Μπορούμε να έχουμε σχέσεις με τη Ρωσία ως «στενοί σύμμαχοι» των ΗΠΑ;
H θεώρηση περί «ειδικής σχέσης» με τη Ρωσία δοκιμάσθηκε μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου
Yπήρξε αρκετό διπλωματικό «κουτσομπολιό» σχετικά με την επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού στη Ρωσία και τις συνομιλίες με τον πρόεδρο Πούτιν στο Σότσι. Ποιο το περιεχόμενο στην ατζέντα των συζητήσεων. Τι πιθανότητες υπάρχουν για «καλά νέα» από την κεντρική δύναμη του Βορρά. Ποια περιθώρια υπάρχουν για συνεννοήσεις με τη Ρωσία, από τη στιγμή που η Ελλάδα δεσπόζει ως «στενός σύμμαχος» των ΗΠΑ, με διάσπαρτες στρατιωτικές βάσεις στο έδαφός της.
Πέραν της Σούδας, αναπτύσσει και βάση των ΗΠΑ, με χρήση του τοπικού, πολυσήμαντου γεωστρατηγικά λιμανιού στην Αλεξανδρούπολη, γεγονός που ενοχλεί τη Μόσχα στο πεδίο της Μαύρης Θάλασσας. Επίσης, πώς είναι δυνατόν να εξυπηρετηθούν οι αυξημένες ενεργειακές ανάγκες της Ελλάδας, που καλύπτονται σε μεγάλο βαθμό από τα ρωσικά αποθέματα φυσικού αερίου, τη στιγμή που ο Έλληνας υπουργός επί των Στρατιωτικών προχωρά σε απολύτως ευθυγραμμισμένες με το «σκεπτικό» του ΝΑΤΟ δηλώσεις.
Όλα αυτά τα ερωτήματα και οι διάφορες απαντήσεις που δόθηκαν ή συζητήθηκαν δημιούργησαν μια ευρύτερη κουβέντα στην Αθήνα, που τελικά όμως δεν σχετίζεται με τις δυνατότητες ύπαρξης ή ανάπτυξης σχέσεων της Ελλάδας με τη Ρωσία στα πεδία, για παράδειγμα, του τουρισμού, του εμπορίου αγροτικών και νωπών προϊόντων, την ενεργειακή επάρκεια της Ελλάδας, το Κυπριακό, τη διεθνή διπλωματία. Αλλά με μια θεώρηση που κυριαρχεί κατά περιόδους στα στέκια, στα γραφεία και στους διαδρόμους πέριξ ή εντός του υπουργείου Εξωτερικών, του πρωθυπουργικού Γραφείου ή του Κοινοβουλίου.
Και σε διάφορες επίσημες, ημιεπίσημες και, φυσικά, ανεπίσημες «μαζώξεις» στις ξένες πρεσβείες που έχουν τη βάση τους στην ελληνική πρωτεύουσα. Σύμφωνα με τη θεώρηση αυτή, για να είναι διακριτή και αυτόνομη η Ελλάδα, ισχυρή στις διεκδικήσεις της ως προς τα εθνικά της συμφέροντα, θα πρέπει να βρίσκεται ανάμεσα στις μεγάλες Δυνάμεις, ασκώντας μια «πολυμερή» , άρα αναξιόπιστη για την καθεμία από αυτές ξεχωριστά, διπλωματία.
Τουτέστιν, να έχει «ειδικές σχέσεις» με τη Ρωσία ως «κρυφός σύμμαχος» στη ΝΑΤΟϊκή «ομπρέλα», για ειδικές αποστολές «διαμεσολάβησης», στη λογική του «επιτήδειου ουδέτερου». Σε ανάλογες ατραπούς κινείται η ίδια θεώρηση και στην περίπτωση της «ειδικής σχέσης» με τη Γαλλία ως έκφανση «ουδετερότητας» απέναντι στις ΗΠΑ, λες και Γαλλία - ΗΠΑ δεν έχουν τον δικό τους κεντρικό συντονισμό, που καθορίζει και τα περιθώρια πολιτικής της Ελλάδας, για τις «ζώνες επιρροής». Η θεώρηση αυτή από πολλούς έχει χαρακτηρισθεί «επαρχιωτισμός». Στην ουσία, είναι μια «διπλωματία Ρωμιών», με φαναριώτικο χαρακτήρα -ανάμεσα στη Δύση και την Ανατολή-, και όχι μια διπλωματία του εθνικού κράτους των Ελλήνων. Είναι μια θεώρηση που μεταπολεμικά οδήγησε την Ελλάδα να θεωρείται «συμπλήρωμα» γεωπολιτικά της Τουρκίας. Η θεώρηση αυτή περί «ειδικής σχέσης» με τη Ρωσία δοκιμάσθηκε, άλλωστε, μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, σε επίπεδο στρατηγικής, σε δύο διαφορετικές ως προς τη διεθνή συγκυρία περιόδους. Η πρώτη επί διακυβέρνησης Καραμανλή του νεότερου (2004-2009), με έμφαση στους αγωγούς και τα ενεργειακά, και η δεύτερη τους πρώτους μήνες της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ (με ΑΝ.ΕΛ.), με Λαφαζάνη και Κωνσταντοπούλου ακόμη στον κυβερνητικό συνασπισμό, το 2015, για τη στήριξη στην ανάσχεση της χρεοκοπίας και στα δημοσιονομικά. Και στις δύο περιπτώσεις, ο προερχόμενος από το ρωσικό «βαθύ κράτος» Πούτιν, που και σήμερα κυβερνά τη μεγάλη δύναμη του Βορρά, αντιμετώπισε τους Έλληνες κυβερνώντες με «χαμόγελο και κατανόηση», χωρίς όμως να επιχειρήσει καν να τους παρακολουθήσει στις προσεγγίσεις τους, γνωρίζοντας -ως ρεαλιστής και κυνικός- τους «κανόνες του παιχνιδιού».
Σήμερα, πλέον, ο κ. Μητσοτάκης, ένας πρωθυπουργός με πεποίθηση και ενάργεια στη θέση και στον ρόλο που έχει ενσυνείδητα η Ελλάδα στη διεθνή πολιτική της, πήγε στη Μόσχα με την εξής βασική τοποθέτηση: «Η Ελλάδα προφανώς δεσμεύεται από τις συλλογικές αποφάσεις που λαμβάνονται στα δύο υπερεθνικά όργανα (Ε.Ε. - ΝΑΤΟ), χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η Ελλάδα δεν έχει και δεν επιδιώκει να έχει καλές διμερείς συμφωνίες με τη Ρωσία».
Από την πλευρά του, ο Ρώσος πρόεδρος απάντησε: «Στο μέλλον θα αξιοποιήσουμε τη στήριξη των Ελλήνων φίλων μας, με στόχο να παίξουν θετικό ρόλο στις σχέσεις μας με αυτά τα δύο μπλοκ (Ε.Ε. - ΝΑΤΟ)». Η συνάντησή τους στο Σότσι εξελίχθηκε λίγες ώρες μετά την πολύωρη συνομιλία Πούτιν - Μπάιντεν, ενώ ο Έλληνας πρωθυπουργός στη διαδρομή Αθήνα - Ιερουσαλήμ - Σότσι είχε συνομιλία με τον υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ, κ. Μπλίνκεν.
Πέραν της Σούδας, αναπτύσσει και βάση των ΗΠΑ, με χρήση του τοπικού, πολυσήμαντου γεωστρατηγικά λιμανιού στην Αλεξανδρούπολη, γεγονός που ενοχλεί τη Μόσχα στο πεδίο της Μαύρης Θάλασσας. Επίσης, πώς είναι δυνατόν να εξυπηρετηθούν οι αυξημένες ενεργειακές ανάγκες της Ελλάδας, που καλύπτονται σε μεγάλο βαθμό από τα ρωσικά αποθέματα φυσικού αερίου, τη στιγμή που ο Έλληνας υπουργός επί των Στρατιωτικών προχωρά σε απολύτως ευθυγραμμισμένες με το «σκεπτικό» του ΝΑΤΟ δηλώσεις.
Όλα αυτά τα ερωτήματα και οι διάφορες απαντήσεις που δόθηκαν ή συζητήθηκαν δημιούργησαν μια ευρύτερη κουβέντα στην Αθήνα, που τελικά όμως δεν σχετίζεται με τις δυνατότητες ύπαρξης ή ανάπτυξης σχέσεων της Ελλάδας με τη Ρωσία στα πεδία, για παράδειγμα, του τουρισμού, του εμπορίου αγροτικών και νωπών προϊόντων, την ενεργειακή επάρκεια της Ελλάδας, το Κυπριακό, τη διεθνή διπλωματία. Αλλά με μια θεώρηση που κυριαρχεί κατά περιόδους στα στέκια, στα γραφεία και στους διαδρόμους πέριξ ή εντός του υπουργείου Εξωτερικών, του πρωθυπουργικού Γραφείου ή του Κοινοβουλίου.
Και σε διάφορες επίσημες, ημιεπίσημες και, φυσικά, ανεπίσημες «μαζώξεις» στις ξένες πρεσβείες που έχουν τη βάση τους στην ελληνική πρωτεύουσα. Σύμφωνα με τη θεώρηση αυτή, για να είναι διακριτή και αυτόνομη η Ελλάδα, ισχυρή στις διεκδικήσεις της ως προς τα εθνικά της συμφέροντα, θα πρέπει να βρίσκεται ανάμεσα στις μεγάλες Δυνάμεις, ασκώντας μια «πολυμερή» , άρα αναξιόπιστη για την καθεμία από αυτές ξεχωριστά, διπλωματία.
Τουτέστιν, να έχει «ειδικές σχέσεις» με τη Ρωσία ως «κρυφός σύμμαχος» στη ΝΑΤΟϊκή «ομπρέλα», για ειδικές αποστολές «διαμεσολάβησης», στη λογική του «επιτήδειου ουδέτερου». Σε ανάλογες ατραπούς κινείται η ίδια θεώρηση και στην περίπτωση της «ειδικής σχέσης» με τη Γαλλία ως έκφανση «ουδετερότητας» απέναντι στις ΗΠΑ, λες και Γαλλία - ΗΠΑ δεν έχουν τον δικό τους κεντρικό συντονισμό, που καθορίζει και τα περιθώρια πολιτικής της Ελλάδας, για τις «ζώνες επιρροής». Η θεώρηση αυτή από πολλούς έχει χαρακτηρισθεί «επαρχιωτισμός». Στην ουσία, είναι μια «διπλωματία Ρωμιών», με φαναριώτικο χαρακτήρα -ανάμεσα στη Δύση και την Ανατολή-, και όχι μια διπλωματία του εθνικού κράτους των Ελλήνων. Είναι μια θεώρηση που μεταπολεμικά οδήγησε την Ελλάδα να θεωρείται «συμπλήρωμα» γεωπολιτικά της Τουρκίας. Η θεώρηση αυτή περί «ειδικής σχέσης» με τη Ρωσία δοκιμάσθηκε, άλλωστε, μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, σε επίπεδο στρατηγικής, σε δύο διαφορετικές ως προς τη διεθνή συγκυρία περιόδους. Η πρώτη επί διακυβέρνησης Καραμανλή του νεότερου (2004-2009), με έμφαση στους αγωγούς και τα ενεργειακά, και η δεύτερη τους πρώτους μήνες της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ (με ΑΝ.ΕΛ.), με Λαφαζάνη και Κωνσταντοπούλου ακόμη στον κυβερνητικό συνασπισμό, το 2015, για τη στήριξη στην ανάσχεση της χρεοκοπίας και στα δημοσιονομικά. Και στις δύο περιπτώσεις, ο προερχόμενος από το ρωσικό «βαθύ κράτος» Πούτιν, που και σήμερα κυβερνά τη μεγάλη δύναμη του Βορρά, αντιμετώπισε τους Έλληνες κυβερνώντες με «χαμόγελο και κατανόηση», χωρίς όμως να επιχειρήσει καν να τους παρακολουθήσει στις προσεγγίσεις τους, γνωρίζοντας -ως ρεαλιστής και κυνικός- τους «κανόνες του παιχνιδιού».
Σήμερα, πλέον, ο κ. Μητσοτάκης, ένας πρωθυπουργός με πεποίθηση και ενάργεια στη θέση και στον ρόλο που έχει ενσυνείδητα η Ελλάδα στη διεθνή πολιτική της, πήγε στη Μόσχα με την εξής βασική τοποθέτηση: «Η Ελλάδα προφανώς δεσμεύεται από τις συλλογικές αποφάσεις που λαμβάνονται στα δύο υπερεθνικά όργανα (Ε.Ε. - ΝΑΤΟ), χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η Ελλάδα δεν έχει και δεν επιδιώκει να έχει καλές διμερείς συμφωνίες με τη Ρωσία».
Από την πλευρά του, ο Ρώσος πρόεδρος απάντησε: «Στο μέλλον θα αξιοποιήσουμε τη στήριξη των Ελλήνων φίλων μας, με στόχο να παίξουν θετικό ρόλο στις σχέσεις μας με αυτά τα δύο μπλοκ (Ε.Ε. - ΝΑΤΟ)». Η συνάντησή τους στο Σότσι εξελίχθηκε λίγες ώρες μετά την πολύωρη συνομιλία Πούτιν - Μπάιντεν, ενώ ο Έλληνας πρωθυπουργός στη διαδρομή Αθήνα - Ιερουσαλήμ - Σότσι είχε συνομιλία με τον υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ, κ. Μπλίνκεν.