Ο τρόπος που ψηφίζουν οι Έλληνες είναι δυναμικός, εμπροσθοβαρής, συγκροτημένος, θαρραλέος.

Αυτό συνέβη, για παράδειγμα, και την προηγούμενη Κυριακή αιφνιδιάζοντας τους πολιτικούς, τους δημοσιογράφους, τους ειδικούς. Η κυριαρχία του Μητσοτάκη, ακόμη και σε περιοχές ή ηλικίες που σίγουρα δεν αποτελούν «κάστρα» της Νέας Δημοκρατίας, ως φορέα της Κεντροδεξιάς, δείχνει το μέλλον. Γιατί ο Κ. Μητσοτάκης στην πρώτη του θητεία, ως πολιτική προσωπικότητα, ως στυλ και ύφος διακυβέρνησης, ως αρχιτέκτονας της εκτελεστικής εξουσίας που ανέλαβε είναι περισσότερο πρωθυπουργός -κυβερνήτης των Ελλήνων με λαϊκή εντολή-, παρά κομματάρχης-πρωθυπουργός παραδοσιακού τύπου.

Από την άλλη, τα πλάνα της ορκωμοσίας της υπηρεσιακής κυβέρνησης, με όλα τα τυπικά του πολιτειακού πρωτοκόλλου, τα βιογραφικά των υπουργών και η σχέση της πείρας τους με τις αρμοδιότητες που αναλαμβάνουν μέχρι την ορκωμοσία της επόμενης πολιτικής, εκλεγμένης κυβέρνησης παραπέμπουν σε μια άλλη ελληνική πραγματικότητα. Μήπως αυτές οι εικόνες δείχνουν το μέλλον; Τι, δηλαδή; Αν κάποιος ισχυισθεί ότι η Μεταπολίτευση του 1974, με τα Συντάγματά της και τις βασικές πολιτικές-πολιτειακές παραδοχές της, μισόν αιώνα μετά, έχει «γεράσει» και δεν μπορεί να δώσει την πρέπουσα δυναμική στην προοπτική και τη διακυβέρνηση της Ελλάδας, πώς θα σχολιασθεί; Και, τελικά, μήπως μια τέτοια προσέγγιση θα πρέπει να προβληματίσει και να δημιουργήσει δημόσια συζήτηση για μια Συντακτική Συνέλευση και όχι Αναθεωρητική; Ο λόγος, φυσικά, όχι για το παρόν ούτε για το αύριο. Αλλά για την πολιτειακή κατάσταση της Ελλάδας 2030-2050.

Είναι γνωστό ότι στην Ελλάδα ο πολιτικός και ο δημόσιος διάλογος επικεντρώνονται και αναλώνονται στο σήμερα, ενώ ως μακροπρόθεσμο χαρακτηρίζεται το τέλος της τετραετίας. Όμως, τα εθνικά κράτη και τα πολιτειακά τους συστήματα απαιτούν στρατηγικό βάθος και νηφαλιότητα και ενόραση στον σχεδιασμό. Η Αριστερά, για παράδειγμα, υπολόγισε πολύ στο εκλογικό σύστημα της απλής αναλογικής. Δεν είναι κάτι καινούργιο ή εφεύρημα του ΣΥΡΙΖΑ. Αλλά μόνιμη επωδός τα τελευταία 70 χρόνια. Το σύστημα αυτό κομματικής μειοψηφίας ενθαρρύνει τις συγκλίσεις κομμάτων και ομάδων προσώπων και προγραμμάτων προκειμένου να πετύχει μια πιο ώριμη διακυβέρνηση και συνεκτική αντίληψη στην κοινωνία. Ουσιαστικά, όμως, καταλήγει σε κυβερνήσεις εκλογικά «ηττημένων» και εκβιασμούς από τα μικρότερα κόμματα-εταίρους στα μεγαλύτερα. Δεν λειτουργεί στην Ελλάδα και δεν πείθει ως εμπειρία διακυβέρνησης και για τον λόγο αυτό καταψηφίσθηκε από τους πολίτες και στις εκλογές την προηγούμενη Κυριακή. Επίσης, καταψηφίσθηκε η διάθεση των κομμάτων να προσελκύσουν πρόσωπα «λαμπερά» του θεάματος ή των σπορ ως «κράχτες» για περισσότερες ψήφους.

Ας μιλήσουμε για το μέλλον. Αν οι Έλληνες ψήφιζαν πρωθυπουργούς πλήρους αρμοδιότητας, όπως ήδη κάνουν από τώρα. Και αυτοί επέλεγαν τις κυβερνήσεις τους κατά το δοκούν, με συνταγματική προϋπόθεση το πλήρες ασυμβίβαστο βουλευτή και υπουργού, μήπως είχαμε μια πιο ώριμη Δημοκρατία; Αλλά και πιο δυναμική, πιο ανεξάρτητη από το ρουσφέτι και την κομματοκρατία διακυβέρνηση και διοίκηση; Η ιδέα δεν είναι καινούργια. Έχει ακουσθεί προ 20ετίας ακόμη. Τώρα όμως οι συνθήκες είναι διαφορετικές. Οδηγεί η ψήφος του κόσμου στον πλήρη διαχωρισμό της εκτελεστικής από τη νομοθετική εξουσία. Φυσικά, θα υπάρχουν τα κόμματα ως πολιτικοί οργανισμοί. Οι πολίτες θα ψηφίζουν τους βουλευτές τους και θα ορίζουν τις πλειοψηφίες στο Κοινοβούλιο από όπου θα παίρνουν ψήφο εμπιστοσύνης ο πρωθυπουργός και η κυβέρνησή του.

Αλλά, η κομματική «φεουδαρχία» στη διοίκηση του κράτους θα έχει πολιτειακά τερματισθεί. 

Δημοσιεύτηκε στην ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ στις 27/5