την Νέα Δημοκρατία έχει την τάση να κλείσει.
Ταυτόχρονα οι δημοσκόποι πολύ πριν τις τελευταίες ευρωπαϊκές και περιφερειακές εκλογές είχαν μόνιμες καταγραφές και ευρήματα ότι περίπου 10-13 % ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ του 2015 επέστρεφαν χωρίς ενδιάμεση στάση σε κάποιον άλλο σχηματισμό στη Νέα Δημοκρατία. Επίσης όλα τα τελευταία χρόνια όλες οι δημοσκοπήσεις κατέγραφαν μια υψηλότατη συσπείρωση των ψηφοφόρων της Νέας Δημοκρατίας στο 75-85% και πάλι του 2015 , καταλήγοντας στο εύλογο συμπέρασμα ότι τα περιθώρια για τη Νέα Δημοκρατία να συγκεντρώσει πολύ μεγαλύτερο αριθμό ψηφοφόρων ήταν περιορισμένα , έναντι του ΣΥΡΙΖΑ με την χαμηλή συσπείρωση.
Κι όμως το άλμα της Νέας Δημοκρατίας και η ισοπεδωτική εκλογική κυριαρχία της , που προβλέπεται να συμπληρωθεί με ποσοστά αυτοδυναμίας στις επερχόμενες βουλευτικές εκλογές , οφείλονται στο ότι τελικά είχε μια «μεγάλη δεξαμενή» ψηφοφόρων να συσπειρώσει. Αυτούς τους εκατοντάδες χιλιάδες που την είχαν εγκαταλείψει την οκταετία των Μνημονίων και δεν προσμετρούνται φυσικά στους ψηφοφόρους του 2015 αλλά ούτε και του 2014 ή και του 2012 . Παράλληλα ο ΣΥΡΙΖΑ , ως νέο κόμμα, δεν μπορεί να συγκροτήσει μια ανάλογη βάση αφού η Κεντροαριστερά και η Αριστερά βρίσκεται αφενός πολυδιασπασμένη , αλλά και γιατί ο περιθωριακός στην αρχή των Μνημονίων ΣΥΡΙΖΑ, δεν έχει «εφεδρικές δεξαμενές» για το τέλος της εποχής των Μνημονίων. Θα πρέπει να συγκροτήσει τα επόμενα χρόνια έναν πιο άρτιο πολιτικό φορέα , στρατηγική έκφραση μιας νέας Αριστεράς- Κεντροαριστεράς στην κοινωνία για να διεκδικήσει επιπλέον μερίδες ψηφοφόρων ,όπως τις δεκαετίες του 1970-1980 το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου.
Αντίθετα η αντι-μνημονιακή δεξιά από κάλπη σε κάλπη και από εκλογή σε εκλογή τις τελευταίες εβδομάδες αυξάνει την συσπείρωση της με την Νέα Δημοκρατία δίδοντας της έναν «αέρα» της τάξης του 15-18%, εντασσόμενη στην εθνική προσπάθεια για την ανασυγκρότηση της χώρας υπό την ηγεσία του αναθεωρητή Κ. Μητσοτάκη αλλά και την σύμπραξη εμβληματικών ηγετικών δεξιών κύκλων και προσωπικοτήτων όπως ο Μ. Βορίδης για παράδειγμα , που σε κάθε περίπτωση μπορεί να εγγυηθεί μια δεξιά στρατηγική σε σειρά θεμελιωδών ζητημάτων για την Ελλάδα, αντί για παράδειγμα τον τυχοδιώκτη « τηλε-ευαγγελιστή» Κ. Βελόπουλο της «Ελληνικής Λύσης».