Τι φοβάται η Τουρκία
Αν επιτεθεί στην Ελλάδα, κινδυνεύει µε µια συντριπτική ήττα, τύπου Ναυαρίνου
Το «στρατηγικό βάθος» της Τουρκίας είναι στην Ανατολία. Το «στρατηγικό βάθος» της Ελλάδας είναι στη θάλασσα. Η Ελλάδα συνδέεται δοµικά µε την Κύπρο, που επίσης το «στρατηγικό βάθος» της βρίσκεται στη θάλασσα της Ανατολικής Μεσογείου. Το σύµπλεγµα Ελλάδας - Κύπρου αποτελεί τεράστιο «γεωπολιτικό πλεονέκτηµα», εφόσον οι δύο χώρες τοποθετούνται µε σταθερότητα στη ∆ύση.
Η Τουρκία στη στρατηγική της την τελευταία 15ετία παρέµεινε προσκολληµένη στις παραδοχές της γεωπολιτικής ισορροπίας του Ψυχρού Πολέµου, αυτού που εξελίχθηκε από το τέλος του Β’ Παγκοσµίου Πολέµου µέχρι την τελευταία δεκαετία του 20ού αιώνα. Σύµφωνα µε τις παραδοχές αυτές, που «χαρτογραφήθηκαν» ουσιαστικά στην παράλληλη ένταξη Τουρκίας και Ελλάδας στο ΝΑΤΟ, οι δύο χώρες για την Ατλαντική Συµµαχία (∆. Ευρώπη - ΗΠΑ) αποτελούσαν ενιαίο γεωπολιτικό χώρο, µε την Τουρκία, λόγω όγκου στις Ενοπλες ∆υνάµεις και στον στρατιωτικό εξοπλισµό της και βάθους στην Ανατολή, να διατηρεί µια ισορροπία 7 προς 10, σε όφελός της απέναντι στην Ελλάδα. Μετά τον Β’ Π.Π., η Τουρκία και παρά τη συµµετοχή της στο ΝΑΤΟ, όπως και η Ελλάδα, άρχισε µε συγκεκριµένες κινήσεις να ανεβάζει το δικό της «imperium» έναντι της διστακτικής και «κουρασµένης» αρχικά από τον πόλεµο, στο οποίο η Τουρκία δεν συµµετείχε, Ελλάδας.
Αφετηρία το 1955, µε τους διωγµούς των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης, το 1974 µε την εισβολή και κατοχή στη Βόρεια Κύπρο, στα µέσα της δεκαετίας του 1990 µε το «casus belli» και µετά το στρατιωτικό επεισόδιο στα Ιµια, µε τη θεωρία περί «γκρίζων ζωνών» στο Αιγαίο. Η επιθετική αυτή στρατηγική της Τουρκίας απέναντι στην επικράτεια και στα διεθνή δικαιώµατα των δύο κρατών του Ελληνισµού αντιµετωπίσθηκε από τις κυβερνήσεις της Αθήνας και της Λευκωσίας µε πολιτικούς τακτικισµούς, αµήχανες επικλήσεις περί ∆ιεθνούς ∆ικαίου και διάχυτη κουλτούρα «πασιφισµού», που δεν δηµιουργεί όµως συνθήκες ανάσχεσης σε «ιµπεριαλιστικές» δυνάµεις όπως η Τουρκία. Ισορροπίες χωρίς «διά ταύτα» ακολουθήθηκαν και από τον διεθνή συσχετισµό, είτε µιλάµε για τα χρόνια του Ψυχρού Πολέµου είτε για την εποχή της χρηµατοοικονοµικής παγκοσµιοποίησης, που ακολούθησε την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης. Το περίφηµο ως «δόγµα Λουνς» (πολιτική ίσων αποστάσεων) από τη δεκαετία του ’70 καθόρισε τους χειρισµούς στο ΝΑΤΟ, αποθρασύνοντας την Αγκυρα.
Το «στρατηγικό λάθος» της Τουρκίας στη διεθνή της πολιτική ξεκινά από το ιδιαίτερα δηµοφιλές «στρατηγικό βάθος» του Μ. Νταβούτογλου, που στην ουσία περιέγραφε την προοπτική της ανασύστασης της «οθωµανικής αυτοκρατορίας» ως συνέχεια της βυζαντινής µε επιρροή σε Ανατολή και ∆ύση. Βαλκάνια, Μεσόγειος, Καύκασος, Μέση Ανατολή, Αφρική. Ουσιαστικά, περιέγραφε ως στόχο µια περιφερειακή υπερδύναµη, επίκεντρο του «πολιτικού Ισλάµ», ενταγµένου στη ∆ύση και κυρίαρχου στην Ανατολή. Μια υπερβολική θεώρηση για την πραγµατικότητα της Τουρκίας, που βασιζόταν τότε στην αισιοδοξία και την αυτοπεποίθηση του ισλαµικού ΑΚΡ, υπό την ηγεσία Ερντογάν - Γκιουλέν, αλλά και στην «επένδυση» των ΗΠΑ και σηµαντικών δυνάµεων της Ευρώπης, όπως η Γερµανία, η Αγγλία ή η Ολλανδία, µε τη Ρωσία και την Κίνα από την πλευρά της Ευρασίας να εντάσσουν την Τουρκία στα οικονοµικά και ενεργειακά τους πλάνα.
Από την πλευρά τους οι ηγεσίες της Ελλάδας, άλλοτε µε ζεϊµπέκικα και άλλοτε µε κουµπαριές, επιβεβαίωναν τον συµπληρωµατικό ρόλο και τη σχέση της Ελλάδας µε την Τουρκία. Το «λάθος» της Αγκυρας και των ηγετικών ελίτ της εµπεδώθηκε περίπου δέκα χρόνια µετά, όταν προέβαλε τη στρατιωτική θεώρηση της «Γαλάζιας πατρίδας», επιδιώκοντας πλέον την ισχύ στη θάλασσα και µια συνολική θεώρηση γεωπολιτικής «µονοπωλιακής» ισχύος, σε κλίµα υπεροψίας έναντι όλων των δυνάµεων της Μεσογείου. Το υπουργείο Εξωτερικών, το Συµβούλιο Εθνικής Ασφαλείας αλλά και οι µυστικές υπηρεσίες της Τουρκίας δεν «σπουδαιολόγησαν» τη στρατηγική που µελετήθηκε για λογαριασµό της Ελλάδας από τα τέλη της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα.
Η Ελλάδα µαζί µε την Κύπρο διόρθωσαν και αναβάθµισαν θεαµατικά τη στρατηγική τους σχέση µε το Ισραήλ και την Αίγυπτο, αποτελώντας «γέφυρα» επικοινωνίας µεταξύ Αράβων και Εβραίων. Στη συνέχεια, η περιώνυµη και ως «µεσογειακή συµµαχία» άνοιξε περισσότερο προς τα Ηνωµένα Αραβικά Εµιράτα και τη Σαουδική Αραβία, µε εκλεκτικές σχέσεις µε την Ιορδανία ή το «µέτωπο» της Βορείου Αφρικής, ενώ υποδέχθηκε µε θέρµη την προοπτική των «Συµφωνιών του Αβραάµ», µε αρχιτέκτονα τον πρώην ΥΠ.ΕΞ. των ΗΠΑ, Μ. Ποµπέο. Η Ελλάδα βαθµηδόν και παρά τη δηµοσιονοµική της κατάρρευση δηµιούργησε µια στενή -κεντρική- στρατηγική (γεωπολιτική) σχέση µε τις ΗΠΑ και µε τη Γαλλία στη συνέχεια στην Ευρώπη. Στον αντίποδα, η Τουρκία υπερασπίσθηκε τη «Χαµάς» και τη «Μουσουλµανική Αδελφότητα», οργανώσεις της τζιχάντ, ως ανάσχεση στους Κούρδους, αποµακρύνθηκε από το 2016 και µετά από τις ΗΠΑ, προσέγγισε τη Ρωσία, κατάντησε επενδυτικά υποτελής στην Κίνα και λειτούργησε σαν «πολιορκητικός κριός» στην Ευρώπη µε την παράτυπη µετανάστευση. Εχασε την ευκαιρία να παρακολουθήσει µια διεθνή πολιτική όπως αυτή του στενού της συµµάχου, του Κατάρ, µε «ανοίγµατα» στην Ασία, µε Μαλαισία, Φιλιππίνες, Ινδονησία, δηµιουργώντας σχέσεις ανάλογες µε αυτές που διατηρεί µε το Πακιστάν. Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία περιέπλεξε ακόµα περισσότερο το ζήτηµα επιβίωσής της, αφού η «επιτήδεια ουδετερότητα» δεν είναι πειστική σε ένα όλο και πιο πολωτικό «power game».
Η Τουρκία προκαλεί γιατί, στην ουσία, φοβάται. Αν επιτεθεί στην Ελλάδα, κινδυνεύει µε µια συντριπτική ήττα τύπου Ναυαρίνου. Αν κάνει ένα αποφασιστικό βήµα τελικής γεωπολιτικής ένταξης στην Ευρασία, εγκαταλείποντας τη ∆ύση ή το ΝΑΤΟ, µπορεί να της κοστίσει την εδαφική συνοχή της, γιατί είναι «πολύ µεγάλη για να µείνει ενιαία». Το νέο «Ανατολικό ζήτηµα» µε τον «µεγάλο ασθενή» είναι εδώ και µας κοιτάει… Εµείς, όµως, είµαστε στη «σωστή πλευρά της Ιστορίας» και όχι οι Τούρκοι…
*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παραπολιτικά την 1η Οκτωβρίου 2022
Η Τουρκία στη στρατηγική της την τελευταία 15ετία παρέµεινε προσκολληµένη στις παραδοχές της γεωπολιτικής ισορροπίας του Ψυχρού Πολέµου, αυτού που εξελίχθηκε από το τέλος του Β’ Παγκοσµίου Πολέµου µέχρι την τελευταία δεκαετία του 20ού αιώνα. Σύµφωνα µε τις παραδοχές αυτές, που «χαρτογραφήθηκαν» ουσιαστικά στην παράλληλη ένταξη Τουρκίας και Ελλάδας στο ΝΑΤΟ, οι δύο χώρες για την Ατλαντική Συµµαχία (∆. Ευρώπη - ΗΠΑ) αποτελούσαν ενιαίο γεωπολιτικό χώρο, µε την Τουρκία, λόγω όγκου στις Ενοπλες ∆υνάµεις και στον στρατιωτικό εξοπλισµό της και βάθους στην Ανατολή, να διατηρεί µια ισορροπία 7 προς 10, σε όφελός της απέναντι στην Ελλάδα. Μετά τον Β’ Π.Π., η Τουρκία και παρά τη συµµετοχή της στο ΝΑΤΟ, όπως και η Ελλάδα, άρχισε µε συγκεκριµένες κινήσεις να ανεβάζει το δικό της «imperium» έναντι της διστακτικής και «κουρασµένης» αρχικά από τον πόλεµο, στο οποίο η Τουρκία δεν συµµετείχε, Ελλάδας.
Αφετηρία το 1955, µε τους διωγµούς των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης, το 1974 µε την εισβολή και κατοχή στη Βόρεια Κύπρο, στα µέσα της δεκαετίας του 1990 µε το «casus belli» και µετά το στρατιωτικό επεισόδιο στα Ιµια, µε τη θεωρία περί «γκρίζων ζωνών» στο Αιγαίο. Η επιθετική αυτή στρατηγική της Τουρκίας απέναντι στην επικράτεια και στα διεθνή δικαιώµατα των δύο κρατών του Ελληνισµού αντιµετωπίσθηκε από τις κυβερνήσεις της Αθήνας και της Λευκωσίας µε πολιτικούς τακτικισµούς, αµήχανες επικλήσεις περί ∆ιεθνούς ∆ικαίου και διάχυτη κουλτούρα «πασιφισµού», που δεν δηµιουργεί όµως συνθήκες ανάσχεσης σε «ιµπεριαλιστικές» δυνάµεις όπως η Τουρκία. Ισορροπίες χωρίς «διά ταύτα» ακολουθήθηκαν και από τον διεθνή συσχετισµό, είτε µιλάµε για τα χρόνια του Ψυχρού Πολέµου είτε για την εποχή της χρηµατοοικονοµικής παγκοσµιοποίησης, που ακολούθησε την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης. Το περίφηµο ως «δόγµα Λουνς» (πολιτική ίσων αποστάσεων) από τη δεκαετία του ’70 καθόρισε τους χειρισµούς στο ΝΑΤΟ, αποθρασύνοντας την Αγκυρα.
Το «στρατηγικό λάθος» της Τουρκίας στη διεθνή της πολιτική ξεκινά από το ιδιαίτερα δηµοφιλές «στρατηγικό βάθος» του Μ. Νταβούτογλου, που στην ουσία περιέγραφε την προοπτική της ανασύστασης της «οθωµανικής αυτοκρατορίας» ως συνέχεια της βυζαντινής µε επιρροή σε Ανατολή και ∆ύση. Βαλκάνια, Μεσόγειος, Καύκασος, Μέση Ανατολή, Αφρική. Ουσιαστικά, περιέγραφε ως στόχο µια περιφερειακή υπερδύναµη, επίκεντρο του «πολιτικού Ισλάµ», ενταγµένου στη ∆ύση και κυρίαρχου στην Ανατολή. Μια υπερβολική θεώρηση για την πραγµατικότητα της Τουρκίας, που βασιζόταν τότε στην αισιοδοξία και την αυτοπεποίθηση του ισλαµικού ΑΚΡ, υπό την ηγεσία Ερντογάν - Γκιουλέν, αλλά και στην «επένδυση» των ΗΠΑ και σηµαντικών δυνάµεων της Ευρώπης, όπως η Γερµανία, η Αγγλία ή η Ολλανδία, µε τη Ρωσία και την Κίνα από την πλευρά της Ευρασίας να εντάσσουν την Τουρκία στα οικονοµικά και ενεργειακά τους πλάνα.
Από την πλευρά τους οι ηγεσίες της Ελλάδας, άλλοτε µε ζεϊµπέκικα και άλλοτε µε κουµπαριές, επιβεβαίωναν τον συµπληρωµατικό ρόλο και τη σχέση της Ελλάδας µε την Τουρκία. Το «λάθος» της Αγκυρας και των ηγετικών ελίτ της εµπεδώθηκε περίπου δέκα χρόνια µετά, όταν προέβαλε τη στρατιωτική θεώρηση της «Γαλάζιας πατρίδας», επιδιώκοντας πλέον την ισχύ στη θάλασσα και µια συνολική θεώρηση γεωπολιτικής «µονοπωλιακής» ισχύος, σε κλίµα υπεροψίας έναντι όλων των δυνάµεων της Μεσογείου. Το υπουργείο Εξωτερικών, το Συµβούλιο Εθνικής Ασφαλείας αλλά και οι µυστικές υπηρεσίες της Τουρκίας δεν «σπουδαιολόγησαν» τη στρατηγική που µελετήθηκε για λογαριασµό της Ελλάδας από τα τέλη της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα.
Η Ελλάδα µαζί µε την Κύπρο διόρθωσαν και αναβάθµισαν θεαµατικά τη στρατηγική τους σχέση µε το Ισραήλ και την Αίγυπτο, αποτελώντας «γέφυρα» επικοινωνίας µεταξύ Αράβων και Εβραίων. Στη συνέχεια, η περιώνυµη και ως «µεσογειακή συµµαχία» άνοιξε περισσότερο προς τα Ηνωµένα Αραβικά Εµιράτα και τη Σαουδική Αραβία, µε εκλεκτικές σχέσεις µε την Ιορδανία ή το «µέτωπο» της Βορείου Αφρικής, ενώ υποδέχθηκε µε θέρµη την προοπτική των «Συµφωνιών του Αβραάµ», µε αρχιτέκτονα τον πρώην ΥΠ.ΕΞ. των ΗΠΑ, Μ. Ποµπέο. Η Ελλάδα βαθµηδόν και παρά τη δηµοσιονοµική της κατάρρευση δηµιούργησε µια στενή -κεντρική- στρατηγική (γεωπολιτική) σχέση µε τις ΗΠΑ και µε τη Γαλλία στη συνέχεια στην Ευρώπη. Στον αντίποδα, η Τουρκία υπερασπίσθηκε τη «Χαµάς» και τη «Μουσουλµανική Αδελφότητα», οργανώσεις της τζιχάντ, ως ανάσχεση στους Κούρδους, αποµακρύνθηκε από το 2016 και µετά από τις ΗΠΑ, προσέγγισε τη Ρωσία, κατάντησε επενδυτικά υποτελής στην Κίνα και λειτούργησε σαν «πολιορκητικός κριός» στην Ευρώπη µε την παράτυπη µετανάστευση. Εχασε την ευκαιρία να παρακολουθήσει µια διεθνή πολιτική όπως αυτή του στενού της συµµάχου, του Κατάρ, µε «ανοίγµατα» στην Ασία, µε Μαλαισία, Φιλιππίνες, Ινδονησία, δηµιουργώντας σχέσεις ανάλογες µε αυτές που διατηρεί µε το Πακιστάν. Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία περιέπλεξε ακόµα περισσότερο το ζήτηµα επιβίωσής της, αφού η «επιτήδεια ουδετερότητα» δεν είναι πειστική σε ένα όλο και πιο πολωτικό «power game».
Η Τουρκία προκαλεί γιατί, στην ουσία, φοβάται. Αν επιτεθεί στην Ελλάδα, κινδυνεύει µε µια συντριπτική ήττα τύπου Ναυαρίνου. Αν κάνει ένα αποφασιστικό βήµα τελικής γεωπολιτικής ένταξης στην Ευρασία, εγκαταλείποντας τη ∆ύση ή το ΝΑΤΟ, µπορεί να της κοστίσει την εδαφική συνοχή της, γιατί είναι «πολύ µεγάλη για να µείνει ενιαία». Το νέο «Ανατολικό ζήτηµα» µε τον «µεγάλο ασθενή» είναι εδώ και µας κοιτάει… Εµείς, όµως, είµαστε στη «σωστή πλευρά της Ιστορίας» και όχι οι Τούρκοι…
*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παραπολιτικά την 1η Οκτωβρίου 2022