Η Ρωσία, η Τουρκία και το Αιγαίο
Γιατί η Άγκυρα λειτουργεί ως «δούρειος ίππος» της Μόσχας, επιχειρώντας αποστρατιωτικοποίηση του Αιγαίου
Η Άγκυρα κλιµακώνει µε πρωτόγνωρο, ακόµα και για τη συνήθη, προκλητικά επιθετική στάση της έναντι της Ελλάδας ή της Κύπρου, την τακτική της, ρηµατικά ή επί του πεδίου, µε υπερπτήσεις σε ελληνικά νησιά του Αιγαίου, τη διεκδίκηση για «ουδετεροποίηση» - αποστρατιωτικοποίηση της ζώνης που συνδέει τη θαλάσσια διαδροµή Σουέζ - ∆αρδανέλια.
Σε ένα πρώτο επίπεδο ανάλυσης, η συγκεκριµένη κλιµάκωση έχει σχέση µε κάποιες πολιτικές της, σύµφωνα µε τις οποίες τα νησιά του Βορείου Αιγαίου και τα ∆ωδεκάνησα είναι περιοχές µειωµένης ή ελεγχόµενης κυριαρχίας της Ελλάδας, σε µια ιδιότυπη µετάφραση άρθρων της Συνθήκης της Λωζάννης ή των Παρισίων, που ήθελαν τη νησιωτική ζώνη ως αποστρατιωτικοποιηµένη, προκειµένου να µειώνονται οι εντάσεις µεταξύ των δύο χωρών στις συνθήκες ενός αιώνα πριν. Η Ελλάδα άλλαξε τα δεδοµένα ύστερα από µια σειρά επιθετικών ενεργειών από την Αγκυρα: Τη δεκαετία του 1970 η Τουρκία εισέβαλε στρατιωτικά στην Κύπρο, επί της οποίας κατέχει το βόρειο κοµµάτι µε στρατό, ενώ εξέλιξε εποικισµό. Ταυτόχρονα δηµιούργησε ζητήµατα µε την υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου, που οδήγησαν σε κρίσεις όπως αυτή του 1987. Επίσης, συγκρότησε τη στρατιά του Αιγαίου µε στόχο την απόβαση σε ελληνικά εδάφη, πέραν των σκοπιµοτήτων του ΝΑΤΟ. Στη συνέχεια, το 1995, όταν τέθηκε σε διεθνή ισχύ το νέο ∆ίκαιο της Θάλασσας, κήρυξε casus belli, προκάλεσε το στρατιωτικό επεισόδιο των Ιµίων και ανέπτυξε θεωρίες περί «γκρίζων ζωνών» δικαιοδοσίας στο Αιγαίο.
Στη βάση του άρθρου 51 του ΟΗΕ, περί νοµίµου άµυνας και ασφάλειας των εθνικών συνόρων, η Ελλάδα εξόπλισε στρατιωτικά τα νησιά. Στο θέµα των ∆ωδεκανήσων οι κατά καιρούς τουρκικοί ισχυρισµοί µοιάζουν µε γελοιότητες, αφού η Ελλάδα ανέλαβε την κυριαρχία των νησιών από την Ιταλία -ποια Τουρκία;- ως νικήτρια του Β’ Παγκόσµιου Πολέµου και, φυσικά, έχει πλήρη κυριαρχία σε αυτά. Στο πεδίο αυτό ανάλυσης, λοιπόν, υπάρχει µια συνέχεια τουρκικών θεωρήσεων αναθεωρητισµού και επεκτατισµού (ιµπεριαλισµού, σε άλλη διαλεκτική) σε βάρος της Ελλάδας, που τα τελευταία χρόνια συµπληρώθηκε από την ολιστική, αυτοκρατορικού τύπου, θεωρία περί «γαλάζιας πατρίδας» από την πλευρά της Τουρκίας, που δεν αφορά πλέον διµερώς την Ελλάδα και το Αιγαίο, αλλά τη Μεσόγειο και συστάδα χωρών και της εθνικής τους κυριαρχίας, όχι στη βάση του διεθνούς νόµου, αλλά ενός φαντασιακού imperium της Τουρκίας έναντι όλων, που παράγει και δεν εφαρµόζει δίκαιο. Στη βάση αυτή, τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς, αλλά ειδικά στο ΝΑΤΟ, προβάλλεται µια θεώρηση σύµφωνα µε την οποία η επιθετικότητα της Τουρκίας συνδέεται µε την προσπάθεια του καθεστώτος Ερντογάν να αυξήσει τη δηµοτικότητά του, ενόψει των επερχόµενων, σε περίπου έναν χρόνο, εκλογών και σε αντιπερισπασµό για τη νοµισµατική κατάρρευση της χώρας.
Υπάρχει, όµως, και ένα δεύτερο επίπεδο ανάλυσης, που είναι πιο προσαρµοσµένο στις διεθνείς συνθήκες που δηµιούργησε η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Σύµφωνα µε αυτήν, η Τουρκία αποτελεί «δούρειο ίππο» της Ρωσίας στη «δυτική συµµαχία». Η Τουρκία, που δεν εφαρµόζει κυρώσεις του ΝΑΤΟ ή της Ευρώπης στη Ρωσία, ασκεί «βέτο» στη διεύρυνση προς βορρά της Συµµαχίας, µε την ένταξη Σουηδίας - Φινλανδίας, και ταυτόχρονα δηµιουργεί µε την επιθετικότητά της απέναντι στην Ελλάδα «σχίσµα» στη νότια πτέρυγα της Συµµαχίας. Το κυριότερο, η Τουρκία ουσιαστικά λειτουργεί µε τη σύµπραξη της Ρωσίας, η οποία στο γεωπολιτικό επίπεδο «χειραγωγεί» την Τουρκία, όχι µόνον στο «µέτωπο» της Μεσογείου, αλλά και της Μεσοποταµίας (Συρία, Ιράκ) ή της Αφρικής (Λιβύη), που είναι επίσης σηµεία έντασης για την Αγκυρα. Στην περίπτωση, µάλιστα, που η Ρωσία πετύχει ένα καθεστώς αποστρατιωτικοποίησης των νησιών του Αιγαίου και των ∆ωδεκανήσων, ουσιαστικά θα έχει επιβάλει µια διεύρυνση de facto του καθεστώτος των ∆αρδανελίων και της Συνθήκης του Μοντρέ, χωρίς κανένα κόστος στη θαλάσσια ζώνη, που φθάνει µέχρι το Σουέζ. Γιατί η αποστρατιωτικοποίηση του Αιγαίου δεν είναι µόνον ελληνικό ζήτηµα κυριαρχίας, αλλά και κοµβικό ζήτηµα του ΝΑΤΟ και διµερώς των ΗΠΑ, της Γαλλίας, του Ισραήλ ή της Αιγύπτου. Ο Ερντογάν, όχι τυχαία, επιτίθεται στον Ελληνα πρωθυπουργό, Κ. Μητσοτάκη, για τη στενή σχέση µε τη «δυτική συµµαχία» και τις βάσεις των ΗΠΑ, µιλώντας στην ουσία ρωσικά, προσβλέποντας στο «δικέφαλο» των «ενδιάµεσων αυτοκρατοριών», µε τη Ρωσία να κοιτά ανατολικά και την Τουρκία δυτικά, την Κίνα να δεσπόζει στην Ασία και τη Γερµανία στην Ευρώπη, επιβάλλοντας στις ΗΠΑ έναν ιδιότυπο «αποµονωτισµό» πέραν του Ατλαντικού.
*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παραπολιτικά στις 18 Ιουνίου 2022
Σε ένα πρώτο επίπεδο ανάλυσης, η συγκεκριµένη κλιµάκωση έχει σχέση µε κάποιες πολιτικές της, σύµφωνα µε τις οποίες τα νησιά του Βορείου Αιγαίου και τα ∆ωδεκάνησα είναι περιοχές µειωµένης ή ελεγχόµενης κυριαρχίας της Ελλάδας, σε µια ιδιότυπη µετάφραση άρθρων της Συνθήκης της Λωζάννης ή των Παρισίων, που ήθελαν τη νησιωτική ζώνη ως αποστρατιωτικοποιηµένη, προκειµένου να µειώνονται οι εντάσεις µεταξύ των δύο χωρών στις συνθήκες ενός αιώνα πριν. Η Ελλάδα άλλαξε τα δεδοµένα ύστερα από µια σειρά επιθετικών ενεργειών από την Αγκυρα: Τη δεκαετία του 1970 η Τουρκία εισέβαλε στρατιωτικά στην Κύπρο, επί της οποίας κατέχει το βόρειο κοµµάτι µε στρατό, ενώ εξέλιξε εποικισµό. Ταυτόχρονα δηµιούργησε ζητήµατα µε την υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου, που οδήγησαν σε κρίσεις όπως αυτή του 1987. Επίσης, συγκρότησε τη στρατιά του Αιγαίου µε στόχο την απόβαση σε ελληνικά εδάφη, πέραν των σκοπιµοτήτων του ΝΑΤΟ. Στη συνέχεια, το 1995, όταν τέθηκε σε διεθνή ισχύ το νέο ∆ίκαιο της Θάλασσας, κήρυξε casus belli, προκάλεσε το στρατιωτικό επεισόδιο των Ιµίων και ανέπτυξε θεωρίες περί «γκρίζων ζωνών» δικαιοδοσίας στο Αιγαίο.
Στη βάση του άρθρου 51 του ΟΗΕ, περί νοµίµου άµυνας και ασφάλειας των εθνικών συνόρων, η Ελλάδα εξόπλισε στρατιωτικά τα νησιά. Στο θέµα των ∆ωδεκανήσων οι κατά καιρούς τουρκικοί ισχυρισµοί µοιάζουν µε γελοιότητες, αφού η Ελλάδα ανέλαβε την κυριαρχία των νησιών από την Ιταλία -ποια Τουρκία;- ως νικήτρια του Β’ Παγκόσµιου Πολέµου και, φυσικά, έχει πλήρη κυριαρχία σε αυτά. Στο πεδίο αυτό ανάλυσης, λοιπόν, υπάρχει µια συνέχεια τουρκικών θεωρήσεων αναθεωρητισµού και επεκτατισµού (ιµπεριαλισµού, σε άλλη διαλεκτική) σε βάρος της Ελλάδας, που τα τελευταία χρόνια συµπληρώθηκε από την ολιστική, αυτοκρατορικού τύπου, θεωρία περί «γαλάζιας πατρίδας» από την πλευρά της Τουρκίας, που δεν αφορά πλέον διµερώς την Ελλάδα και το Αιγαίο, αλλά τη Μεσόγειο και συστάδα χωρών και της εθνικής τους κυριαρχίας, όχι στη βάση του διεθνούς νόµου, αλλά ενός φαντασιακού imperium της Τουρκίας έναντι όλων, που παράγει και δεν εφαρµόζει δίκαιο. Στη βάση αυτή, τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς, αλλά ειδικά στο ΝΑΤΟ, προβάλλεται µια θεώρηση σύµφωνα µε την οποία η επιθετικότητα της Τουρκίας συνδέεται µε την προσπάθεια του καθεστώτος Ερντογάν να αυξήσει τη δηµοτικότητά του, ενόψει των επερχόµενων, σε περίπου έναν χρόνο, εκλογών και σε αντιπερισπασµό για τη νοµισµατική κατάρρευση της χώρας.
Υπάρχει, όµως, και ένα δεύτερο επίπεδο ανάλυσης, που είναι πιο προσαρµοσµένο στις διεθνείς συνθήκες που δηµιούργησε η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Σύµφωνα µε αυτήν, η Τουρκία αποτελεί «δούρειο ίππο» της Ρωσίας στη «δυτική συµµαχία». Η Τουρκία, που δεν εφαρµόζει κυρώσεις του ΝΑΤΟ ή της Ευρώπης στη Ρωσία, ασκεί «βέτο» στη διεύρυνση προς βορρά της Συµµαχίας, µε την ένταξη Σουηδίας - Φινλανδίας, και ταυτόχρονα δηµιουργεί µε την επιθετικότητά της απέναντι στην Ελλάδα «σχίσµα» στη νότια πτέρυγα της Συµµαχίας. Το κυριότερο, η Τουρκία ουσιαστικά λειτουργεί µε τη σύµπραξη της Ρωσίας, η οποία στο γεωπολιτικό επίπεδο «χειραγωγεί» την Τουρκία, όχι µόνον στο «µέτωπο» της Μεσογείου, αλλά και της Μεσοποταµίας (Συρία, Ιράκ) ή της Αφρικής (Λιβύη), που είναι επίσης σηµεία έντασης για την Αγκυρα. Στην περίπτωση, µάλιστα, που η Ρωσία πετύχει ένα καθεστώς αποστρατιωτικοποίησης των νησιών του Αιγαίου και των ∆ωδεκανήσων, ουσιαστικά θα έχει επιβάλει µια διεύρυνση de facto του καθεστώτος των ∆αρδανελίων και της Συνθήκης του Μοντρέ, χωρίς κανένα κόστος στη θαλάσσια ζώνη, που φθάνει µέχρι το Σουέζ. Γιατί η αποστρατιωτικοποίηση του Αιγαίου δεν είναι µόνον ελληνικό ζήτηµα κυριαρχίας, αλλά και κοµβικό ζήτηµα του ΝΑΤΟ και διµερώς των ΗΠΑ, της Γαλλίας, του Ισραήλ ή της Αιγύπτου. Ο Ερντογάν, όχι τυχαία, επιτίθεται στον Ελληνα πρωθυπουργό, Κ. Μητσοτάκη, για τη στενή σχέση µε τη «δυτική συµµαχία» και τις βάσεις των ΗΠΑ, µιλώντας στην ουσία ρωσικά, προσβλέποντας στο «δικέφαλο» των «ενδιάµεσων αυτοκρατοριών», µε τη Ρωσία να κοιτά ανατολικά και την Τουρκία δυτικά, την Κίνα να δεσπόζει στην Ασία και τη Γερµανία στην Ευρώπη, επιβάλλοντας στις ΗΠΑ έναν ιδιότυπο «αποµονωτισµό» πέραν του Ατλαντικού.
*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παραπολιτικά στις 18 Ιουνίου 2022