Πολλοί στην Αθήνα πιστεύουν σε έναν διάλογο με την Τουρκία που θα λύσει όλα τα προβλήματα. Αυτό δεν είναι κάτι καινούργιο. Σέρνεται ως προσέγγιση στην ελληνική πλευρά, σε πολιτικούς, διπλωματικούς και πανεπιστημιακούς κύκλους, για πάνω από μισό αιώνα. Ενίοτε, η προσέγγιση αυτή, στηριζόμενη ως «ψευδαίσθηση» και από την τουρκική παρασκηνιακή διπλωματία, κυριαρχεί και επηρεάζει και τις αποφάσεις και τις επιλογές των πρωθυπουργών της Ελλάδας. Κάθε φορά που ακολουθείται μια τέτοια τακτική, καταλήγει στη διαπίστωση «φρούδες ελπίδες» στην καλύτερη περίπτωση ή στη δυσμενέστερη σε βάρος των ελληνικών συμφερόντων (1997). Γιατί πολύ απλά η Τουρκία προχωρά ένα «βηματάκι» παραπέρα στις διεκδικήσεις της σε βάρος της χώρας μας. Η εμμονή της ελληνικής διπλωματίας και πολιτικής στη διαδικασία διαλόγου άνευ όρων ουσιαστικά με την Τουρκία έχει πάντα έναν στόχο: οι ελληνοτουρκικές σχέσεις να μπουν σε «ήρεμα νερά». Την ψευδαίσθηση αυτή κατά καιρούς την ενισχύουν και οι ηγεσίες «κεντρικών δυνάμεων» στην Ευρώπη ή οι ΗΠΑ, με δεδομένο ότι το «πάρκινγκ» της έντασης των δύο χωρών βοηθά στη σταθερότητα των περιφερειακών συσχετισμών και τις προτεραιότητες «μεγάλων δυνάμεων» της Δύσης στην Ανατολή. Πέραν αυτών, ηγεμονικές δυνάμεις στην Ευρώπη, όπως η Γερμανία, διατηρούν στρατηγική συμμαχία με την Τουρκία, ενώ έχουν υπό την οικονομική και νομισματική επιρροή τους, λόγω ευρωζώνης και όχι μόνον, την Ελλάδα. Ο διάλογος ως μεθοδολογία διεξόδου του ιστορικού ανταγωνισμού μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας είναι στην ουσία ένα «τανγκό». Άρα χρειάζεται δύο. Το γεωπολιτικό και διπλωματικό αυτό «τανγκό» ταυτόχρονα έχει μια βασική προϋπόθεση. Να θέλουν και οι δύο χώρες να μείνουν στα σημερινά τους σύνορα. Επίσης, οι όποιες προσαρμογές των συνόρων τους να γίνουν στη βάση των διατάξεων της εξέλιξης του Διεθνούς Δικαίου της θάλασσας. Αυτό σημαίνει επέκταση των ζωνών εθνικής δικαιοδοσίας σε αέρα και θάλασσα για την Ελλάδα στα 12 ν.μ. ή, όπου αλλού αυτό δεν είναι εφικτό στο Αιγαίο, με τη διαδικασία της «μέσης γραμμής» και οριοθέτηση ΑΟΖ, ζώνης οικονομικής εκμετάλλευσης, επίσης σε Αιγαίο και Μεσόγειο, των δύο χωρών με «consensus» και ενδεχομένως μέσω διεθνούς διαιτησίας, αλλά και πάλι στη βάση του Διεθνούς Δικαίου. Το πρόβλημα για την όποια τέτοια εξέλιξη είναι αφετηριακό. Η Τουρκία δεν δέχεται και δεν προσυπογράφει τις βασικές διεθνείς συνθήκες για τις οριοθετήσεις στη θάλασσα. Επιχειρεί στρατηγικά και τακτικά, είτε στη βάση του «δικαίου της ισχύος» (πόλεμος) είτε στη βάση -αυθαίρετα- του «δικαίου της γεωγραφίας» (υποταγή της Ελλάδας). Έτσι, κάθε προσπάθεια διαλόγου αποδεικνύεται είτε προσχηματική, όπως οι διερευνητικές, είτε αποπροσανατολιστική και επικίνδυνη τελικά, όπως η περίφημη «θετική ατζέντα» των εμπορικών και οικονομικών σχέσεων.

Η κλιμακούμενη ένταση απέναντι στην Ελλάδα και την Κύπρο, αλλά και στα μέτωπα της εγγύς Ανατολής (Συρία) δεν συμπίπτει μονοδιάστατα με τις επερχόμενες προεδρικές εκλογές στην Τουρκία. Αλλά με το ορόσημο που προβάλλει χρόνια η Τουρκία και μέσω της θεωρίας της «γαλάζιας πατρίδας», του 2023. Ενός αιώνα δηλαδή από το 1923 και τη Συνθήκη της Λωζάννης. Σύμφωνα με την τουρκική οπτική -και όχι μόνον του Ερντογάν-, η «αυτοκρατορική Τουρκία» μπορεί να επιβάλει μια νέα Συμφωνία σε βάρος Ελλάδας, Κύπρου, Αιγύπτου, Λιβύης, Αρμενίας, Συρίας (με πόλεμο), Κουρδιστάν (ως προς τον σχηματισμό εθνικού κράτους), δεσπόζουσα θέση στη ζώνη του τουρκολιβυκού μνημονίου στη Μεσόγειο, δεσπόζουσα θέση στους μουσουλμανικούς πληθυσμούς της Βαλκανικής και στους Άραβες, ειδική σχέση με Ουκρανία - Ρωσία στον Εύξεινο Πόντο, ηγεμονική διείσδυση στο Ισλάμ της Αφρικής, ζώνη επιρροής σε Ασία - Καύκασο μέχρι το Αφγανιστάν και την Κίνα (Ουιγούροι).

Το «στοίχημα» όμως που αναλαμβάνει έτσι η Άγκυρα είναι, αντί για μια τουρκική Λωζάννη (Μαντζικέρτ), να καταλήξει σε μια εκσυγχρονισμένη Συνθήκη των Σεβρών, σε βάρος της. Γιατί το «ανατολικό ζήτημα» που δημιουργεί εκ νέου (διεθνές γεωπολιτικό ζήτημα) λύνεται είτε μέσω της διάλυσης της Τουρκίας ως «μεγάλου ασθενούς» είτε μέσα από νικηφόρους πολέμους της στη Μεσοποταμία, αλλά και εναντίον της Ελλάδας, κάτι που είναι πολύ μεγάλη «παγίδα» για την «αυτοκρατορική» της δοξασία και μπορεί να καταλήξει σε ένα νέο Ναυαρίνο. Και στα δύο πάντως αυτά ενδεχόμενα, στη συνέχεια μπορεί να υπάρξουν μέσω διαλόγου «ήρεμα νερά» μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας…

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παραπολιτικά στις 25 Ιουνίου 2022