Η Ελλάδα, οι ΗΠΑ, η Ιταλία και η Βαλκανική
Ο λόγος για μια συμμαχία «2+1» με στόχο τη σταθεροποίηση των Δυτικών Βαλκανίων ως «υποσυστήματος» της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Οι χειριστές της ελληνικής διεθνούς πολιτικής καλούνται να αντιμετωπίσουν ένα πολύ έντονο σε διπλωματικό και γεωπολιτικό επίπεδο μπρα-ντε-φερ με την Τουρκία, αλλά, το κυριότερο, ένα ανοιχτό ως προς τα «στοιχήματα» πόκερ σε διεθνές και περιφερειακό επίπεδο.
Οι μέχρι τώρα κινήσεις και επιλογές και η επίμονη στρατηγική που ακολουθεί η Αθήνα με τις περιφερειακές συμφωνίες στο πεδίο της Ανατολικής Μεσογείου και τις κεντρικές συμφωνίες με ΗΠΑ και Γαλλία τής προσέδωσαν κύρος, αποτρεπτική ισχύ και δυνατότητα παρέμβασης στις εν γένει εξελίξεις. Το στενά νοούμενο «εθνικό συμφέρον», ως μοναδική ατραπός στη χάραξη της εξωτερικής πολιτικής της χώρας και τη διαμόρφωση στρατηγικής, που ακολούθησαν διαδοχικές κυβερνήσεις τα τελευταία 40 χρόνια, μιλώντας σε όλα τα πεδία και αζιμούθια αποκλειστικά για την ελληνοτουρκική διαφορά και το Κυπριακό, αργότερα και το Σκοπιανό, επιμένοντας απλώς ότι η Ελλάδα ως παλαιό μέλος του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε. δικαιούται προστασίας από τους συμμάχους, δεν θα ήταν καθόλου επαρκής προσέγγιση για τις συνθήκες του σήμερα.
Αντίθετα, σε επίπεδο πρωθυπουργού και ηγεσίας, στο υπουργείο Εξωτερικών οι κ. Μητσοτάκης και Δένδιας κινούνται με επάρκεια, δυναμισμό και, προπάντων, τη δέουσα ταχύτητα για να προλάβουν εξελίξεις, δυναμικές και συσχετισμούς που αλλάζουν συνεχώς ή επαναδιατυπώνονται. Είναι εμφανές ότι, αν η Ελλάδα στη στρατηγική της παρέμενε «εγκλωβισμένη» στο αξίωμα της μοναδικής «επένδυσης» στους πολυμερείς οργανισμούς του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε. και σε μια πολυδιάστατη, αλλά χωρίς χαρακτήρα, εξωτερική πολιτική ως όπλο ανάσχεσης της τουρκικής επιθετικότητας, καθώς και επιβεβαίωσης της γεωπολιτικής της οντότητας, και δεν είχε προχωρήσει στο δίκτυο των διμερών ή τριμερών διακρατικών συμφωνιών, σήμερα θα ήταν σε σημαντικά δυσμενή θέση. Η πρόκληση, όμως, που έχει προς μελέτη ενόψει η ελληνική διεθνής πο λιτική είναι το σενάριο αποσταθεροποίησης των Βαλκανίων σε πρώτη φάση και σε ύστερη το σενάριο αποσταθεροποίησης της Τουρκίας.
Σχετικά με τη Βαλκανική, για την οποία η Ουάσινγκτον στέλνει συνεχή μηνύματα με δημόσια διπλωματία για τον ηγετικό ρόλο που καλείται να παίξει η Ελλάδα, το ζήτημα επικεντρώνεται στα Δυτικά Βαλκάνια και όχι στη διαδρομή Βουλγαρία - Ρουμανία. Η μεταψυχροπολεμική θερμή επέμβαση της Δύσης, με παρότρυνση του επιθετικού τότε Βερολίνου για τον τρόπο διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας και η Συμφωνία του Ντέιτον, που έκλεισε τις στρατιωτικές επιχειρήσεις, άφησε μια σειρά από «μαύρες τρύπες».
Τριάντα χρόνια μετά και με δεδομένο το γαλλικό βέτο που ασκήθηκε για την ένταξη χωρών των Δυτικών Βαλκανίων, όπως η Αλβανία ή η Β. Μακεδονία, στην Ένωση, οι «μαύρες τρύπες» αυτές μπορούν να οδηγήσουν σε νέα αποσταθεροποίηση και αλλαγές συνόρων. Υπάρχουν δύο «αποτυχημένα κράτη» (failed state) που δημιουργήθηκαν, η Βοσνία - Ερζεγοβίνη και το Κόσοβο, και ένα με μειωμένη συνοχή, παρά τον συμβιβασμό της Ελλάδας με τη Συμφωνία των Πρεσπών, η Βόρεια Μακεδονία. Τα εδάφη των τριών αυτών κρατών μπορούν να διεκδικηθούν σε μια διελκυστίνδα μεταξύ Σερβίας, Αλβανίας και Βουλγαρίας και στη διαμόρφωση μιας τελικής «τάξης πραγμάτων» στη γεωπολιτική περιοχή. Αν η Ελλάδα επιμείνει και δραστηριοποιηθεί για την αποτροπή τέτοιων εξελίξεων, χρειάζεται έναν «κρίσιμο σύμμαχο».
Αυτός δεν μπορεί να είναι άλλος από την Ιταλία. Με τον Μ. Ντράγκι στην ηγεσία της γειτονικής χώρας και τον Κ. Μητσοτάκη στην πρωθυπουργία στη χώρα μας, θα ήταν ευκταία μια συμφωνία των δύο χωρών για από κοινού διπλωματική δράση και μεσολάβηση για τη σταθερότητα στη Βαλκανική. Υπό την «ομπρέλα» των ΗΠΑ, ολόκληρη η Βαλκανική, αλλά κυρίως η δυτική ζώνη, θα μπορούσε να αποτελέσει μια κοινότητα με ευρωπαϊκούς κανόνες λειτουργίας ως προς το Δίκαιο και τις οικονομικές και τραπεζικές συναλλαγές και με ειδικό, ευνοϊκό καθεστώς σε σχέση με την Ενωση, αλλά και τις ΗΠΑ στην κίνηση εμπορευμάτων κεφαλαίων, επενδύσεων εμπορικών και τεχνολογικών συναλλαγών, εθνικής και εσωτερικής ασφάλειας - κάτι σαν «υποσύστημα» της Ε.Ε. Οι επιμέρους διμερείς συμφωνίες που συνυπέγραψαν τόσο η Ελλάδα όσο τώρα πλέον και η Ιταλία με τη Γαλλία συνδυάζουν την κεντρική αυτή ευρωπαϊκή και μεσογειακή δύναμη με το όλο εγχείρημα.
Οι μέχρι τώρα κινήσεις και επιλογές και η επίμονη στρατηγική που ακολουθεί η Αθήνα με τις περιφερειακές συμφωνίες στο πεδίο της Ανατολικής Μεσογείου και τις κεντρικές συμφωνίες με ΗΠΑ και Γαλλία τής προσέδωσαν κύρος, αποτρεπτική ισχύ και δυνατότητα παρέμβασης στις εν γένει εξελίξεις. Το στενά νοούμενο «εθνικό συμφέρον», ως μοναδική ατραπός στη χάραξη της εξωτερικής πολιτικής της χώρας και τη διαμόρφωση στρατηγικής, που ακολούθησαν διαδοχικές κυβερνήσεις τα τελευταία 40 χρόνια, μιλώντας σε όλα τα πεδία και αζιμούθια αποκλειστικά για την ελληνοτουρκική διαφορά και το Κυπριακό, αργότερα και το Σκοπιανό, επιμένοντας απλώς ότι η Ελλάδα ως παλαιό μέλος του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε. δικαιούται προστασίας από τους συμμάχους, δεν θα ήταν καθόλου επαρκής προσέγγιση για τις συνθήκες του σήμερα.
Αντίθετα, σε επίπεδο πρωθυπουργού και ηγεσίας, στο υπουργείο Εξωτερικών οι κ. Μητσοτάκης και Δένδιας κινούνται με επάρκεια, δυναμισμό και, προπάντων, τη δέουσα ταχύτητα για να προλάβουν εξελίξεις, δυναμικές και συσχετισμούς που αλλάζουν συνεχώς ή επαναδιατυπώνονται. Είναι εμφανές ότι, αν η Ελλάδα στη στρατηγική της παρέμενε «εγκλωβισμένη» στο αξίωμα της μοναδικής «επένδυσης» στους πολυμερείς οργανισμούς του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε. και σε μια πολυδιάστατη, αλλά χωρίς χαρακτήρα, εξωτερική πολιτική ως όπλο ανάσχεσης της τουρκικής επιθετικότητας, καθώς και επιβεβαίωσης της γεωπολιτικής της οντότητας, και δεν είχε προχωρήσει στο δίκτυο των διμερών ή τριμερών διακρατικών συμφωνιών, σήμερα θα ήταν σε σημαντικά δυσμενή θέση. Η πρόκληση, όμως, που έχει προς μελέτη ενόψει η ελληνική διεθνής πο λιτική είναι το σενάριο αποσταθεροποίησης των Βαλκανίων σε πρώτη φάση και σε ύστερη το σενάριο αποσταθεροποίησης της Τουρκίας.
Σχετικά με τη Βαλκανική, για την οποία η Ουάσινγκτον στέλνει συνεχή μηνύματα με δημόσια διπλωματία για τον ηγετικό ρόλο που καλείται να παίξει η Ελλάδα, το ζήτημα επικεντρώνεται στα Δυτικά Βαλκάνια και όχι στη διαδρομή Βουλγαρία - Ρουμανία. Η μεταψυχροπολεμική θερμή επέμβαση της Δύσης, με παρότρυνση του επιθετικού τότε Βερολίνου για τον τρόπο διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας και η Συμφωνία του Ντέιτον, που έκλεισε τις στρατιωτικές επιχειρήσεις, άφησε μια σειρά από «μαύρες τρύπες».
Τριάντα χρόνια μετά και με δεδομένο το γαλλικό βέτο που ασκήθηκε για την ένταξη χωρών των Δυτικών Βαλκανίων, όπως η Αλβανία ή η Β. Μακεδονία, στην Ένωση, οι «μαύρες τρύπες» αυτές μπορούν να οδηγήσουν σε νέα αποσταθεροποίηση και αλλαγές συνόρων. Υπάρχουν δύο «αποτυχημένα κράτη» (failed state) που δημιουργήθηκαν, η Βοσνία - Ερζεγοβίνη και το Κόσοβο, και ένα με μειωμένη συνοχή, παρά τον συμβιβασμό της Ελλάδας με τη Συμφωνία των Πρεσπών, η Βόρεια Μακεδονία. Τα εδάφη των τριών αυτών κρατών μπορούν να διεκδικηθούν σε μια διελκυστίνδα μεταξύ Σερβίας, Αλβανίας και Βουλγαρίας και στη διαμόρφωση μιας τελικής «τάξης πραγμάτων» στη γεωπολιτική περιοχή. Αν η Ελλάδα επιμείνει και δραστηριοποιηθεί για την αποτροπή τέτοιων εξελίξεων, χρειάζεται έναν «κρίσιμο σύμμαχο».
Αυτός δεν μπορεί να είναι άλλος από την Ιταλία. Με τον Μ. Ντράγκι στην ηγεσία της γειτονικής χώρας και τον Κ. Μητσοτάκη στην πρωθυπουργία στη χώρα μας, θα ήταν ευκταία μια συμφωνία των δύο χωρών για από κοινού διπλωματική δράση και μεσολάβηση για τη σταθερότητα στη Βαλκανική. Υπό την «ομπρέλα» των ΗΠΑ, ολόκληρη η Βαλκανική, αλλά κυρίως η δυτική ζώνη, θα μπορούσε να αποτελέσει μια κοινότητα με ευρωπαϊκούς κανόνες λειτουργίας ως προς το Δίκαιο και τις οικονομικές και τραπεζικές συναλλαγές και με ειδικό, ευνοϊκό καθεστώς σε σχέση με την Ενωση, αλλά και τις ΗΠΑ στην κίνηση εμπορευμάτων κεφαλαίων, επενδύσεων εμπορικών και τεχνολογικών συναλλαγών, εθνικής και εσωτερικής ασφάλειας - κάτι σαν «υποσύστημα» της Ε.Ε. Οι επιμέρους διμερείς συμφωνίες που συνυπέγραψαν τόσο η Ελλάδα όσο τώρα πλέον και η Ιταλία με τη Γαλλία συνδυάζουν την κεντρική αυτή ευρωπαϊκή και μεσογειακή δύναμη με το όλο εγχείρημα.