Ώρα να χαράξουμε τα όρια στα θαλάσσια σύνορά μας
Ο μαξιμαλισμός της Τουρκίας που κλιμακώθηκε με την συμφωνία Τουρκίας-Λιβύης (Τρίπολη) που αμφισβητεί μεταξύ των άλλων την υφαλοκρηπίδα και τις ΑΟΖ της Ελλάδας ανατολικά και νότια - κινητοποίησαν τις πολιτικές και διπλωματικές ελίτ στην Αθήνα.
Η περίφημη «στρατηγική του κατευνασμού» που κυριάρχησε στην Ελληνική εξωτερική πολιτική για περίπου μισό αιώνα, ουσιαστικά κονιορτοποιήθηκε από τους τουρκικούς χειρισμούς. Η ελληνική κυβέρνηση, υπό το συντονισμό του πρωθυπουργού κ. Μητσοτάκη επέδειξε από την πρώτη φάση των εξελίξεων διεθνή κινητικότητα στις συμμαχικές και ουδέτερες χώρες της Μεσογείου, την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις κεντρικές δυνάμεις -με γεωπολιτικό έρμα- ΗΠΑ, Ρωσία.
Ταυτόχρονα δεν δίστασε να επιδείξει ψύχραιμη αποφασιστικότητα απέναντι στην επιθετικότητα της Τουρκίας, κινητοποιώντας και τις Ένοπλες Δυνάμεις της.
Παραταύτα κύκλοι του πολιτικού και διπλωματικού κατεστημένου των Αθηνών, πρώην υπουργοί Εξωτερικών, διπλωμάτες επί τιμή, πολύπειροι πανεπιστημιακοί, δημοσιογράφοι και αναλυτές (δεν είναι μόνον οι Σημίτης, Βενιζέλος, Μπακογιάννη το ζήτημα) συγκεντρώνονται σε πολυτελείς αίθουσες κεντρικών ξενοδοχείων ή αρθρογραφούν σε διακριτές εφημερίδες, προβάλλοντας την άποψη ότι τα ζητήματα με την Τουρκία θα λυθούν αορίστως με μια προσφυγή σε διεθνές διαιτητικό δικαστήριο ή ακόμη και με διμερή διάλογο με την Τουρκία.
Παρά την κλιμάκωση των διεκδικήσεων απέναντι στην Ελλάδα και τις συνθήκες στρατιωτικής έντασης που αυτή προκαλεί.
Ουσιαστικά αυτοί οι τόσο σημαντικοί άνθρωποι προβάλουν απέναντι στην κατάρρευση της ατυχούς εκ του αποτελέσματος «στρατηγικής του κατευνασμού» που υπεστήριζαν με παρρησία τις προηγούμενες πολλές δεκαετίες, μια «στρατηγική του ενδοτισμού». Μια διαπραγμάτευση όπου σε όλες τις εκδοχές η Ελλάδα θα χάσει μεγαλύτερο ή μικρότερο μέρος της εθνικής της κυριαρχίας ή των οικονομικών της ζωνών.
Απέναντι στην διαμορφούμενη αυτή πραγματικότητα, που μέχρι στιγμής σημειωτέον ότι δεν παρακολουθεί η κυβέρνηση Μητσοτάκη, αλλά δεν δεσπόζει στον δημόσιο λόγο ούτε από την πλευρά της Αντιπολίτευσης, αξίζει να τεθεί ένα αρχικό ερώτημα.
Ποια είναι τα όρια των θαλασσίων συνόρων της Ελλάδας; Είναι ένα θέμα που δεν μπορεί να μας το λύσει κάποιο διεθνές δικαστήριο. Ούτε όμως χρειάζεται την συναίνεση των γειτονικών χωρών, όπως για παράδειγμα η υπόθεση του ορισμού των ΑΟΖ. Είναι κάτι που θα αποτελέσει εθνική απόφαση.
Τα σύνορα μας λοιπόν θα είναι στα 6 ναυτικά μίλια, όπως μέχρι σήμερα; Στα 10 ναυτικά μίλια όπως τα σύνορα μας στον αέρα; Ή μήπως στα 12 ναυτικά μίλια που μας επιτρέπει το ισχύον διεθνές δίκαιο (σύμβαση 1982);
Σημειωτέον ότι οι ΑΟΖ χαράσσονται και ορίζονται πέραν των ορίων των ζωνών εθνικής δικαιοδοσίας. Η υφαλοκρηπίδα προϋποθέτει τις γραμμές βάσεις, που ούτε αυτές έχουμε ξεκαθαρίσει στη βάση του νέου διεθνούς δικαίου της θάλασσας, το οποίο βρίσκεται σε ισχύ από τις αρχές της δεκαετίας του 1990.
Προφανώς είναι η ώρα να αποφασίσουμε. Είμαστε ένα ένοπλο εθνικά κυρίαρχο (από γεωπολιτικής άποψης) κράτος; Ή είμαστε ένας δορυφόρος της Τουρκίας;
Τα υπόλοιπα έπονται…
Η περίφημη «στρατηγική του κατευνασμού» που κυριάρχησε στην Ελληνική εξωτερική πολιτική για περίπου μισό αιώνα, ουσιαστικά κονιορτοποιήθηκε από τους τουρκικούς χειρισμούς. Η ελληνική κυβέρνηση, υπό το συντονισμό του πρωθυπουργού κ. Μητσοτάκη επέδειξε από την πρώτη φάση των εξελίξεων διεθνή κινητικότητα στις συμμαχικές και ουδέτερες χώρες της Μεσογείου, την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις κεντρικές δυνάμεις -με γεωπολιτικό έρμα- ΗΠΑ, Ρωσία.
Ταυτόχρονα δεν δίστασε να επιδείξει ψύχραιμη αποφασιστικότητα απέναντι στην επιθετικότητα της Τουρκίας, κινητοποιώντας και τις Ένοπλες Δυνάμεις της.
Παραταύτα κύκλοι του πολιτικού και διπλωματικού κατεστημένου των Αθηνών, πρώην υπουργοί Εξωτερικών, διπλωμάτες επί τιμή, πολύπειροι πανεπιστημιακοί, δημοσιογράφοι και αναλυτές (δεν είναι μόνον οι Σημίτης, Βενιζέλος, Μπακογιάννη το ζήτημα) συγκεντρώνονται σε πολυτελείς αίθουσες κεντρικών ξενοδοχείων ή αρθρογραφούν σε διακριτές εφημερίδες, προβάλλοντας την άποψη ότι τα ζητήματα με την Τουρκία θα λυθούν αορίστως με μια προσφυγή σε διεθνές διαιτητικό δικαστήριο ή ακόμη και με διμερή διάλογο με την Τουρκία.
Παρά την κλιμάκωση των διεκδικήσεων απέναντι στην Ελλάδα και τις συνθήκες στρατιωτικής έντασης που αυτή προκαλεί.
Ουσιαστικά αυτοί οι τόσο σημαντικοί άνθρωποι προβάλουν απέναντι στην κατάρρευση της ατυχούς εκ του αποτελέσματος «στρατηγικής του κατευνασμού» που υπεστήριζαν με παρρησία τις προηγούμενες πολλές δεκαετίες, μια «στρατηγική του ενδοτισμού». Μια διαπραγμάτευση όπου σε όλες τις εκδοχές η Ελλάδα θα χάσει μεγαλύτερο ή μικρότερο μέρος της εθνικής της κυριαρχίας ή των οικονομικών της ζωνών.
Απέναντι στην διαμορφούμενη αυτή πραγματικότητα, που μέχρι στιγμής σημειωτέον ότι δεν παρακολουθεί η κυβέρνηση Μητσοτάκη, αλλά δεν δεσπόζει στον δημόσιο λόγο ούτε από την πλευρά της Αντιπολίτευσης, αξίζει να τεθεί ένα αρχικό ερώτημα.
Ποια είναι τα όρια των θαλασσίων συνόρων της Ελλάδας; Είναι ένα θέμα που δεν μπορεί να μας το λύσει κάποιο διεθνές δικαστήριο. Ούτε όμως χρειάζεται την συναίνεση των γειτονικών χωρών, όπως για παράδειγμα η υπόθεση του ορισμού των ΑΟΖ. Είναι κάτι που θα αποτελέσει εθνική απόφαση.
Τα σύνορα μας λοιπόν θα είναι στα 6 ναυτικά μίλια, όπως μέχρι σήμερα; Στα 10 ναυτικά μίλια όπως τα σύνορα μας στον αέρα; Ή μήπως στα 12 ναυτικά μίλια που μας επιτρέπει το ισχύον διεθνές δίκαιο (σύμβαση 1982);
Σημειωτέον ότι οι ΑΟΖ χαράσσονται και ορίζονται πέραν των ορίων των ζωνών εθνικής δικαιοδοσίας. Η υφαλοκρηπίδα προϋποθέτει τις γραμμές βάσεις, που ούτε αυτές έχουμε ξεκαθαρίσει στη βάση του νέου διεθνούς δικαίου της θάλασσας, το οποίο βρίσκεται σε ισχύ από τις αρχές της δεκαετίας του 1990.
Προφανώς είναι η ώρα να αποφασίσουμε. Είμαστε ένα ένοπλο εθνικά κυρίαρχο (από γεωπολιτικής άποψης) κράτος; Ή είμαστε ένας δορυφόρος της Τουρκίας;
Τα υπόλοιπα έπονται…