Η μεγάλη διαφορά Ελλάδας με Τουρκία
Η χώρα μας δεν θέλει πόλεμο, αλλά, το σημαντικότερο, δεν διεκδικεί επιπλέον σύνορα. Την ενδιαφέρει η ασφάλειά της
Όσο ανεβαίνουν οι τόνοι της επιθετικότητας και της επιβουλής της Τουρκίας σε βάρος της εθνικής κυριαρχίας και των συνόρων της Ελλάδας, τόσο με πιο ουσιώδη τρόπο -και εκ των πραγμάτων- τίθενται κρίσιμα και ζωτικής σημασίας γεωπολιτικά ζητήματα στο τρίγωνο Μέση Ανατολή (Ασία) - Νότια Ευρώπη - Αφρική, στο κομμάτι που συνδέονται και επικοινωνούν μέσω της Μεσογείου. Η Τουρκία επιδιώκει να χαράξει νέα σύνορα σε βάρος των άλλων χωρών, ουδέτερες - αποστρατιωτικοποιημένες ζώνες στη Συρία ή στο ελληνικό αρχιπέλαγος του Αιγαίου, να επιβάλει θαλάσσιες ζώνες αυθαιρέτως, που να διχοτομούν ολόκληρη την Ανατολική Μεσόγειο, όπως η ΑΟΖ Τουρκίας - Λιβύης, να δημιουργήσει αρνητικά, διασπαστικά δεδομένα εντός της επικράτειας του Ισραήλ, με αιχμή του δόρατος την εξτρεμιστική παλαιστινιακή οργάνωση της «Χαμάς», και της Αιγύπτου, αξιοποιώντας την κοινωνική ισλαμική επιρροή της «Μουσουλμανικής Αδελφότητας». Να χειρισθεί χώρες όπως η Λιβύη ή ο Λίβανος, να αποκλείσει κρατικές οντότητες, όπως το εν δυνάμει κράτος των Κούρδων, ή να διχοτομήσει με προσάρτηση μέρους τους υπαρκτά κράτη, όπως η Κύπρος.
Επίσης, η Τουρκία κινείται επιθετικά στη ζώνη του Καυκάσου, επιχειρεί από τα «θερμά νερά» να πολιορκήσει την Αίγυπτο, να αναπτύξει δυναμική στην Αφρική, τα Βαλκάνια και την Κεντρική Ασία, με ορίζοντα το Αφγανιστάν των Ταλιμπάν, με τους οποίους συζητούσε μαζί με την Τεχεράνη, παραπλανώντας, όπως απεδείχθη, τους Αμερικανούς, ενώ διατηρεί στρατηγική συμμαχία και στρατιωτικού τύπου με το Πακιστάν. Πέραν αυτών, εκτιμώντας η Τουρκία την οντότητά της ως «αυτοκρατορίας σε διαδικασία αναβίωσης», αν και μέλος του ΝΑΤΟ, στέκεται ανάμεσα στις ΗΠΑ, τη Ρωσία και την Κίνα και προβάλλοντας ένα καθεστώς «επιτήδειας ουδετερότητας» επιδιώκει να επιβάλει τους όρους της υπέρ της ενίσχυσης του δικού της «αυτοκρατορικού» ρόλου εναντίον και υπέρ όλων, κατά περίπτωση.
Η Τουρκία παραμένει μέλος του ΝΑΤΟ, καθιστώντας όμως με τους χειρισμούς και τις προσεγγίσεις της την οντότητά της ως ενός απολύτως «αναξιόπιστου συμμάχου», τόσο με την άρνησή της να αναλάβει κυρώσεις μετά την εισβολή στην Ουκρανία σε βάρος της Ρωσίας όσο και με το «βέτο» που ασκεί ως προς την ένταξη της Σουηδίας και της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ, ενώ ήδη έχει «σπάσει» τον δεσμό της Συμμαχίας με την αγορά και τη διατήρηση σε πλήρη επιχειρησιακή ισχύ των ρωσικών πυραυλικών συστημάτων S-400. Ουδείς στην παρούσα, αλλά και στην προηγούμενη αυτής φάση δεν μπορεί να εγγυηθεί το κατά πόσον η Τουρκία παραδίδει σχέδια και πλάνα της «δυτικής συμμαχίας» στους Ρώσους και τους Κινέζους, αποκτώντας οικονομικά και ενεργειακά πλεονεκτήματα.
Επίσης, η Τουρκία, χωρίς προσχήματα πλέον, επί του συνόλου του συστήματος διοίκησής της και όχι μόνον ως καθεστώς Ερντογάν, δείχνει αποφασισμένη να προχωρήσει σε πόλεμο, χωρίς να λαμβάνει υπόψη της τις πρόνοιες και τις αποφάσεις του Διεθνούς Δικαίου και του ΟΗΕ, προκειμένου να επιβάλει σύνορα και ζώνες επιρροής σε ευρύτερες γεωπολιτικές περιοχές.
Και εδώ βρίσκεται η μεγάλη διαφορά από την Ελλάδα. Η χώρα μας δεν θέλει πόλεμο, αλλά, το σημαντικότερο, δεν διεκδικεί επιπλέον σύνορα. Την ενδιαφέρει, επίσης επί του συνόλου του πολιτικού της συστήματος, η ασφάλειά της, αλλά όχι η επέκταση των συνόρων της. Ακόμα και αν τελικά, στη βάση της παγκόσμιας αναδιάταξης που ξεκίνησε από την Ουκρανία, υπάρξουν νέα σύνορα σε ευρύτερες περιοχές, η Ελλάδα δεν έχει λόγο, αλλά ούτε πεποίθηση να επεκτείνει τα σημερινά της σύνορα. Η στρατηγική της προσβλέπει στην ποιοτική αναβάθμιση και την εξέλιξη της ζωής και του βιοτικού επιπέδου, σε συνδυασμό με τον εκσυγχρονισμό της υπάρχουσας κρατικής της οντότητας, επιχειρώντας, ως παράγων σταθερότητας της «δυτικής συμμαχίας», όπως έκανε και στη Βαλκανική, να συνδράμει στη συλλογική γεωπολιτική ασφάλεια των ευρύτερων περιοχών της Μεσογείου, όπου εμπλέκεται ήδη. Στην περίπτωση όμως πολέμου με την Τουρκία, αν κάτι τέτοιο επιλέξει η Άγκυρα, η Ελλάδα μπορεί να αποτελέσει τη μοιραία εμπλοκή για την Τουρκία, ως προς την αναδιάρθρωση των συνόρων της σε συνθήκες πλήρους χάους και σύγκρουσης των μειονοτήτων στο εσωτερικό της.
Υπάρχει ένα κρίσιμο ζήτημα που καλούνται στο επερχόμενο τέλος των στρατιωτικών επιχειρήσεων στην Ουκρανία να αποφασίσουν οι Αμερικανοί, αλλά και οι ευρωπαϊκές δυνάμεις. Θα επιτρέψουν στην Τουρκία να παραμείνει «αστάθμητος παράγων» σε βάρος σειράς συμμάχων τους στις εν λόγω περιοχές, εκβιαζόμενες τελικά και οι ίδιες οι ΗΠΑ από τον «αυτοκρατορικό Φρανκενστάιν» που θα έχουν επιτρέψει, ή θα προκρίνουν μια νέα «Ρax Americana» -ενδεχομένως με επέκταση και του διεθνούς ΝΑΤΟ- στις ζώνες και στα συμπλέγματα συμφερόντων που συνδέονται με τη Μεσόγειο και τις ενεργητικές συμμαχίες μαζί τους;
Επίσης, η Τουρκία κινείται επιθετικά στη ζώνη του Καυκάσου, επιχειρεί από τα «θερμά νερά» να πολιορκήσει την Αίγυπτο, να αναπτύξει δυναμική στην Αφρική, τα Βαλκάνια και την Κεντρική Ασία, με ορίζοντα το Αφγανιστάν των Ταλιμπάν, με τους οποίους συζητούσε μαζί με την Τεχεράνη, παραπλανώντας, όπως απεδείχθη, τους Αμερικανούς, ενώ διατηρεί στρατηγική συμμαχία και στρατιωτικού τύπου με το Πακιστάν. Πέραν αυτών, εκτιμώντας η Τουρκία την οντότητά της ως «αυτοκρατορίας σε διαδικασία αναβίωσης», αν και μέλος του ΝΑΤΟ, στέκεται ανάμεσα στις ΗΠΑ, τη Ρωσία και την Κίνα και προβάλλοντας ένα καθεστώς «επιτήδειας ουδετερότητας» επιδιώκει να επιβάλει τους όρους της υπέρ της ενίσχυσης του δικού της «αυτοκρατορικού» ρόλου εναντίον και υπέρ όλων, κατά περίπτωση.
Η Τουρκία παραμένει μέλος του ΝΑΤΟ, καθιστώντας όμως με τους χειρισμούς και τις προσεγγίσεις της την οντότητά της ως ενός απολύτως «αναξιόπιστου συμμάχου», τόσο με την άρνησή της να αναλάβει κυρώσεις μετά την εισβολή στην Ουκρανία σε βάρος της Ρωσίας όσο και με το «βέτο» που ασκεί ως προς την ένταξη της Σουηδίας και της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ, ενώ ήδη έχει «σπάσει» τον δεσμό της Συμμαχίας με την αγορά και τη διατήρηση σε πλήρη επιχειρησιακή ισχύ των ρωσικών πυραυλικών συστημάτων S-400. Ουδείς στην παρούσα, αλλά και στην προηγούμενη αυτής φάση δεν μπορεί να εγγυηθεί το κατά πόσον η Τουρκία παραδίδει σχέδια και πλάνα της «δυτικής συμμαχίας» στους Ρώσους και τους Κινέζους, αποκτώντας οικονομικά και ενεργειακά πλεονεκτήματα.
Επίσης, η Τουρκία, χωρίς προσχήματα πλέον, επί του συνόλου του συστήματος διοίκησής της και όχι μόνον ως καθεστώς Ερντογάν, δείχνει αποφασισμένη να προχωρήσει σε πόλεμο, χωρίς να λαμβάνει υπόψη της τις πρόνοιες και τις αποφάσεις του Διεθνούς Δικαίου και του ΟΗΕ, προκειμένου να επιβάλει σύνορα και ζώνες επιρροής σε ευρύτερες γεωπολιτικές περιοχές.
Και εδώ βρίσκεται η μεγάλη διαφορά από την Ελλάδα. Η χώρα μας δεν θέλει πόλεμο, αλλά, το σημαντικότερο, δεν διεκδικεί επιπλέον σύνορα. Την ενδιαφέρει, επίσης επί του συνόλου του πολιτικού της συστήματος, η ασφάλειά της, αλλά όχι η επέκταση των συνόρων της. Ακόμα και αν τελικά, στη βάση της παγκόσμιας αναδιάταξης που ξεκίνησε από την Ουκρανία, υπάρξουν νέα σύνορα σε ευρύτερες περιοχές, η Ελλάδα δεν έχει λόγο, αλλά ούτε πεποίθηση να επεκτείνει τα σημερινά της σύνορα. Η στρατηγική της προσβλέπει στην ποιοτική αναβάθμιση και την εξέλιξη της ζωής και του βιοτικού επιπέδου, σε συνδυασμό με τον εκσυγχρονισμό της υπάρχουσας κρατικής της οντότητας, επιχειρώντας, ως παράγων σταθερότητας της «δυτικής συμμαχίας», όπως έκανε και στη Βαλκανική, να συνδράμει στη συλλογική γεωπολιτική ασφάλεια των ευρύτερων περιοχών της Μεσογείου, όπου εμπλέκεται ήδη. Στην περίπτωση όμως πολέμου με την Τουρκία, αν κάτι τέτοιο επιλέξει η Άγκυρα, η Ελλάδα μπορεί να αποτελέσει τη μοιραία εμπλοκή για την Τουρκία, ως προς την αναδιάρθρωση των συνόρων της σε συνθήκες πλήρους χάους και σύγκρουσης των μειονοτήτων στο εσωτερικό της.
Υπάρχει ένα κρίσιμο ζήτημα που καλούνται στο επερχόμενο τέλος των στρατιωτικών επιχειρήσεων στην Ουκρανία να αποφασίσουν οι Αμερικανοί, αλλά και οι ευρωπαϊκές δυνάμεις. Θα επιτρέψουν στην Τουρκία να παραμείνει «αστάθμητος παράγων» σε βάρος σειράς συμμάχων τους στις εν λόγω περιοχές, εκβιαζόμενες τελικά και οι ίδιες οι ΗΠΑ από τον «αυτοκρατορικό Φρανκενστάιν» που θα έχουν επιτρέψει, ή θα προκρίνουν μια νέα «Ρax Americana» -ενδεχομένως με επέκταση και του διεθνούς ΝΑΤΟ- στις ζώνες και στα συμπλέγματα συμφερόντων που συνδέονται με τη Μεσόγειο και τις ενεργητικές συμμαχίες μαζί τους;